Η Καθηγήτρια Εμμανουέλα Δούση για τα σχέδια αναχαίτισης της κλιματικής κρίσης

"Η αδράνεια θα μας κοστίσει πολύ περισσότερο από την πρόληψη, και αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη."

0

Η Καθηγήτρια Εμμανουέλα Δούση* παραχώρησε συνέντευξη στους The Athenian Times για μια σειρά ζητημάτων που σχετίζονται με την κλιματική κρίση: Από τις διεθνείς συμφωνίες για το κλίμα και τα αποτελέσματα της COP27, μέχρι τους κλιματικούς στόχους στην Ευρώπη και την βιώσιμη χρηματοδότηση, αλλά και για τον Εθνικό Κλιματικό Νόμο, το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) και τον δίκαιο τρόπο της πράσινης μετάβασης στην Ελλάδα.


Η συμμετοχή των κρατών στις διεθνείς συμφωνίες για το κλίμα, όπως η «Συμφωνία του Παρισιού» (2015), επαφίεται στην «προθυμία» της κάθε χώρας και δεν υπαγορεύεται από κάποια δεσμευτικότητα. Θεωρείτε ότι η στάση της διεθνούς κοινότητας ανταποκρίνεται στην επιτακτικότητα αναχαίτισης της κλιματικής κρίσης;

Η συμμετοχή ενός κράτους σε μια διεθνή συμφωνία προϋποθέτει τη συναίνεσή του. Αυτό ισχύει για όλες τις διεθνείς συμφωνίες. Από τη στιγμή όμως που υπογράφει και επικυρώνει μια συμφωνία, δεσμεύεται να την εφαρμόσει. Διαφορετικό είναι το θέμα της κανονιστικής πυκνότητας των συμβατικών υποχρεώσεων που εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως τον αποδέκτη της υποχρέωσης, το περιεχόμενο, τη διατύπωση αλλά και τους θεσμικούς μηχανισμούς σχετικά με ζητήματα ευθύνης, λογοδοσίας και συμμόρφωσης.

Η Συμφωνία του Παρισιού είναι μια δεσμευτική συμφωνία για τα 195 κράτη που την έχουν υπογράψει, δηλαδή σχεδόν όλα τα κράτη της Γης. Σε μια εποχή όπου η σύναψη συνθηκών από μεγάλο αριθμό κρατών δεν συμβαίνει με την ίδια ευκολία όπως στο παρελθόν, η υιοθέτηση ενός κειμένου με οικουμενικά αποδεκτούς στόχους για τη διαχείριση της κλιματικής αλλαγής αποτελεί σημαντικό επίτευγμα της πολυμερούς διπλωματίας. Αυτό όμως σημαίνει ότι είναι ένα συμβιβαστικό κείμενο, το οποίο περιλαμβάνει λίγες επιτακτικές υποχρεώσεις, κυρίως διαδικαστικού χαρακτήρα, και πολλές συστάσεις ή προτροπές προς τους συμβαλλόμενους. Υιοθετεί δε μια διαφορετική προσέγγιση σε σχέση με τις προηγούμενες συμφωνίες. Θέτει ένα μακροπρόθεσμο στόχο, να συγκρατηθεί η υπερθέρμανση του πλανήτη σε ανεκτά όρια και καλεί τα ίδια τα κράτη να διαμορφώσουν εθνικά σχέδια μείωσης των επιβλαβών εκπομπών και προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή, και να τα αναθεωρούν σε τακτικά διαστήματα υπό διεθνή εποπτεία. Καλεί δηλαδή τα κράτη να μειώσουν τις εκπομπές με τον δικό τους ρυθμό και να θωρακιστούν από την κλιματική αλλαγή με τον τρόπο που εκείνα θα επιλέξουν, λαμβάνοντας υπόψη τις εθνικές ιδιαιτερότητες. Αυτός είναι ο θεσμικός πυρήνας της Συμφωνίας, η οποία προσδιορίζει για όλα τα κράτη ένα κοινό μονοπάτι για τη σταδιακή αποδέσμευση των εθνικών οικονομιών από τα ορυκτά καύσιμα που είναι η αιτία του προβλήματος.

Έκτοτε πάνω από εκατό χώρες έχουν ανακοινώσει φιλόδοξες δεσμεύσεις για τις επόμενες δεκαετίες. Στις χώρες αυτές συμπεριλαμβάνονται οι σημαντικότεροι ρυπαντές, δηλαδή οι ΗΠΑ, η Κίνα και η ΕΕ. Οι ΗΠΑ υποσχέθηκαν ότι θα είναι κλιματικά ουδέτερες έως το 2050. Η Κίνα δεσμεύτηκε ότι θα το πράξει αυτό πριν από το 2060. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει το πιο φιλόδοξο σχέδιο, την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, που είναι ο οδικός χάρτης για την πράσινη και δίκαιη μετάβαση στην Ευρώπη για τις επόμενες δεκαετίες. Όλες αυτές οι δεσμεύσεις στέλνουν ένα μήνυμα προς τους επενδυτές, τους παραγωγούς και τους καταναλωτές, ότι η πορεία προς την καθαρή ενέργεια είναι πλέον μονόδρομος.

Είναι ωστόσο γεγονός ότι τα εθνικά σχέδια δράσης που έχουν κατατεθεί μέχρι στιγμής στον ΟΗΕ δεν επαρκούν για να επιτευχθεί ο στόχος της Συμφωνίας του Παρισιού. Με τη σημερινή οικονομική και γεωπολιτική συγκυρία, οι κυβερνήσεις δύσκολα θα αναπροσαρμόσουν τους στόχους τους εντός του 2023 ώστε να μειωθεί το χάσμα των παγκόσμιων εκπομπών σε ένα επίπεδο συμβατό με το στόχο να συγκρατηθεί η μέση θερμοκρασία της Γης στον 1,5 βαθμό Κελσίου. Παρά τη δυσάρεστη αυτή πρόβλεψη, υπάρχουν ορισμένοι λόγοι αισιοδοξίας. Ο ούριος άνεμος έρχεται από τις αγορές και την ενεργειακή βιομηχανία που, με περισσότερη διορατικότητα από τις κυβερνήσεις, στρέφονται γρήγορα στην πράσινη ενέργεια. Μεγάλες εταιρείες μετασχηματίζονται και συμμετέχουν στο σχεδιασμό για την επίτευξη μηδενικών εκπομπών. Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας προβλέπει ότι η ζήτηση για τα ορυκτά καύσιμα θα κορυφωθεί σύντομα. Η απεξάρτηση είναι μεν αργή, αλλά η παύση της χρήσης τους είναι πλέον ορατή στον ορίζοντα. Ο πράσινος μετασχηματισμός έχει ξεκινήσει και δεν υπάρχει επιστροφή.

Ωστόσο δεν αρκεί μόνο η μείωση των εκπομπών για την αναχαίτιση της κλιματικής κρίσης. Χρειάζεται παράλληλα κατάλληλη προετοιμασία για τη διαχείριση των καταστροφικών συνεπειών της κλιματικής αλλαγής. Η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή απαιτεί πολλή δουλειά σε εθνικό και τοπικό επίπεδο, προϋποθέτει για παράδειγμα τη χαρτογράφηση των τρωτών σημείων, την ανάπτυξη συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης, συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης ή ασφάλισης ακόμα και ασκήσεις εκκένωσης μιας περιοχής. Είναι δε ιδιαίτερα σημαντική για τις αναπτυσσόμενες χώρες, διότι οι χώρες αυτές είναι πιο ευάλωτες στην κλιματική αλλαγή και φέρουν δυσανάλογο βάρος των επιπτώσεων της υπερθέρμανσης του πλανήτη.

Ποια η σημασία σύστασης του Ταμείου Απωλειών και Ζημιών που συμφωνήθηκε στην COP27, ιδιαίτερα για τα έθνη που είναι πιο ευάλωτα στην κλιματική κρίση;

Το ζήτημα των απωλειών και των ζημιών που προκαλεί η κλιματική αλλαγή ήταν ήδη στην ατζέντα των διεθνών διαπραγματεύσεων για το κλίμα από το 2013. Όμως η χρηματοδοτική στήριξη των ευάλωτων χωρών συζητήθηκε για πρώτη φορά στην COP27 η οποία πραγματοποιήθηκε το Νοέμβριο του 2022 σε μια αναπτυσσόμενη χώρα, την Αίγυπτο. Θα πρέπει να τονιστεί ότι αυτή η στήριξη δεν αφορά την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή αλλά τη χρηματοδότηση των πιο ευάλωτων χωρών για τις καταστροφές που προκαλεί η κλιματική αλλαγή. Η σύσταση του Ταμείου αποτελεί ένα ιστορικό βήμα, παρόλο που πολλές σημαντικές λεπτομέρειες παραμένουν να αποσαφηνιστούν στην επόμενη COP που θα γίνει στο τέλος του 2023, όπως το ύψος των πόρων που θα συγκεντρώσει και ποιος θα συνεισφέρει.

Το Ταμείο αυτό αναμένεται να ανακουφίσει τις πιο ευάλωτες χώρες και να τις απομακρύνει από το αδιέξοδο στο οποίο έχουν εισέλθει. Οι ευάλωτες χώρες έχουν υψηλά χρέη και περιορισμένη ικανότητα ανάπτυξης και εφαρμογής σχεδίων προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή. Μια φυσική καταστροφή, όπως ένας τυφώνας, τις αναγκάζει να ξοδέψουν χρήματα από τα δημόσια ταμεία για την αποκατάσταση των ζημιών, αφήνοντας ακόμα λιγότερους πόρους διαθέσιμους για επενδύσεις σε δημόσιες πολιτικές, όπως η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, αλλά και η εκπαίδευση και στρατηγικές μείωσης της φτώχειας. Έτσι γίνονται περισσότερο ευάλωτες στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και ο κύκλος συνεχίζεται.

Το προηγούμενο διάστημα οριστήκατε σύμβουλος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (EESC) της ΕΕ για την γνωμοδότηση που καταρτίζεται για την κλιματική διπλωματία. Ποια εργαλεία διπλωματίας μπορεί να επιστρατεύσει η Ευρωπαϊκή Ένωση ώστε να παρακινήσει τρίτες χώρες να δεσμευτούν σε (φιλόδοξους) πράσινους στόχους;

Η κλιματική διπλωματία είναι μια στοχευμένη πολιτική που συνδέεται με τη χρήση διπλωματικών εργαλείων για την υποστήριξη της υλοποίησης των κλιματικών στόχων και την επιτάχυνση της πράσινης μετάβασης. Η ΕΕ έχει κάνει σημαντική πρόοδο σε αυτό το πεδίο ενισχύοντας τη διεθνή της θέση ως πρωτοπόρου στην κλιματική δράση. Η διαμόρφωση στρατηγικών συμμαχιών μέσα από μια συστηματική ευρωπαϊκή κλιματική διπλωματία συνέβαλε στη σύναψη της Συμφωνίας του Παρισιού το 2015. Βεβαίως, οι συνθήκες δεν είναι πλέον οι ίδιες και η ΕΕ θα πρέπει να καταβάλει μεγάλη προσπάθεια αφενός για να διατηρήσει την πρωτοπορία στην κλιματική δράση, εφαρμόζοντας με συνέπεια την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, αφετέρου να πείσει και άλλες χώρες να ακολουθήσουν το μονοπάτι της γρήγορης απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα και της μετάβασης σε καθαρές μορφές ενέργειας.  

Η διπλωματία μπορεί να βοηθήσει στην κατανόηση των προκλήσεων και των ευκαιριών που δημιουργεί η πράσινη μετάβαση αλλά και στη διαμόρφωση συμφωνιών που να ευθυγραμμίζονται με τους κλιματικούς στόχους. Η ΕΕ μπορεί να αναδείξει περισσότερο το ζήτημα αυτό στο διπλωματικό διάλογο σε διάφορα φόρα και σε διμερές επίπεδο με τους εταίρους της, να ευθυγραμμίσει τις χρηματοδοτικές ροές προς τρίτες χώρες με τους στόχους της Συμφωνίας του Παρισιού, να πετύχει καλύτερες εμπορικές συμφωνίες που να λαμβάνουν υπόψη την κλιματική κρίση.

Αν η Ευρώπη γίνει κλιματικά ουδέτερη, σίγουρα δεν αρκεί αυτό για να σωθεί ο πλανήτης, εφόσον η ΕΕ έχει πλέον μικρό μερίδιο στις παγκόσμιες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, κάτω από 10%. Υπάρχει επιπλέον ο κίνδυνος η εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας να προκαλέσει διαρροή άνθρακα σε άλλες χώρες, και τότε η κατάσταση θα γίνει ακόμα χειρότερη.

Συνεπώς, μια μεγάλη πρόκληση για την ΕΕ είναι να δημιουργήσει έναν μεγάλο συνασπισμό για την κλιματική ουδετερότητα, κινητοποιώντας τα εταιρικά της δίκτυα, όχι μόνο κρατικούς αλλά και μη κρατικούς δρώντες.

Η κλιματική διπλωματία δεν αφορά μόνο τις παραδοσιακές διακρατικές σχέσεις, αλλά και τη συμμετοχή άλλων φορέων, όπως οι περιφέρειες, οι πόλεις, οι επιχειρήσεις, τα επιμελητήρια, η κοινωνία των πολιτών. Όλοι αυτοί οι υποεθνικοί δρώντες έχουν τη δυναμική να φέρουν αλλαγές, να μοιραστούν θετικές εμπειρίες και καλές πρακτικές και να συνεισφέρουν έτσι με το δικό τους τρόπο στην εφαρμογή των κλιματικών στόχων.

Επιπλέον, η ΕΕ θα πρέπει να προετοιμάσει τη γειτονιά της και τους εμπορικούς της εταίρους για να διαχειριστούν τις συνέπειες της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας. Δεν έχουν όλες οι χώρες τις ίδιες οικονομικές δυνατότητες ούτε διαθέτουν την τεχνογνωσία για να εφαρμόσουν την πράσινη και δίκαιη μετάβαση. Η ΕΕ μπορεί να βοηθήσει τις πιο αδύναμες χώρες να ετοιμάσουν τις δικές τους πράσινες συμφωνίες λαμβάνοντας υπόψη τις εθνικές ιδιαιτερότητες, αλλά και να διαχειριστούν τις καταστροφικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, ώστε να αποτρέψει τη μαζική μετανάστευση και άλλες εξωτερικές επιδράσεις στη γειτονιά της, όπως η εξαγωγή ρυπογόνων δραστηριοτήτων.

Το φυσικό αέριο και η πυρηνική ενέργεια θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στο πλαίσιο της ενεργειακής μετάβασης στην Ευρώπη, μιας και έχουν χαρακτηριστεί «πράσινα» στο πλαίσιο της οδηγίας ταξινομίας της ΕΕ για τη βιώσιμη χρηματοδότηση. Πώς κρίνετε αυτή την απόφαση;

Η ένταξη του ορυκτού αερίου και της πυρηνικής ενέργειας ως «πράσινες» μορφές ενέργειας στην ταξινομία της ΕΕ, πέρα από τις επιβλαβείς περιβαλλοντικές επιπτώσεις τους, είναι μια απόφαση που όχι μόνο θα στερήσει δισεκατομμύρια ευρώ από επενδύσεις σε ΑΠΕ και νέες πράσινες τεχνολογίες, αλλά θα δώσει επίσης λανθασμένα και αντιφατικά μηνύματα σε άλλες χώρες, καθυστερώντας τη δική τους απεξάρτηση. Είναι δε πολύ πιθανό ότι η απόφαση αυτή θα υπονομεύσει τον στόχο που έθεσε η ΕΕ μέσω του Ευρωπαϊκού Κλιματικού Νόμου να μειώσει τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα κατά 55% ως το 2030 σε σχέση με τα επίπεδα του 1990 διότι μπορεί να αυξήσει και όχι να μειώσει τη χρήση ορυκτού αερίου.

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει διαταράξει την ενεργειακή αυτονομία της Ευρώπης, πυροδοτώντας σειρά αναθεωρήσεων στους ενεργειακούς σχεδιασμούς των κρατών-μελών. Μεταξύ αυτών, ανακοινώθηκε από τον Έλληνα Πρωθυπουργό η επανεκκίνηση των μελετών για την εξόρυξη των υδρογονανθράκων του Αιγαίου; Πώς κρίνετε την απόφαση αυτή;

Οι νέοι κλιματικοί στόχοι που έθεσε το ευρωπαϊκό αλλά πλέον και το εθνικό θεσμικό πλαίσιο με τον Εθνικό Κλιματικό Νόμο που ψηφίστηκε τον Μάιο του 2022 δεν επιτρέπουν την είσοδο σε νέο κύκλο αναζήτησης, παραγωγής και κατανάλωσης ορυκτών καυσίμων. Τέτοιες υποδομές όχι μόνο θα καθυστερήσουν την απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα αλλά, επιπλέον, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα συμβάλλουν στην αντιμετώπιση της τρέχουσας ενεργειακής κρίσης αφού προϋποθέτουν πολλά χρόνια και μεγάλα χρηματικά ποσά, αφήνοντας έτσι και το ζήτημα της απόσβεσής τους ανοικτό. Θα καταστούν λανθάνοντα περιουσιακά στοιχεία πολύ γρηγορότερα από όσο φανταζόμαστε. Και δεν θα είναι η πρώτη φορά. Το έχουμε ξαναδεί αυτό στην Ελλάδα με τον λιγνίτη.

Υπάρχει μια πλάνη, ότι η τρέχουσα κρίση θα αυξήσει το ενδιαφέρον για επενδύσεις εξόρυξης υδρογονανθράκων ακόμα και σε μέρη με δύσκολη πρόσβαση, όπως είναι οι ελληνικές θάλασσες. Οι τάσεις όμως δείχνουν προς την αντίθετη κατεύθυνση με πολλές μεγάλες εταιρείες να αλλάζουν πολιτική και να στρέφονται στις πράσινες επενδύσεις.

Η Ελλάδα έχει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα, καθώς διαθέτει άφθονο ήλιο και αέρα όλες τις εποχές του χρόνου, δηλαδή εναλλακτικές πηγές ενέργειας, καθαρές και εγχώριες, βεβαιωμένες και όχι πιθανολογούμενες, τις οποίες μπορεί να αξιοποιήσει.

Στη θέση των προγραμματισμένων εξορύξεων στη θάλασσα, θα μπορούσαν, για παράδειγμα να αναπτυχθούν υπεράκτια αιολικά πάρκα. Οι ελληνικές θάλασσες διαθέτουν μεγάλο ανεκμετάλλευτο δυναμικό, το οποίο μπορεί να συνεισφέρει σε μεγάλο βαθμό στην επίτευξη των φιλόδοξων κλιματικών στόχων έως το 2050. Είναι ένας τρόπος που όχι μόνο συνάδει με τους κλιματικούς στόχους και τις επιταγές της πράσινης μετάβασης, αλλά θα μας εντάξει στους πρωτοπόρους παραγωγούς ενέργειας στην περιοχή μας. Τα αιολικά πάρκα είναι η πιο παραγωγική μορφή ΑΠΕ σήμερα. Δεν είναι η μόνη λύση, αλλά είναι η πλέον ώριμη.

Θα ήθελα να προσθέσω ότι η αξιοποίηση της αιολικής ενέργειας στις ελληνικές θάλασσες θα αμβλύνει την αντιπαλότητα και τον ανταγωνισμό για τον αποκλειστικό έλεγχο των ενεργειακών πόρων, σε αντίθεση με τη λογική των εξορύξεων υδρογονανθράκων, που συμβάλλει στην αποσταθεροποίηση. Και αυτό μπορεί να μας φέρει πιο κοντά με τους γείτονες, όχι τώρα, όταν οι πολιτικές συνθήκες θα είναι πιο ευνοϊκές. Έτσι, από την αντιπαράθεση θα πάμε μακροπρόθεσμα στη συνεργασία και την πολυπόθητη σταθερότητα και ειρήνη στην περιοχή μας.

Με βάση το σχεδιασμό (Ιανουάριος 2023) του νέου Εθνικού Σχέδιου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) δίνεται αποφασιστική πρόκριση για ηλεκτροπαραγωγή στα φωτοβολταϊκά και στα αιολικά (χερσαία και υπεράκτια). Είναι ανθεκτικό και ανταγωνιστικό το σχεδιαζόμενο ενεργειακό μείγμα της Ελλάδας, δεδομένου ότι βαίνουμε συν τω χρόνω στη διασύνδεση και την ενοποίηση των επιμέρους ευρωπαϊκών ενεργειακών αγορών;

Σύμφωνα με το αναθεωρημένο ΕΣΕΚ τα φωτοβολταϊκά και τα υπεράκτια αιολικά πάρκα στις ελληνικές θάλασσες προκρίνονται ως βασικά εργαλεία για την επίτευξη των στόχων της κλιματικής ουδετερότητας μέχρι το 2050. Οι στόχοι είναι ιδιαίτερα φιλόδοξοι. Για τα φωτοβολταϊκά από τα 4,8 GW το 2022, τίθεται στόχος για 14,1 GW το 2030 και 34,5 GW το 2050. Για τα υπεράκτια αιολικά, το ΕΣΕΚ θέτει στόχο για 2,7 GW το 2030 και 17,3 GW το 2050. Για τα χερσαία αιολικά πάρκα το σχέδιο περιλαμβάνει μετριοπαθείς στόχους επέκτασης διότι οι διαθέσιμες περιοχές που μπορούν να φιλοξενήσουν τέτοια έργα έχουν περιοριστεί. Η ίδια ανησυχία υπάρχει βεβαίως και για τα φωτοβολταϊκά πάρκα, καθώς η πρόσβαση στον χώρο δεν είναι απεριόριστη.

Ο δρόμος είναι ακόμα μακρύς και δύσβατος καθώς προϋποθέτει πολλές νέες επενδύσεις και υποδομές, συστήματα αποθήκευσης ενέργειας, απλοποίηση διαδικασιών αδειοδότησης κ.ά. Θα πρέπει συνεπώς να τρέξουμε για να πετύχουμε το στόχο του ΕΣΕΚ να καλύπτουμε το 80% των αναγκών μας σε ηλεκτρική ενέργεια από ΑΠΕ ως το 2030.

Πριν από ένα χρόνο, στα μέσα Μαΐου του 2022, ψηφίστηκε από την Βουλή ο «Εθνικός Κλιματικός Νόμος», ως απόρροια ενσωμάτωσης της ευρωπαϊκής δέσμευσης για κλιματική ουδετερότητα στην ΕΕ έως το 2050. Ποιες είναι οι κύριες δέσμες μέτρων που προωθούνται και πώς θεωρείτε ότι θα επηρεάσει σχετικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας;

Ένας νόμος για το κλίμα είναι η ισχυρότερη δήλωση που μπορεί να κάνει μια πολιτεία για να δείξει ότι παίρνει στα σοβαρά τον μετασχηματισμό που απαιτείται για να πετύχουμε την κλιματική ουδετερότητα. Ούτε η Συμφωνία των Παρισίων ούτε η ευρωπαϊκή νομοθεσία προσφέρουν επαρκώς την απαιτούμενη λειτουργικότητα για την υλοποίηση των μακροπρόθεσμων αλλαγών που απαιτούνται για να επιτευχθεί ο στόχος της κλιματικής ουδετερότητας.

Ο Εθνικός Κλιματικός Νόμος ρυθμίζει την πορεία της χώρας προς την κλιματική ουδετερότητα μέχρι το 2050, εξειδικεύοντας το συλλογικό ευρωπαϊκό στόχο με ενδιάμεσους στόχους, τους οποίους επιμερίζει σε τομείς οικονομικής δραστηριότητας και προσδιορίζει τα μέτρα και τις πολιτικές που απαιτούνται για την επίτευξή τους. Οργανώνει έτσι καλύτερα τη μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα, εστιάζοντας στους τομείς εκείνους που απαιτούν μεγαλύτερο συντονισμό. Θεσπίζει διαδικασίες κατάρτισης τομεακών προϋπολογισμών άνθρακα πενταετούς διάρκειας για επτά τομείς της ελληνικής οικονομίας: την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και θερμότητας, τις μεταφορές, τη βιομηχανία, τα κτίρια, τη γεωργία και την κτηνοτροφία, τα απόβλητα, τις δραστηριότητες χρήσεων γης. Επιπλέον, ενσωματώνει τη διάσταση της κλιματικής αλλαγής στην περιβαλλοντική αδειοδότηση και περιλαμβάνει σειρά μέτρων για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, όπως τη θέσπιση παρατηρητηρίου για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή και την υποχρεωτική ασφάλιση κατοικιών σε περιοχές με υψηλή τρωτότητα από το 2025 και μετά.

Παρά τις αδυναμίες του, ιδίως σε ό,τι αφορά το χρονοδιάγραμμα απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα, την ευθυγράμμιση των χρηματοδοτήσεων με τους κλιματικούς στόχους και την ισχνή συμμετοχή της κοινωνίας, ο νόμος αυτός συνιστά μια σημαντική μεταρρύθμιση για την κλιματική πολιτική της χώρας και θα πρέπει να τηρηθεί με συνέπεια ώστε να πετύχουμε την κλιματική ουδετερότητα ως το 2050.

Ποια μέτρα διασφαλίζουν τον δίκαιο τρόπο της πράσινης μετάβασης στην Ελλάδα, ιδιαίτερα για τις τοπικές κοινωνίες των περιοχών που επηρεάζονται περισσότερο, όπως οι πρώην λιγνιτικές περιοχές στην Πτολεμαΐδα και την Μεγαλόπολη;

Κάθε χώρα έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες και γι’ αυτό δεν υπάρχει ένα ενιαίο μοντέλο που μπορεί να εφαρμοστεί σε όλες τις περιοχές όπου η εξορυκτική δραστηριότητα πλησιάζει στο τέλος της. Πολλοί παράγοντες επηρεάζουν τη διαδικασία μετάβασης: οι ειδικές συνθήκες κάθε περιοχής, ο βαθμός εξάρτησης της τοπικής οικονομίας από τις δραστηριότητες εξόρυξης, η προσαρμοστικότητα των επιχειρήσεων, του εργατικού δυναμικού και της τοπικής κοινωνίας, η ποιότητα και το αποτέλεσμα του κοινωνικού διαλόγου. Κάθε περίπτωση πρέπει να αντιμετωπίζεται χωριστά μέσα από ένα σχέδιο μετάβασης που θα λαμβάνει υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις συνθήκες κάθε περιοχής.

Η Πτολεμαΐδα και η Μεγαλόπολη είναι περιοχές που αντιμετωπίζουν ήδη προβλήματα, όπως μακροχρόνια ανεργία, φτώχεια, έλλειψη ευκαιριών απασχόλησης και ανάπτυξης νέων δεξιοτήτων, αλλά και ζητήματα ρύπανσης και αποκατάστασης των ορυχείων και του περιβάλλοντος μετά την παύση λειτουργίας των λιγνιτικών μονάδων.

Τι μέτρα έχουν ληφθεί μέχρι τώρα για τη δίκαιη μετάβαση στην εποχή μετά το λιγνίτη; Κατ’ αρχάς υπάρχει ένα σχέδιο για κάθε μία από τις δυο περιοχές -Εδαφικά Σχέδια Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης- με συγκεκριμένα μέτρα και επενδύσεις με στόχο την αναζωογόνηση των τοπικών οικονομιών και την αναπλήρωση των θέσεων εργασίας που θα χαθούν λόγω της απολιγνιτοποίησης. Επενδύσεις στην καθαρή ενέργεια, στην έξυπνη αγροτική παραγωγή, το βιώσιμο τουρισμό, την τεχνολογία και την εκπαίδευση.

Δεύτερον υπάρχουν χρηματοδοτικοί πόροι. Από τη μία πλευρά έχουμε το Εθνικό ταμείο δίκαιης μετάβασης που χρηματοδοτείται από τα δημόσια έσοδα που προκύπτουν από τη δημοπράτηση των δικαιωμάτων εκπομπών που κατανέμονται στη χώρα. Από το 2018 έχουν συγκεντρωθεί συνολικά 127,7 εκ. ευρώ. Υπάρχει επίσης ένας νέος ευρωπαϊκός μηχανισμός δίκαιης μετάβασης που θα χρηματοδοτήσει με 17,5 δις ευρώ τη δίκαιη μετάβαση στα κράτη-μέλη της ΕΕ αξιοποιώντας πόρους του νέου ευρωπαϊκού προϋπολογισμού της περιόδου 2021-27 (7,5 δις) και του πακέτου ανάκαμψης από τον κορωνοϊό (10 δις). Ωστόσο μέχρι στιγμής έχουν διαμορφωθεί προγράμματα μόνο για την αξιοποίηση μέρους των πόρων. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη που εκπόνησε η δεξαμενή σκέψης The Green Tank, καταγράφεται μικρή απορροφητικότητα, καθυστερήσεις στην ενεργοποίηση των προγραμμάτων, αλλά και έλλειψη συμπληρωματικότητας ανάμεσα στα έργα και τις δράσεις. Η επόμενη κυβέρνηση θα πρέπει να ασχοληθεί περισσότερο και πιο συστηματικά με το θέμα της δίκαιης μετάβασης των λιγνιτικών περιοχών, οι οποίες είχαν για χρόνια εγκλωβιστεί σε ρυπογόνες δραστηριότητες και τώρα καλούνται σε λίγο χρόνο να στραφούν σε βιώσιμες εναλλακτικές.

Αξιολογείτε ότι είναι ρεαλιστικά εφαρμόσιμα τα ευρωπαϊκά και εθνικά σχέδια για μηδενικό ισοζύγιο άνθρακα στην Ευρώπη έως το 2050;

Θεωρώ ότι είναι ρεαλιστικά αρκεί να ακολουθήσουμε με συνέπεια ορισμένα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση.

Το πρώτο βήμα είναι να τηρήσουμε τις διεθνείς, τις ευρωπαϊκές και τις εθνικές πλέον δεσμεύσεις. Ενόσω θα λαμβάνουμε μέτρα για να μειώσουμε τις εκπομπές χαράζοντας τη μετάβαση σε καθαρές μορφές ενέργειας, θα πρέπει παράλληλα να προετοιμαστούμε, να θωρακιστούμε καλύτερα, για να αντιμετωπίσουμε τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.

Η Ελλάδα είναι σημαντικός αποδέκτης της κλιματικής κρίσης και αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να το λάβουμε σοβαρά υπόψη.

Το δεύτερο βήμα αφορά τη συνοχή στις υποδομές. Η επίτευξη των στόχων του Εθνικού Κλιματικού Νόμου συνδέεται με τη γρήγορη απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα. Η ανακοίνωση, το 2019, της παύσης λειτουργίας των λιγνιτικών μονάδων μέχρι το 2028 ήταν ένα σημαντικό βήμα. Όμως το πρόγραμμα έρευνας και εκμετάλλευσης εγχώριων υδρογονανθράκων (εφόσον βεβαίως αυτοί εντοπιστούν), είναι ένα πρόγραμμα που είχε επιλεγεί σε μια άλλη, παρωχημένη πλέον εποχή. Το να «κλειδώσουμε» τη χώρα σε νέες υποδομές ορυκτών καυσίμων αφενός αντίκειται στο υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο, αφετέρου είναι ένα σχέδιο οικονομικά ασύμφορο. Τέτοιες υποδομές πολύ σύντομα θα καταστούν λανθάνοντα περιουσιακά στοιχεία και θα απαιτούνται υψηλότατες επενδύσεις, ώστε να μετατραπούν για πιο πράσινες χρήσεις. Έτσι, πρέπει να κινηθούμε προς την κατεύθυνση της περαιτέρω διείσδυσης των ΑΠΕ, όχι μόνο στη θάλασσα αλλά και στην ηπειρωτική χώρα, ασφαλώς με σωστή χωροθέτηση. Χρειάζονται επίσης υποδομές αποθήκευσης ώστε να αξιοποιούμε την περίσσεια ενέργεια όταν δεν είναι τόσο υψηλή η παραγωγικότητά τους.

Το τρίτο βήμα είναι η βελτίωση της συμμετοχής της κοινωνίας στη χάραξη πολιτικών. Αυτό προϋποθέτει όμως συνεχή, έγκυρη και εύληπτη ενημέρωση και δυνατότητα συμμετοχής στη λήψη των αποφάσεων, κάτι στο οποίο υστερούμε μέχρι στιγμής. Τα πρόσφατα νομοσχέδια για τις ΑΠΕ και την προστασία του φυσικού και χωροταξικού περιβάλλοντος τέθηκαν σε διαβούλευση για ελάχιστες ημέρες, στερώντας τη δυνατότητα συμμετοχής της κοινωνίας των πολιτών. Θα πρέπει να καλλιεργήσουμε μια κουλτούρα λιγότερο συγκεντρωτική, η οποία είναι βέβαιο ότι θα έχει και καλύτερα αποτελέσματα ως προς την εφαρμογή.

Για την αναχαίτιση της κλιματικής κρίσης δεν αρκεί η λήψη μέτρων από τις κυβερνήσεις και η προσήλωση της διοίκησης στην εφαρμογή των στόχων, αλλά ούτε η μεμονωμένη ευαισθητοποίηση του ιδιωτικού τομέα και της οργανωμένης κοινωνίας πολιτών· χρειάζεται η συντονισμένη προετοιμασία και κινητοποίηση όλων των φορέων και των πολιτών για το κομμάτι που αντιστοιχεί στον καθένα. Η αδράνεια θα μας κοστίσει πολύ περισσότερο από την πρόληψη, και αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη.

Ποιος ο ρόλος των κοινωνικών επιστημών στη μελέτη της κλιματικής κρίσης;

Η κλιματική κρίση μόλις τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να εντάσσεται στην εθνική ατζέντα και να ενσωματώνεται στο δημόσιο διάλογο, έστω και παρεμπιπτόντως, δηλαδή, στο περιθώριο συζητήσεων για ενεργειακά ή οικονομικά ζητήματα. Τα επόμενα χρόνια περιμένω να δούμε αυτή την τάση να ισχυροποιείται ακόμη περισσότερο και να καθίσταται, ως εκ τούτου, πιο κατανοητή και προσβάσιμη η πληροφορία αυτού του τύπου για τον απλό πολίτη.

Ο δικός μας ρόλος, της ακαδημαϊκής κοινότητας, ιδίως ενός τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης είναι να προσφέρουμε εμπεριστατωμένη γνώση και να προάγουμε την έρευνα για την κλιματική κρίση από τη σκοπιά των κοινωνικών επιστημών, να εντάσσουμε νέα μαθήματα και προγράμματα ενεργού μάθησης για όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες ώστε να διαμορφώνουμε πολίτες και ψηφοφόρους με ανεπτυγμένα αισθητήρια.

Ευχαριστούμε την Καθηγήτρια Εμμανουέλα Δούση για τον εμπεριστατωμένο λόγο της!


* Η Εμμανουέλα Δούση είναι Καθηγήτρια στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, διευθύντρια του Εργαστηρίου Ευρωπαϊκής Ενοποίησης και Πολιτικής και κάτοχος της έδρας UNESCO στην κλιματική διπλωματία.

Σπούδασε πολιτικές επιστήμες και νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στη Σορβόννη στο Παρίσι (Paris I). Είναι κάτοχος δύο μεταπτυχιακών διπλωμάτων (δημόσιο διεθνές δίκαιο και δίκαιο περιβάλλοντος) και διδακτορικού στο διεθνές δίκαιο. Έχει διδάξει ως επισκέπτρια καθηγήτρια σε πολλά πανεπιστήμια στη Γαλλία και έχει διατελέσει επισκέπτρια ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης και στο European University Institute. Είναι μέλος της IUCN World Commission on Environmental Law, της Επιτροπής της International Law Association για το ρόλο του διεθνούς δικαίου στη βιώσιμη διαχείριση των φυσικών πόρων και μέλος του Εθνικού Συμβουλίου για την Προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή. Προσφάτως της απονεμήθηκε το διεθνές βραβείο CISDL – Natural Resources Legal Specialist Award 2021 για το έργο της σχετικά με τη βιώσιμη διαχείριση των φυσικών πόρων.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ