Έχοντας μόλις κλείσει τον τέταρτο μήνα της θητείας του, στις 11 Νοεμβρίου 2019  ο Υπουργός Εσωτερικών  Τάκης Θεοδωρικάκος ανήρτησε στον διαδικτυακό τόπο διαβουλεύσεων του Υπουργείου νέα Πρόταση Νόμου με τίτλο  «Διευκόλυνση Άσκησης Εκλογικού Δικαιώματος Εκλογέων που βρίσκονται εκτός ελληνικής Επικράτειας». Η Πρόταση Νόμου παρέμεινε ανοιχτή στον σχολιασμό και την κατάθεση των προτάσεων του ευρέος κοινού του διαδικτύου για μια εβδομάδα. Στις 2 Δεκεμβρίου το Νομοσχέδιο κατατέθηκε και στη Βουλή, ενώ η διαδικασία ψήφισής του πραγματοποιήθηκε χτες, Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2019, αργά το βράδυ. Επί της αρχής, το νομοσχέδιο έλαβε εν τέλει 288 θετικές ψήφους, 7 αρνητικές και 1 “παρών”, δηλαδή ξεπέρασε κατά πολύ την απαιτούμενη πλειοψηφία των 200 βουλευτών, μη συναντώντας δε τις φιλοδοξίες του κ. Μητσοτάκη για 300 θετικές ψήφους, τις οποίες επεδίωκε για συμβολικούς λόγους. Αλλά και μεμονωμένα τα άρθρα δε συγκέντρωσαν λιγότερες από 206 θετικές ψήφους. Όπως ήταν αναμενόμενο, τόσο ο πολιτικός όσο και ο επιστημονικός διάλογος βρίσκονται σε έξαρση με αφορμή τα παραπάνω γεγονότα της πολιτικής επικαιρότητας. Με βάση τα δεδομένα της απογραφής του 2011, υπολογίζεται κατά προσέγγιση ότι 2 εκατομμύρια Έλληνες πολίτες που είναι ήδη εγγεγραμμένοι στους ελληνικούς εκλογικούς καταλόγους έχουν αυτή τη στιγμή μόνιμη κατοικία στο εξωτερικό. Το 1/4 εξ’αυτών εγκατέλειψε την Ελλάδα την τελευταία δεκαετία.

Το εν λόγω σχέδιο νόμου έρχεται για να ενεργοποιήσει μια δυνατότητα που αναγνωρίζει το ίδιο το Σύνταγμα στο άρθρο 51 παρ. 4 στους Έλληνες πολίτες που κατά τον χρόνο διενέργειας εκλογών στην Ελλάδα δε βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος. Η διάταξη αυτή του ισχύοντος Συντάγματος του 1975 χορήγησε για πρώτη φορά στον εσωτερικό νομοθέτη τη διακριτική ευχέρεια να θεσπίσει για τους Έλληνες του εξωτερικού το δικαίωμα να συμμετέχουν στην εκλογική διαδικασία, κάνοντας χρήση της επιστολικής ψήφου ή οποιουδήποτε άλλου πρόσφορου μέσου. Ως προϋπόθεση τίθεται να εξασφαλίζεται ότι η καταμέτρηση και η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων θα γίνεται παντού την ίδια χρονική στιγμή. Φυσικά, για να τύχει αυτό το δικαίωμα υλικής υπόστασης, απαιτείται αντίστοιχος νόμος που να ρυθμίζει τα της πργμάτωσής του. Μέχρι και σήμερα, επί 44 συνεχή έτη δε βρέθηκε καμιά κοινοβουλευτική πλειοψηφία που να ενεργοποιήσει αυτή τη δυνατότητα. Μάλιστα, με την αναθεώρηση του 2001 η υλοποίηση της διευκόλυνσης κατέστη ακόμη δυσκολότερη, εφόσον έκτοτε απαιτείται η αυξημένη πλειοψηφία των 2/3 του συνολικού αριθμού των βουλευτών για να ψηφιστεί και να τεθεί σε ισχύ ο σχετικός νόμος.

Τι προβλέπεται, όμως, ακριβώς; Σύμφωνα με το καταρτισθέν  νομοσχέδιο, η δυνατότητα άσκησης του δικαιώματος του εκλέγειν χορηγείται όχι μόνο σε όσους Έλληνες πολίτες διαμένουν μόνιμα στην αλλοδαπή, αλλά και σε όσους τυχαίνει να βρίσκονται εκτός της εθνικής επικράτειας κατά τον χρόνο διενέργειας εκλογών για επαγγελματικούς ή άλλους λόγους. Υπογραμμίζοντας την ιδιότητα του πολίτη, πρέπει ο δικαιούχος να έχει την ελληνική ιθαγένεια.  Έλληνες του εξωτερικού που τυχόν έχουν αμελήσει την απόκτηση του πολιτικού δεσμού με τη χώρα τους, δεν έχουν φυσικά δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι και άρα προφανώς εξαιρούνται από τη ρύθμιση. Αυτό έχει μεγάλη σημασία, καθώς δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις Ελλήνων 2ης, 3ης ή μεγαλύτερης γενιάς μεταναστών στο εξωτερικό που δεν μερίμνησαν να λάβουν την ελληνική ιθαγένεια. Στην ελληνική έννομη τάξη για την απόδοση της ιθαγένειας ισχύει κατ’αρχήν το δίκαιο του αίματος (jus sanguinis). Μπορεί δηλαδή να αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια οποιοσδήποτε είναι σε θέση να αποδείξει ότι έχει τουλάχιστον έναν πρόγονο Έλληνα. Μάλιστα, η απόκτηση μπορεί να γίνει αναδρομικά από τη γέννηση του προσώπου, μέσω του μηχανισμού αναγνώρισης ή καθορισμού της ιθαγένειας. Στον αντίποδα, το δίκαιο του εδάφους (jus soli) υιοθετείται από τον ελληνικό Κώδικα Ιθαγένειας στη βάση σημαντικών περιορισμών (π.χ. δεν αρκεί ένα τέκνο να έχει γεννηθεί στην Ελλάδα αλλά και ένας τουλάχιστον γονέας του να έχει γεννηθεί στην ημεδαπή και έκτοτε να διανέμει μόνιμα εντός αυτής).

            Έπειτα, ως σωρευτικές προϋποθέσεις τέθηκαν: οι δικαιούχοι να είναι εγγεγραμμένοι στον εκλογικό κατάλογο δήμου της Ελληνικής Δημοκρατίας, να έχουν ζήσει τουλάχιστον 2 χρόνια στην Ελλάδα τα τελευταία 35 έτη, καθώς και να έχουν υποβάλει φορολογική δήλωση κατά το τρέχον ή το προηγούμενο φορολογικό έτος. Από την πλήρωση της τρίτης προϋπόθεσης εξαιρείται όποιος δεν έχει συμπληρώσει τα 30 έτη ή έχει συγγενείς Α’ βαθμού, οι οποίοι έχουν ως ανωτέρω φορολογική δήλωση. Η πρόβλεψη αφορά εθνικές εκλογές, ευρωεκλογές, καθώς και τη διεξαγωγή εθνικού δημοψηφίσματος. Η άσκηση του δικαιώματος θα μπορεί να γίνει αυτοπροσώπως στην αρμόδια ελληνική διπλωματική αρχή (πρεσβεία ή προξενείο), αυστηρά για όσο παραμένουν ανοιχτές οι κάλπες στην ελληνική επικράτεια. Ο αριθμός των βουλευτικών εδρών που απονέμεται σε κάθε Εκλογική Περιφέρεια του Εξωτερικού θα ανακοινώνεται από τη Διεύθυνση Εκλογών του ΥΠΕΣ 60 ημέρες πριν τη έναρξη της εκλογικής αναμέτρησης, ανάλογα με τον αριθμό των εκλογέων που θα έχουν έως τότε εγγραφεί στις 7 Εκλογικές Περιφέρειες της Διασποράς. Με βάση αυτό τον αριθμό εδρών θα καθορίζεται φυσικά και ο αριθμός εδρών που απομένει για τις εντός επικράτειας εκλογικές περιφέρειες. Στο νομοσχέδιο ρυθμίζονται και τα διάφορα λοιπά τεχνικά ζητήματα.

Το κρίσιμο είναι όμως ότι αυτή η ομολογουμένως πρωτοποριακή ρύθμιση εύλογα θρέφει πλήθος προβληματισμών. Στα θετικά της σημεία, μπορεί να υποστηριχτεί ότι το εκλογικό σώμα το οποίο προσεγγίζεται, αν και άγνωστο ακόμη κατά την σύνθεση, την ποιότητα αλλά και τα αριθμητικά του δεδομένα, παρουσιάζεται αποκομμένο εκ των πραγμάτων από το πελατειακό σύστημα της Ελλάδας. Επίσης, μπορεί να θεωρηθεί βέβαιο ότι δεν επηρεάζεται με τον ίδιο τρόπο με τους εντός επικράτειας ψηφοφόρους. Από την άλλη δε, έχει εκφραστεί ο φόβος ότι η επιστολική ψήφος, ελλείποντος του εκλογικού παραβάν, είναι πιο εύκολα χειραγωγίσιμη. Γι’αυτό, αλλά και για λόγους ισοτιμίας, ιδανικά θα πρέπει να τηρείται και στο εξωτερικό η ίδια εκλογική διαδικασία με αυτήν εντός της επικράτειας. Έπειτα, αμφιβολίες ανακύπτουν περί της βαρύτητας της ψήφου: δεν είναι διόλου βέβαιο ότι η ψήφος του Έλληνα πολίτη κάτοικου του εξωτερικού θα πρέπει να είναι ισοβαρής με αυτήν του Έλληνα που διαμένει μόνιμα, εργάζεται, δραστηριοποιείται στην ελληνική επικράτεια. Είναι προφανές ότι είναι αισθητά δυσκολότερο για τον πρώτο να συλλάβει τις ανησυχίες, τα προβλήματα και τις ανάγκες της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας. Εξάλλου, αν και δυσάρεστο, έχει παρατηρηθεί το γεγονός ότι στην  πλειοψηφία τους οι Έλληνες που αποδήμησαν εντός της τελευταίας δεκαετίας αποχώρησαν από την Ελλάδα βαθιά απογοητευμένοι από τις πολιτικές και οικονομικές συγκυρίες, ώστε σήμερα τίθεται υπό αμφισβήτηση η πρόθεσή τους για ενεργό συμμετοχή στα ελληνικά πράγματα. Παρ’ όλα αυτά, οι διάφορες κοινοβουλευτικές δυνάμεις συνέκλιναν στην ισοτιμία των ψήφων των Ελλήνων στην ημεδαπή και των Ελλήνων του εξωτερικού.

Πέρα από όλα αυτά όμως ανακύπτει και ένα πρόσθετο ερώτημα: γιατί να μπορούν να ψηφίζουν εξ’αποστάσεως όσοι Έλληνες βρίσκονται στο εξωτερικό κατά τη διενέργεια εκλογών στο εσωτερικό της χώρας, όχι όμως (το πιθανότερο με επιστολική ψήφο) όσοι Έλληνες τυχαίνει να βρίσκονται εντός Ελλάδος αλλά μακριά από τον συνήθη τόπο διαμονής τους ή τον τόπο του εκλογικού τους τμήματος κατά τον χρόνο αυτό; Κάτι τέτοιο φαίνεται να παραβιάζει τη θεμελιώδη αρχή της ισότητας.

Εν πάσει περιπτώσει, πρόκειται μάλλον για θετική εξέλιξη στην εκλογική διαδικασία. Αν και ο νομοθέτης αυτή τη στιγμή δεν έχει καν καθαρή εικόνα για το σύνολο των ατόμων στα οποία στοχεύει (target group), το αντίθετο δύσκολα μπορεί να υποστηριχθεί. Φαίνεται ότι έφτασε, μετά από πολύ καιρό και πλήθος προσπαθειών, η κατάλληλη πολιτική συγκυρία για την υλοποίηση της ψήφου των αποδήμων. Τώρα δεν μπορούμε παρά να αναμένουμε με ενδιαφέρον τις περαιτέρω εξελίξεις.

Πηγή εικόνας: https://www.reporter.gr/Eidhseis/Politikh/391944-Ellada-Pshfos-Apodhmwn-Mia-diachronikh,-yperkommatikh-apotychia

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ