Ένα κείμενο από τη Διδώ Στόικου

Είμαι λάτρης της Αθήνας. Κι ακόμη περισσότερο, είμαι λάτρης των αχανών, θορυβωδών πόλεων, με τους πολλούς ανθρώπους, με τους λογιών λογιών ανθρώπους, με την αναζωογονητική- για τα μάτια μιας 21χρονης- ένταση, με τις ταχύρρυθμες αλλαγές. Αγαπώ να νιώθω πως βρίσκομαι στην καρδιά των μεταβολών και είμαι εθισμένη στην αρμονία του χάους και στη δύναμη που αποπνέουν οι πρωτεύουσες. Έτσι, μου ήταν δύσκολο να συμμεριστώ τον έρωτα πολλών για τη Θεσσαλονίκη.

Την επισκέφτηκα για πρώτη φορά τον Απρίλη. Θυμάμαι τις κουβέντες ενός φίλου, όταν είχα αναφερθεί στο ταξίδι που επρόκειτο να κάνω: «Η Θεσσαλονίκη είναι πλανεύτρα. Αν πας μια φορά, πάντα θα θες να γυρίζεις». Θυμάμαι και πως τότε, αμύητη ακόμα, δεν τον πήρα στα σοβαρά. Κι έπειτα θυμάμαι, μεθυσμένη πια, να ερωτεύομαι κι εγώ, όπως και πολλοί, καθετί σ’ αυτή την ρομαντική πόλη, που δεν θύμιζε σε τίποτα τις δυναμικές μεγαλουπόλεις που τείνω να ερωτεύομαι συνήθως.

Τα πρωινά, η Θεσσαλονίκη ξυπνά νωρίς. Ή πάλι, πιάνει κανείς τον εαυτό του να αναρωτιέται αν η πόλη κοιμήθηκε ποτέ. Η εικόνα των ποδηλάτων στην παραλία μοιάζει να επιβάλλει στον επισκέπτη ένα αίσθημα ανεμελιάς και ευεξίας, κι αμέσως, δίχως να ξέρεις πώς, νιώθεις ξεκούραστος κι ανάλαφρος. Στα Λουλουδάδικα, μοσχοβολάει τριαντάφυλλο, βασιλικός και δυόσμος και οι πολύχρωμες εικόνες παίρνουν πνοή από τις εύθυμες φωνές και τα γέλια. Η θύμηση της υπαίθριας αγοράς μπαχαρικών, λίγα βήματα μακριά, φέρνει στο νου μου το άρωμα του φρεσκοαλεσμένου καφέ, του μοσχοκάρυδου και του γαρίφαλου. Μαζί της, φέρνει εικόνες ανεπαίσθητες των ανθρώπων, γελαστών, ζεστών σαν Έλληνες, οικείων σαν να τους ήξερες, θαρρείς, από παλιά.

Αυτή την αμεσότητα- την αφοπλιστική συχνά- των ανθρώπων της Θεσσαλονίκης ξεκίνησα να την παρατηρώ συνειδητά όταν φωλιάστηκε στο μυαλό μου η αίσθηση πως, η γλυκύτητα που αναβλύζουν, συνυφαίνεται μ’ ένα άλλο, πολύ ξεχωριστό, γνώρισμα της πόλης: στη Θεσσαλονίκη, οι άνθρωποι τρώνε καλά. Πολύ καλά. Κι όταν μια παρέα μαζεύεται γύρω από ένα τραπέζι με καλό φαγητό, έρχεται και η καλή διάθεση, φυσικά και ανεπιτήδευτα. Και ξαφνικά, γελάς. Κουβεντιάζεις με τον διπλανό σου, ατενίζεις στο βάθος τα φώτα του Θερμαϊκού, οι έγνοιες σου γίνονται πουλιά αποδημητικά, κι εσύ γελάς…

Τα βράδια, η Θεσσαλονίκη φοράει τα καλά της. Η θάλασσα καθρεφτίζει τον έναστρο ουρανό, η παραλιακή πλημμυρίζει με κόσμο, ο Λευκός Πύργος φωταγωγείται επιβλητικά και η ανοιξιάτικη δροσιά προμηνύει δειλά το καλοκαίρι που έρχεται. Στα Λαδάδικα, κατάμεστα από φοιτητές και παρέες, ο παλμός του γλεντιού χτυπά δυναμικά, χρωματίζοντας την πολύμορφη όψη της πόλης. Μα κι από πιο ψηλά, απ’ τα πλακόστρωτα σοκάκια της Άνω Πόλης, η θέα του Θερμαϊκού φαντάζει σχεδόν μαγική. Ο χρόνος κοκκαλώνει σε μια δραπέτευση προσωρινή, με το φεγγάρι να λούζει τα νερά και τα Βυζαντινά Κάστρα γύρω σου, να σε παρασέρνουν σ’ άλλα ταξίδια του μυαλού, σ’ άλλα χρόνια.

Η Θεσσαλονίκη, όπως την βίωσα εγώ, παντρεύει αρμονικά τον ερωτισμό του παρελθόντος με ανανεωτική αύρα του τώρα. Την ηχηρή παρουσία του πανεπιστημίου, κορωνίδα της πνευματικής ζύμωσης, διαμορφώνει τελικά μια πόλη ζωντανή, με νεανική φλέβα, με πάθος για την εξέλιξη και τη δημιουργία. Μια πόλη που ενθαρρύνει τη μέθεξη ιδεών και την άνθιση του πολιτισμού, που φιλοξενεί την τέχνη, όπως λόγου χάρη στο πλαίσιο του ετήσιου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, και ενδιαφέρεται για την επιστημονική αιχμή. Μια πόλη με εξωστρέφεια και στόφα κοσμοπολιτισμού.

Στο ταξίδι αυτό, θυμάμαι να διατελείται μπροστά στα μάτια μου μια ώσμωση πολιτισμών, Ανατολής και Δύσης, που μπολιάζει την κουζίνα, την αρχιτεκτονική των δρόμων, τον ίδιο τον πηγαίο χαρακτήρα της πόλης. Αν η Θεσσαλονίκη ήταν γυναίκα, θα ήταν σίγουρα πληθωρική, χυμώδης, μυστηριακή, γεμάτη ζωντανές ιστορίες να διηγηθεί. Κι αν ήταν γεύση, θα ήταν η γλύκα την άχνης ζάχαρης και της κανέλλας πάνω στην μπουγάτσα, που απολαμβάναμε ρεμβάζοντας στην πλατεία Αριστοτέλους. Πιστεύω πως τα ταξίδια είναι βάλσαμο και περιπλάνηση του μυαλού, της ψυχής και των ματιών, όλα εξίσου, και η πόλη αυτή συναρπάζει όλες τις αισθήσεις. Λογίζεται χάρισμα για έναν τόπο να είναι ελκτικός, μαγνητικός, με υφή τέτοια που να μην δύναται να εξορθολογιστεί η έλξη εκείνη που ασκεί. Κάτι στη μυσταγωγική ομορφιά, κάτι στη νοσταλγική αίγλη της Θεσσαλονίκης, κάτι σύνθετο και αδιόρατο… Κάτι αόριστο και σαγηνευτικό, με καλεί από τότε να γυρίζω.

Ίσως να είναι που γνωρίζω, ήδη πριν ξαναπάω, πως μένουν κι άλλα μυστικά της που δεν έχω ανακαλύψει ακόμη.


*Οι φωτογραφίες τραβήχτηκαν από την αρθρογράφο

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ