Γιατί να καταργηθεί η Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής;

1
Πηγή εικόνας: dete.gr

Γράφει η Όλγα Κωστοπούλου Κυρίμη.

Τις τελευταίες μέρες, το θέμα για την ελάχιστη βάση εισαγωγής έχει αναδυθεί και πάλι στην επιφάνεια, με αφορμή την πρόσφατη προεκλογική δέσμευση του ΣΥΡΙΖΑ Π.Σ. για κατάργησή της από τις φετινές κιόλας πανελλήνιες εξετάσεις.

Ανεξάρτητα από την ηθική διάσταση αυτής της δήλωσης, την οποία μπορεί ο καθένας να αξιολογήσει με τα προσωπικά του κριτήρια, είναι βέβαιο ότι αξίζει να αναρωτηθούμε ποια θα είναι τελικά τα μακροπρόθεσμα οφέλη από την εφαρμογή αυτού του μέτρου, καθώς και τι είναι αυτό που θέλουμε πραγματικά να αλλάξουμε στην παιδεία της χώρας μας.

Ενδεικτικά, από τους 80.000 υποψηφίους που συμμετέχουν κατά μέσο όρο στις πανελλαδικές εξετάσεις κάθε χρόνο, οι 20.000 στερούνται του δικαιώματος εισόδου στα πανεπιστήμια λόγω της ισχύος της ελάχιστης βάσης εισαγωγής. Ποιες είναι λοιπόν οι επιλογές όλων αυτών των ατόμων την επόμενη μέρα;

Πρώτη επιλογή: Επανάληψη πανελλήνιων εξετάσεων. Αυτή η διέξοδος συνεπάγεται προετοιμασία ενός τουλάχιστον χρόνου για τους μαθητές, αλλά και έξοδα φροντιστηρίων, τα οποία θα επιβαρύνουν όσους γονείς έχουν ακόμα την απαιτούμενη οικονομική ευχέρεια.

Δεύτερη επιλογή: Δημόσια ΙΕΚ. Οι υποψήφιοι έχουν πλέον τη δυνατότητα να δηλώσουν σε ξεχωριστό μηχανογραφικό Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης, και σε ορισμένες περιπτώσεις να εισαχθούν μετέπειτα μέσω αυτών σε ΑΕΙ συναφούς με το ΙΕΚ τομέα με κατατακτήριες εξετάσεις. Ωστόσο τα ΙΕΚ αντιστοιχούν σε πτυχία επιπέδου 5, όπως είναι τα πτυχία που λαμβάνουν οι απόφοιτοι των Επαγγελματικών Λυκείων μετά από τη μαθητεία. Αυτό και μόνο το γεγονός, αλλά και η σύντομη διάρκεια των σπουδών τους, καθιστούν δυσοίωνες τις επαγγελματικές προοπτικές των αποφοίτων, σε μία εποχή που η ανεργία των νέων εξακολουθεί να θερίζει.

Τρίτη (και φαρμακερή) επιλογή: Ιδιωτικά ΙΕΚ και κολλέγια. Πολλά από τα γνωστά ιδιωτικά κολλέγια στην Ελλάδα συνάπτουν συνεργασίες με πανεπιστήμια του εξωτερικού, σε χώρες όπως η Αγγλία και η Γαλλία, δίνοντας στους υποψηφίους τη δυνατότητα να αποκτήσουν πτυχίο ίσης βαρύτητας με εκείνο του αντίστοιχου ιδρύματος στο εξωτερικό. Παρά τις αλλεπάλληλες κρίσεις που πλήττουν τη χώρα μας εδώ και πάνω από μία δεκαετία, τα ιδιωτικά κολλέγια καταγράφουν ασυνήθιστα υψηλά κέρδη, καθώς νέα «campuses» ξεφυτρώνουν καθημερινά. Αυτά τα ιδρύματα αντλούν σε μεγάλο βαθμό την πελατεία τους από τους μαθητές που δεν κατάφεραν να επιτύχουν στις πανελλήνιες, οι οποίοι πολλές φορές, λόγω της οικονομικής τους στενότητας, τελικά αναγκάζονται να εργαστούν για να μπορέσουν να ανταποκριθούν στα υψηλά δίδακτρα των κολλεγίων. Φυσικά τα ιδιωτικά πανεπιστήμια αποτελούν εξαιρετική επιλογή επίσης για τα άτομα υψηλού βιοτικού επιπέδου, που δεν χρειάζεται να βιώσουν το Γολγοθά των πανελληνίων και έτσι διαθέτουν ένα απευθείας εισιτήριο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Τέταρτη επιλογή: Σπουδές στο εξωτερικό. Αν ένας μαθητής επιθυμεί να ακολουθήσει λόγου χάρη την ιατρική επιστήμη και δεν καταφέρει να αγγίξει τα 19.000+ μόρια που απαιτούν οι περισσότερες ιατρικές σχολές στην Ελλάδα, έχει τη δυνατότητα -ακόμα κι αν στις πανελλήνιες είχε γράψει 1.500 μόρια- να σπουδάσει κάλλιστα σε χώρες όπως η Βουλγαρία και η Ιταλία, και όταν ολοκληρώσει τις σπουδές του, να επιστρέψει και να εργαστεί πάνω στο αντικείμενό του.

Πέμπτη και τελευταία επιλογή: Αναζήτηση εργασίας. Μιας και «οι Έλληνες θέλουν οπωσδήποτε να στείλουν τα παιδιά τους στο πανεπιστήμιο, ακόμα και αν αυτά δεν είναι ικανά να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του», τα ελληνόπουλα διαθέτουν την «εξαιρετική» επιλογή της αναζήτησης εργασίας στα 18 τους, χωρίς να κατέχουν καμία προϋπηρεσία ή κατάρτιση, έτσι ώστε να ξεκινήσουν τη σταδιοδρομία τους, λαμβάνοντας τον κατώτατο μισθό, ο οποίος ενδέχεται να μην μπορεί να καλύψει ούτε τα έξοδα της βασικής τους επιβίωσης.

Με όλα τα παραπάνω ως δεδομένα, είναι απογοητευτικό το γεγονός ότι στην Ελλάδα φαίνεται να ενοχλεί η είσοδος υποψηφίων σε Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα με χαμηλές επιδόσεις, διότι φαινομενικά αυτό το γεγονός ευθύνεται για τη χαμηλή ποιότητα των σπουδών στα ελληνικά πανεπιστήμια. Ωστόσο, δε δυσαρεστεί κανέναν ότι ο οποιοσδήποτε, χωρίς κανένα απολύτως αξιοκρατικό κριτήριο αλλά μόνο με οικονομικούς όρους, διαθέτει την απόλυτη ελευθερία να εισαχθεί σε ιδιωτικό κολλέγιο ή να σπουδάσει στο εξωτερικό, και μετέπειτα να βρεθεί να ανταγωνίζεται τους αποφοίτους των αναγνωρισμένων ελληνικών πανεπιστημίων. Και στην τελική, γιατί να μην επιλέξει κανείς το ιδιωτικό κολλέγιο, όταν η ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης στην Ελλάδα βρίσκεται στα καλύτερά της και τα επαγγελματικά δικαιώματα του δίνονται πλέον απλόχερα;

Ας είμαστε ειλικρινείς: ζούμε στη χώρα όπου τα 10.000 μόρια σε καθιστούν ανίκανο και ανεπαρκή, αλλά τα 10.000 ευρώ σε χρήζουν με συνοπτικές διαδικασίες φοιτητή αναγνωρισμένου Αγγλικού πανεπιστημίου!

Και σε 3 χρόνια, είσαι έτοιμος να εργαστείς ως δικηγόρος, πληροφορικάριος, νηπιαγωγός και σχεδόν ό,τι άλλο έχεις (ή όχι) ονειρευτεί. Αν πράγματι η ποιότητα σπουδών στα ελληνικά πανεπιστήμια αποτελεί αντικείμενο προβληματισμού για την πολιτεία, καλό θα ήταν αυτή να διοχετεύσει την ενέργειά της πρωτίστως στην επούλωση των βαθύτερων πληγών του εκπαιδευτικού συστήματος, όπως είναι η υποστελέχωση, η υποχρηματοδότηση και τα απαρχαιωμένα βιβλία και προγράμματα σπουδών.

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Από την παιδαριώδη αυτήν ανάλυση απουσιάζει παντελώς αναφορά στην μακροοικονομική διάσταση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και συγκεκριμένα στην προέλευση των κεφαλαίων που δαπανώνται για αυτήν. Κοινώς, πρέπει να πληρώνουμε εμείς τις σπουδές ακόμα και του μαθητή του 10/20 μην τυχόν και πάει σε ιδιωτικό. Φυσικά η κειμενογράφος δεν προτείνει την προφανέστατη λύση που πιθανώς -κρίνοντας από τις ανωτέρω τοποθετήσεις- θεωρεί κακιά λέξη: αξιολόγηση.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ