Δεν είναι λίγα τα φαινόμενα εκείνα που δικαιολογημένα έφεραν στο προσκήνιο το ζήτημα περί άρσης του πανεπιστημιακού ασύλου· προπηλακισμοί, ξυλοδαρμοί φοιτητών και καθηγητών, καταλήψεις αιθουσών και ολόκληρων κτηρίων, καταστροφή των υποδομών, αποθήκευση πυρομαχικών για οδομαχίες, διακίνηση ναρκωτικών. Πρόκειται για μια πραγματικότητα που εύλογα έχει εγείρει αντιδράσεις από αρκετούς πολίτες, πολύ περισσότερο όμως από τους ανθρώπους που σχετίζονται άμεσα με τα ακαδημαϊκά ιδρύματα. Καλόν είναι όμως να θέσουμε τα πράγματα σε μια σειρά εξετάζοντας αφενός το πλαίσιο που οδήγησε στην ανάγκη για την νομοθετική κατοχύρωση του πανεπιστημιακού ασύλου, διερευνώντας αφετέρου κατά πόσον η νομοθετική αυτή κατοχύρωση συνέβαλε στην εύρυθμη λειτουργία του πανεπιστημίου εν γένει.

Στο Πανεπιστήμιο η κοινωνία στοχάζεται τον εαυτό της.

Η έννοια του ασύλου κρατάει την ιστορία της από την αρχαιότητα, όπου κάθε κατατρεγμένος μπορούσε να προσφύγει σε χώρους ιερούς ζητώντας προστασία. Πρόκειται για το χώρο όπου ο νόμος των ανθρώπων, όπως αυτοί τον ορίζουν σε κάθε χρονική συγκυρία, παύει να ισχύει καθώς γίνεται επίκλιση δύναμης ανώτερης της πολιτείας. Το πανεπιστημιακό άσυλο στοιχειοθετείται ως μια περιοχή μη καταδίωξης στην οποία μπορεί ακώλυτα να αναπτύσσεται αμφισβήτηση και κριτική, ακόμα και απέναντι στο σύστημα. Στο Πανεπιστήμιο, δηλαδή, η κοινωνία στοχάζεται τον εαυτό της.

Στην νεότερη ελληνική πραγματικότητα, το άσυλο ήρθε το 1975 ως απάντηση στην κατασταλτική βία της δικτατορίας των συνταγματαρχών, με αποκορύφωμα για τα εκπαιδευτικά τεκτενώμενα την εισβολή του τανκ στο Πολυτεχνείο. Αξίζει να σημειωθεί πως παρά τη νωπές πληγές της επταετίας, συνειδητά δεν κατοχυρώθηκε συνταγματικά το πανεπιστημιακό άσυλο καθώς υπήρχαν εύλογες επιφυλάξεις για τους κινδύνους που κάτι τέτοιο θα έτρεφε. Στο άρθρο 16.1 του Συντάγματος κατοχυρώνεται η ελευθερία της επιστήμης, της έρευνας και της τεχνολογίας Σε τι αποσκοπεί, λοιπόν, η επιβολή περιορισμών στην επέμβαση του κράτους σήμερα;

Η βία αποτελεί επί της ουσίας βιασμό του ασύλου.

Μάλλον αποτελεί ένα παθογενές ελεύθερο πεδίο που συντηρεί συνθήκες παρανομίας και ατιμωρησίας. Η Διοίκηση του Πανεπιστημίου που είναι αρμόδια να καλέσει την αστυνομία στις περιπτώσεις μη αυτεπάγγελτης επέμβασής της ολιγωρεί (δικαιολογημένα) στη σκιά του φόβου της αντίποινας. Έτσι γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι η υφιστάμενη κατάσταση όχι μόνο δεν προάγει την ελευθερία εντός του πανεπιστημίου, αλλά αντίθετα διαμορφώνει συνθήκες τυφλής και αναίτιας βίας. Η βία αποτελεί επί της ουσίας βιασμό του ασύλου. Πρόκειται για ένα χώρο στον οποίο έχει κατοχυρωθεί η εξασφάλιση περισσότερης ελευθερίας, επί της ουσίας όμως έχει διαμορφωθεί ένα πλαίσιο κατάργησης της ελευθερίας. Στη θέση της έρχεται και επιβάλλεται το δίκαιο του ισχυρότερου, το «δίκαιο» της μειοψηφίας των καταληψιών, της αυθαιρεσίας του κουκουλοφόρου και της εγκληματικότητας του κακοποιού. Όταν κάτι δεν εξυπηρετεί τις ανάγκες για τις οποίες δημιουργήθηκε, παύει ο λόγος ύπαρξής του.

Δεν πρέπει να εθελοτυφλούμε επικαλούμενοι τις συμβολικές προεκτάσεις του ασύλου ως μια κατάκτηση κοινωνικού αγώνα. Γιατί η εφαρμογή του στην πραγματικότητα μας διαψεύδει. Ούτε μπορούμε να αυτοεγκλωβιζόμαστε στη ρητορική ότι το άσυλο αποτελεί το τελευταίο ανάχωμα των φοιτητών για άσκηση πίεσης. Το Πανεπιστήμιο δεν πρέπει να είναι χώρος πολιτικής αντιπαράθεσης των κομμάτων. Απόλυτα και χωρίς εκπτώσεις, όμως, είναι ο χώρος της ατομικής και κοινωνικής αυτονομίας για ελεύθερη έκφραση και αντιπαράθεση πολιτικών ιδεών.

Σε νομικό επίπεδο άλλωστε το πανεπιστημιακό άσυλο αποτελεί μια πρωτοτυπία της ελληνικής έννομης τάξης καθώς δεν συναντάται σε καμία άλλη σύγχρονη δημοκρατία. Αποτελεί μεσαιωνική λογική, όπου το πανεπιστήμιο ήταν κράτος εν κράτει. Η Γαλλική επανάσταση κατήργησε όλα τα ισχύοντα άσυλα και με την Convention Nationale του 1972 κατοχυρώνεται πως «ο νόμος είναι το άσυλο όλων των πολιτών».

Η έννοια του ασύλου έρχεται επίσης σε ρήξη με τις έννοιες της ελευθερίας και της ισότητας, αφού διαμορφώνει ζώνες ελευθερίας μέσα στην κοινωνία.

Η έννοια του ασύλου έρχεται επίσης σε ρήξη με τις έννοιες της ελευθερίας και της ισότητας, αφού διαμορφώνει ζώνες ελευθερίας μέσα στην κοινωνία. Φαίνεται σαν η συμπεριφορά ενός πολίτη να μην χρειάζεται να συμμορφωθεί προς τους νομικούς περιορισμούς απλά και μόνον επειδή αυτός διαβαίνει την μάντρα του Πανεπιστημίου. Είναι σαν να παραχωρείται ευκαιριακά περισσότερη ελευθερία σε κάποιους, κάτι το οποίο έρχεται σε πλήρη σύγκρουση με την ακρογωνιαία αρχή της δημοκρατίας μας πως οι πολίτες είναι εξίσου ελεύθεροι. Στην αρχαιότητα τουλάχιστον, όσοι προσέφευγαν στα ομόλογα άσυλα, τους ναούς, προσέφευγαν ως ικέτες και σέβονταν τον «ιερό» χώρο. Υπήρχε ένας ανώτερος ηθικός νόμος που όριζε την συμπεριφορά τους. Στη σύγχρονη πραγματικότητα δεν πρόκειται για «ικέτες», αλλά για βέβηλους!

Το ιερό και απαραβίαστο στην δημοκρατία είναι η διασφάλιση της συνταγματικής νομιμότητας και όχι η κατοχύρωση θεσμών που εν τέλει οδηγούν στην διασάλευσή της. Αλίμονο αν υποστηρίζαμε πως μπορούμε να προάγουμε την ακαδημαϊκή ελευθερία με την αναστολή της συνταγματικής νομιμότητας. Η βία και η εγκληματικότητα δεν αποτελούν ούτε θεσμική κατοχύρωση ούτε ατομικό δικαίωμα ούτε άγραφο κανόνα. Δεν μπορούμε να αναμένουμε μεταστροφή συμπεριφοράς όλων αυτών που τόσο χρόνια καταστρέφουν το πανεπιστήμιο. Απαιτείται πολιτική βούληση για άμβλυνση των νοσηροτήτων στην οποία έχει εγκλωβιστεί το ελληνικό Πανεπιστήμιο. Και μια εκ προοιμίου προειδοποίηση προς τους κυβερνώντες: Η άρση του Πανεπιστημιακού ασύλου να μην αποτελέσει ένα εργαλείο αλαζονείας της εξουσίας αλλά έναν εγγυητή της ασφάλειας και της κοινωνικής συνοχής. Διαφορετικά η αντίδραση της κοινωνίας θα είναι εύλογα οξεία…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ