21.6 C
Athens
Δευτέρα, 20 Μαΐου, 2024

Ο βουλευτής και διεθνολόγος Δ. Καιρίδης στους Athenian Times | Μέρος 1: Ο Κόσμος μετά την πανδημία

Διαβάστε επίσης

Νίκος Δημητροκάλλης
Νίκος Δημητροκάλλης
Ο Νίκος Δημητροκάλλης γεννήθηκε το 2000 στην Αθήνα και είναι τριτοετής φοιτητής στη Νομική Αθηνών. Από τον Απρίλιο του 2020 αρθρογραφεί στους Athenian Times.

Όλοι παρακολουθούμε τις εξελίξεις, σε έναν κόσμο που αλλάζει συνεχώς. Η πανδημία του κορωνοϊού ήρθε να επισπεύσει με βίαιο τρόπο τις αλλαγές. Ποια θα είναι η επόμενη μέρα; Πώς θα επηρεαστούν οι κοινωνίες από την πανδημία; Θα ενισχυθούν τα μεταναστευτικά ρεύματα; Πώς θα διαμορφωθούν οι ισορροπίες μεταξύ των παγκόσμιων υπερδυνάμεων; Σε όλα αυτά, και σε πολλά άλλα, μας απαντάει ο κ. Δημήτρης Καιρίδης, ο οποίος μας έκανε την τιμή να μας παραχωρήσει μια μεγάλη συνέντευξη για όλα τα ζητήματα που μας απασχολούν.

Ο κ. Καιρίδης είναι ένας από τους βαθύτερους γνωστές των διεθνών ζητημάτων στην Ελλάδα, όντας Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, με μεγάλη ακαδημαϊκή πορεία σε πανεπιστήμια της Ελλάδας και του εξωτερικού. Στις 7 Ιουλίου του 2019 εξελέγη βουλευτής στον βόρειο τομέα Αθηνών με τη Νέα Δημοκρατία.

1) Ας ξεκινήσουμε τη συζήτησή μας με ένα θέμα που μας απασχολεί όλους, τον κορωνοϊό.  Πώς πιστεύετε ότι θα είναι η επόμενη ημέρα στην Ελλάδα, με την υγειονομική κρίση να υποχωρεί σταδιακά, και ποιες οι επιπτώσεις της πανδημίας σε κοινωνία και οικονομία;

Καταρχάς, το υγειονομικό σκέλος βρίσκεται σήμερα σε ύφεση, αλλά ενδεχομένως θα επανέλθει. Όσο δεν υπάρχει φάρμακο και εμβόλιο, υπάρχει μία γενική αβεβαιότητα, η οποία δεν επιτρέπει ασφαλή πρόβλεψη και στα υπόλοιπα μέτωπα, φερ΄ ειπείν αυτό της οικονομίας.  Είναι γεγονός ότι η χώρα μας τα κατάφερε καλύτερα από τα περισσότερα κράτη στην πρώτη φάση της αντιμετώπισης της υγειονομικής κρίσης. Τώρα έχουμε μπροστά μας έναν οικονομικό «Γολγοθά». Όπως είναι γνωστό, εξαιτίας της εξάρτησης της οικονομίας μας από τον τουρισμό και τις συναφείς υπηρεσίες του, για παράδειγμα τις μεταφορές και την εστίαση, η ελληνική οικονομία θα πληγεί, σύμφωνα με τις προβλέψεις, περισσότερο από τις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές οικονομίες.

Άρα μιλάμε για ένα πολύ δύσκολο 2020, με βαθιά ύφεση, ενδεχομένως διψήφια, και αύξηση της ανεργίας. Έχουμε, όμως, κάποια «όπλα» στη φαρέτρα μας. Το πρώτο είναι ότι η κρίση αφορά όλη την Ευρώπη και την κινητοποιεί ανάλογα. Επίσης, έχουμε κάποια διαθέσιμα και πρόσβαση στις αγορές που δεν είχαμε πριν από 10 χρόνια, και μία κυβέρνηση η οποία έχει σχέδιο και πορεύεται με συγκεκριμένες λύσεις σε αυτά τα ζητήματα. Εν κατακλείδι το 2020 θα είναι δύσκολο, αλλά μπορούμε να προσβλέπουμε σε σε μία σίγουρη ανάταξη μέσα στο 2021.

2) Είναι αυτή η κρίση όπως η προηγούμενη; Ή μήπως έχει κάποια διαφορετικά χαρακτηριστικά τα οποία οδηγούν στο να προκριθούν άλλοι τρόποι αντιμετώπισης;

Σε σχέση με την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-2009, που στη συνέχεια εξελίχθηκε σε κρίση στην Ευρωζώνης, η κρίση του κορωνοϊού έχει κάποια διαφορετικά χαρακτηριστικά. Αρχικά, στην κρίση αυτή δεν είμαστε μόνοι μας, όπως βρεθήκαμε κάποια στιγμή κατά την προηγούμενη κρίση. Έχουμε ισχυρούς συμμάχους στην Ευρώπη, όπως τις υπόλοιπες νότιες χώρες, για μία πιο αλληλέγγυα αντιμετώπιση του προβλήματος. Αυτό είναι πολύ σημαντικό. Είναι αλήθεια ότι αυτή η κρίση είναι περίεργη, γιατί αφορά την καθίζηση τόσο της ζήτησης, όσο και της προσφοράς. Είναι επίσης πολύ βαθιά και πρωτόγνωρη. Οπωσδήποτε, είναι κρίμα που μας βρήκε στο χρονικό σημείο της ανάρρωσης από την προηγούμενη κρίση. Ως προς τις πολιτικές επιπτώσεις, γνωρίζουμε ότι η προηγούμενη κρίση τροφοδότησε τον λαϊκισμό των άκρων, κάτι που στην πατρίδα μας το ζήσαμε πολύ έντονα και το πληρώσαμε πολύ ακριβά. Ξέρουμε ότι η κρίση πριμοδοτεί πολιτικά, τουλάχιστον στην πρώτη φάση της, τους σοβαρούς και τεχνοκρατικά επαρκείς ηγέτες, τύπου Μέρκελ και Κυριάκου Μητσοτάκη. Από την άλλη πλευρά, πλήττει τους κραυγάζοντες, διχαστικούς λαϊκιστές, τύπου Τραμπ, Ερντογάν, Μπολσονάρο.

Άρα, ασφαλής μακροπρόθεσμη πρόβλεψη δεν μπορεί να γίνει διότι δεν ξέρουμε πού θα είναι οι κοινωνίες σε ένα ή δύο χρόνια και αν θα αντιδράσουν ορθολογικά ή ανορθολογικά. Τουλάχιστον, όμως, ως προς το παρόν, αυτά είναι τα δεδομένα. Ο λαϊκισμός, βέβαια, δεν θα πεθάνει. Και δεν θα πέθαινε έτσι κι αλλιώς, γιατί είναι σύμφυτος, κατά μία έννοια, με το «παίγνιο» της δημοκρατίας. Αποτελεί μία παθογένεια την οποία θα πρέπει διαρκώς να αντιμετωπίζουμε. Σε ένα ακραίο σενάριο, που η πανδημία επιστρέφει και έχουμε έκρηξη της ανεργίας και μεγάλη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, μπορεί κανείς να φανταστεί ότι θα έχουμε και ενίσχυση των λαϊκιστικών αντιδράσεων.

3) Υποστηρίζεται ότι οι χώρες με ισχυρή κεντρική κυβέρνηση τα κατάφεραν καλύτερα στην αντιμετώπιση της κρίσης (η Ελλάδα, για παράδειγμα, αντιμετώπισε καλύτερα την κρίση από τις ΗΠΑ με τις πολλές πολιτείες και την αυτόνομη σχεδόν λήψη αποφάσεων σε κάθε πολιτεία). Σε αυτές τις συνθήκες, μήπως νομιμοποιούνται και ισχυροποιούνται ακόμα και τα αυταρχικά καθεστώτα; 

Υπάρχουν διαφορετικά σενάρια πολιτικών εξελίξεων, ανάλογα με τη σφοδρότητα της πανδημίας και την αποτελεσματικότητα των κυβερνητικών επιλογών που θα γίνουν.

Είναι διαφορετικό πράγμα ο συγκεντρωτισμός, και διαφορετικό ο αυταρχισμός ενός κράτους. Οπωσδήποτε, στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, εκτός από τις αδυναμίες της διακυβέρνησης Τραμπ, υπάρχει και το δομικό πρόβλημα του συντονισμού 50 πολιτειών και των Υπουργών Υγείας τους με την κεντρική διακυβέρνηση της Washington. Τα αυταρχικά κράτη, φερ’ ειπείν το Ιράν, ελέγχονται και αυτά για αναποτελεσματικότητα. Η Κίνα επίσης ελέγχεται για το γεγονός ότι δεν προχώρησε γρήγορα στην αντιμετώπιση της πανδημίας και, μέσα από έναν συνδυασμό μυστικοπάθειας και αδιαφάνειας, επέτρεψε στην πανδημία να εξαπλωθεί. Βεβαίως, στη συνέχεια επέβαλε μία αυστηρή καραντίνα με τρόπο αποτελεσματικό.

Αλλά δεν είναι βέβαιο ότι η αποτίμηση της αντιμετώπισης γέρνει υπέρ των αυταρχικών και σε βάρος των δημοκρατικών καθεστώτων. Υπάρχουν χώρες, όπως η Ελλάδα για παράδειγμα, οι οποίες σε τίποτα δεν αποδυνάμωσαν τη δημοκρατικότητα τους και παρ’ όλα αυτά αντιμετώπισαν με μεγάλη επιτυχία την κρίση.

4) Τι θα αλλάξει σε διεθνές επίπεδο εξαιτίας του κορωνοϊού; Ποια θα είναι η επόμενη ημέρα στις διεθνείς σχέσεις;

Υπάρχει ο κίνδυνος ενίσχυσης του εθνικισμού και του προστατευτισμού, που είναι το ακριβώς αντίθετο από αυτό που χρειαζόμαστε. Διότι, αν κάτι υπογραμμίζει η πανδημία, είναι το γεγονός ότι ή θα είμαστε όλοι ασφαλείς ή δεν θα είναι κανένας ασφαλής. Αυτό σημαίνει ότι όλοι μας έχουμε συμφέρον από την εξάλειψη και την αντιμετώπιση της πανδημίας σε κάθε γωνιά της γης. Διαφορετικά δημιουργούνται εστίες αναπαραγωγής και επιστροφής της πανδημίας στις χώρες μας. Κανείς δεν μπορεί να είναι ασφαλής, όσο υπάρχουν αυτές οι εστίες. Υπό αυτή την έννοια, ο κορωνοϊός υπογραμμίζει το ευρύτερο, ότι δηλαδή τα πολύ μεγάλα προβλήματα που έχουμε μπροστά μας ως ανθρωπότητα είναι διεθνή, και αντιμετωπίζονται μόνο μέσα από τη διεθνή συνεργασία.

Παρ’ όλα αυτά, λείπουν οι θεσμοί στο διεθνές σύστημα που θα διευκολύνουν μία τέτοια συνεργασία. Αντιθέτως, βλέπουμε ότι κυρίως η σημερινή κυβέρνηση των ΗΠΑ, οι οποίες παραδοσιακά ήταν η ηγέτιδα δύναμη σε αυτούς τους διεθνείς θεσμούς, στρέφεται εναντίον αυτών των διεθνών συνεργασιών, διότι θεωρεί ότι βλάπτουν το αμερικανικό συμφέρον. Αυτό είναι πάρα πολύ επικίνδυνο για τον κόσμο, αλλά και για την ίδια την Αμερική. Φοβάμαι ότι ο Τραμπ εκφράζει μία ευρύτερη άποψη και ότι ακόμα και αν ο Τραμπ χάσει τις εκλογές, ο «τραμπισμός» θα παραμείνει ως ισχυρή πολιτική δύναμη στην Washington. 

Από εκεί και πέρα, υπάρχει η Ευρώπη, η οποία και αυτή αναλίσκεται στις εσωτερικές διαμάχες και διαπραγματεύσεις της. Ταλανίζεται από μία εσωστρέφεια, η οποία δεν της επιτρέπει να καλύψει το κενό που αφήνει η μερική αποχώρηση της Αμερικής από τον κόσμο. Τέλος, υπάρχουν οι χώρες του «Τρίτου Κόσμου», πολλές εκ των οποίων πλούτισαν τελευταία, όπως κατ’εξοχήν η Κίνα, οι οποίες δεν ενδιαφέρονται τόσο να βρουν συλλογικές λύσεις στα διεθνή προβλήματα. Γιατί οι λύσεις αυτές περνούν μέσα και από τον δικό τους αυτοπεριορισμό, τον οποίον φυσικά δεν θέλουν. Άρα έχουμε μία ανθρωπότητα που στερείται της εμπνευσμένης εκείνης διεθνούς ηγεσίας, η οποία θα μπορούσε να προχωρήσει σε κάποιες λύσεις, την ώρα που τα προβλήματα, όπως για παράδειγμα η κλιματική αλλαγή, οξύνονται.

5) Ποιο είναι το νέο status quo που διαμορφώνεται σε παγκόσμιο επίπεδο; Με δεδομένη την αύξηση της ισχύος και της επιρροής της Κίνας και την εσωστρέφεια των ΗΠΑ, θα είναι Κίνα η υπερδύναμη που θα έχει την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία την επόμενη ημέρα;

Τουλάχιστον προς το παρόν, η Κίνα δεν θα είναι η μοναδική παγκόσμια υπερδύναμη. Οπωσδήποτε, θα είναι ισχυρός πόλος στην Ασία αλλά και γενικότερα και αυτό είναι λογικό μετά την αλματώδη οικονομική της άνοδο. Ως προς την Αμερική, πολλές φορές στο παρελθόν την είχαν «ξεγράψει». Την δεκαετία του 1960 με την άνοδο της σοβιετικής Ένωσης, την δεκαετία του 1970 και 1980 με την άνοδο της Ιαπωνίας, και σήμερα σήμερα με την άνοδο της Κίνας. Τα πράγματα όμως είναι πιο πολύπλοκα. Η Αμερική έχει την ικανότητα να αυτοανανεώνεται, επειδή είναι ένα ανοιχτό σύστημα που μπορεί και προσελκύει ιδέες και κεφάλαια από όλον τον υπόλοιπο κόσμο. Νομίζω ότι για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα θα συνεχίσει να είναι η πρώτη δύναμη παγκοσμίως. Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι οι πολιτικές επιλογές της θα είναι πάντα οι καλύτερες και δεν θα την αυτοϋπονομεύουν. Κρίσιμες για το μέλλον θα είναι οι προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου.

6) Πώς θα μπορέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση να γίνει ένας τρίτος, ενεργητικός πόλος, ανάμεσα σε ΗΠΑ και Κίνα, με αποφασιστική εμπλοκή στις διεθνείς υποθέσεις, τη στιγμή που η ίδια αντιμετωπίζει πολλά εσωτερικά προβλήματα;

Η Ευρωπαϊκή Ένωση, ως προς το οικονομικό σκέλος, δεν είναι ο τρίτος Πόλος, αλλά ο δεύτερος. Είναι ο υπ’ αριθμόν ένα εξαγωγέας του κόσμου και έχει μία αδιανόητα ισχυρή βιομηχανική υποδομή σε χώρες όπως η Γερμανία. Κερδίζει από την άνοδο της Κίνας, γιατί εξάγει πολλά προϊόντα στην κινεζική αγορά. Εμείς, στον Νότο, αρεσκόμαστε να βλέπουμε μόνο την κρίση της Ευρώπης και ξεχνάμε συχνά τις επιτυχίες της. Για παράδειγμα, την άνοδο χωρών όπως η Πολωνία. Πρώην χώρες του ανατολικού μπλοκ πραγματοποίησαν αλματώδη πρόοδο μέσα σε τριάντα χρόνια και ουδέποτε στην ιστορία τους δεν ήταν ευτυχέστερες. Αυτό δεν θα ήταν δυνατό αν δεν υπήρχε η ευρωπαϊκή ομπρέλα. 

Βεβαίως, υπάρχουν προβλήματα στην Ευρώπη. Ένα γενικό πρόβλημα είναι το τι θα γίνει με τον Νότο, ο οποίος έχει καταστεί λιγότερο ανταγωνιστικός, πιο γηρασμένος και κινδυνεύει να μπει σε μία παρακμή, από την οποία δύσκολα θα αποδράσει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η μερική πτώση της Ιταλίας. Η Ευρώπη, λοιπόν, έχει δυνατότητες, όπως άλλωστε έχει αποδείξει στις ενταγμένες χώρες από το πρώην ανατολικό μπλοκ, αλλά και στις Σκανδιναβικές χώρες οι οποίες προοδεύουν σε κάθε τομέα. Υπάρχουν βέβαια και πολύ μεγάλα προβλήματα, αλλά και ένας τραυματισμός της ευρωπαϊκής ιδέας, η οποία έχει αλλοιωθεί. Συχνά, δεν στοιχιζόμαστε πίσω από την ευρωπαϊκή ιδέα για τα θετικά που μπορούμε να αποκομίσουμε από αυτή, αλλά για να αποφύγουμε τα ενδεχόμενα αρνητικά της έλλειψής της. Αυτό είναι μακροπρόθεσμα επικίνδυνο. Θα πρέπει να ξαναεστιάσουμε στα θετικά της Ένωσης και ελπίζω ότι η κρίση του κορονοϊού θα αποτελέσει μία μεγάλη ευκαιρία. Διότι η Ευρώπη δεν μπορεί εύκολα να την κρύψει κάτω από το χαλί, όπως έκανε με την Ελλάδα πριν λίγα χρόνια, η οποία έκανε φυσικά και η ίδια μεγάλα λάθη. Το «ιταλικό», λοιπόν, πρόβλημα της Ευρώπης την θέτει προ των ευθυνών της. Γι’αυτό βλέπουμε και αισιόδοξα μηνύματα όπως η πρόσφατη γαλλογερμανική πρόταση.

7) Μειώνονται οι προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές λόγω διαφόρων παραγόντων, όπως είναι η απαγόρευση μετακίνησης από χώρα σε χώρα εξαιτίας του ιού, αλλά και η αλλαγή της πολιτικής μας σε αυτόν τον τομέα. Θα συνεχιστεί αυτό και στην μετά κορωνοϊό εποχή;

Οι μεταναστευτικές ροές είναι εδώ για να μείνουν, διότι οι μεγάλες ανισότητες και η ευκολία μετακινήσεων δημιουργούν μία μεταναστευτική δυναμική. Ιδίως αν ο «Τρίτος Κόσμος» πληγεί περισσότερο από την κρίση του κορωνοϊού, κάποιοι εκτιμούν ότι οι μεταναστευτικές ροές θα αυξηθούν. Το βέβαιον είναι ότι το μεταναστευτικό αποτελεί ένα περίπλοκο πρόβλημα και έχει προσελκύσει πολλή λαϊκίστικη ανοησία. Αυτό το καθιστά ακόμα πιο περίπλοκο στην διαχείριση του, διότι προτείνονται απλουστευτικές λύσεις, οι οποίες περισσότερο το επιδεινώνουν, παρά το επιλύουν. Αυτό που είναι σήμερα η κεντρική γραμμή της Ευρώπης, και αυτό που επιχειρεί και η Ελλάδα, είναι η διασφάλιση μιας μέσης οδού αντιμετώπισης του μεταναστευτικού/προσφυγικού. Από τη μία πλευρά, η Ευρώπη διατηρεί ενδεχομένως μία λελογισμένη μεταναστευτική ροή, για να τιμήσει την υπογραφή της, αλλά και για να προστατεύσει τους πρόσφυγες. Από την άλλη πλευρά έχει και εξωτερικά σύνορα. Και για να μην έχει εσωτερικά, οφείλει να προστατέψει τα εξωτερικά της σύνορα. Αυτό σημαίνει ότι οι ροές είναι απαραίτητο να ελέγχονται. 

Δεν μπορούμε να ξαναζήσουμε τις σκηνές του 2015. Και εδώ υπάρχουν τα δύο άκρα. Από τη μία, ένας αφελής δικαιωματισμός, ο οποίος δεν κατανοεί το φαινόμενο της χιονοστιβάδας που ενέχει η μετανάστευση. Το να δεχτείς, δηλαδή, μετανάστες, από ένα σημείο και μετά δεν λύνει το πρόβλημα, αλλά το επιδεινώνει. Διότι όσο περισσότερους μετανάστες έχεις στη χώρα, τόσοι περισσότεροι θα έρχονται, για να ενωθούν με τους συγγενείς τους που έχουν ήδη έρθει. Και αυτό το γνωρίζουν όσοι έχουν, έστω και ελάχιστα, ασχοληθεί με το ζήτημα. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει η ακροδεξιά, για την οποία ο μετανάστης είναι εχθρός, υπονομευτής της εθνικής ταυτότητας και της κοινωνικής γαλήνης. Για αυτό προτείνουν λύσεις όπως συρματοπλέγματα και κλείσιμο των συνόρων. Σίγουρα, υπάρχει παράτυπη μετανάστευση η οποία πρέπει να παταχθεί. Χρησιμοποιώ πολύ προσεκτικά τις λέξεις. Αλλά θα πρέπει να καθιερωθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση συνολικά και μία δίοδος νόμιμης μετανάστευσης, με βάση τις δικές της ανάγκες και προτεραιότητες για το καλό των κοινωνιών και των οικονομιών της, όπως έχει κάνει η Αυστραλία ή ο Καναδάς.

8) Το μεταναστευτικό έχει και μια άλλη όψη. 600.000 σχεδόν Έλληνες μετανάστευσαν τα χρόνια αυτά στο εξωτερικό. Υπάρχει τρόπος να επιστρέψουν κάποιοι από αυτούς;

Η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν πολιτικές δυνάμεις στην πατρίδα μας που δεν θέλουν να τους δουν να επιστρέφουν. Προτιμούν να τους έχουν «εκτός» και χωρίς ψήφο ή λόγο, προκειμένου να μην μειωθεί η πολιτική επιρροή τους. Είναι το γνωστό από την ιστορία μας φαινόμενο του «κοτζαμπασισμού». Από εκεί κι ύστερα, υπάρχει αυτή η διαρροή νέων στο εξωτερικό, η οποία δεν είναι μόνο ποσοτική, αλλά είναι και ποιοτική. Περιλαμβάνει υψηλής κατάρτισης νέο και δυναμικό πληθυσμό, τον οποίο στερείται η κοινωνία. Για αυτό θα πρέπει να δημιουργούμε τις προϋποθέσεις της επιστροφής τους, που σημαίνει μεταρρυθμίσεις για μία πιο παραγωγική και ανταγωνιστική οικονομία.

Το φαινόμενο όμως δεν είναι μόνο ελληνικό. Όποιος έχει πάει στο Λονδίνο, έχει δει χιλιάδες νέους Ιταλούς, Ισπανούς και Γάλλους να συνωστίζονται ώστε να βρουν ευκαιρίες που δεν μπορούν να βρουν στις πατρίδες τους. Αυτό είναι μία αποτυχία της Ευρώπης. Δεν είμαι από αυτούς που απλώς διαμαρτύρονται για την εθνική απώλεια, γιατί, στο κάτω-κάτω, υπό μία έννοια ήταν καλύτερο που μετανάστευσαν πολλοί νέοι, από το να μείνουν στην Ελλάδα και να είναι άνεργοι. Να απαξιώνονται δηλαδή ως ανθρώπινο κεφάλαιο και δυναμικό. Είμαι, όμως, από αυτούς που πιστεύουν στην ανάγκη των ριζικών μεταρρυθμίσεων, για να γίνει η χώρα μας πόλος έλξης και επιστροφής όλων αυτών που έφυγαν. 

Δυστυχώς, και επιστρέφω σε αυτό που είπα στην αρχή, υπάρχει μεγάλη υποκρισία στο ελληνικό πολιτικό σύστημα για την Ελληνική διασπορά, πρόσφατη και απώτερη. Όλοι οι Έλληνες πολιτικοί ομνύουν στη Διασπορά, αλλά πολλοί από αυτούς δεν τη θέλουν στα «πόδια» τους. Όταν η Άννα Διαμαντοπούλου επιχείρησε να επαναπατρίσει Έλληνες πανεπιστημιακούς που διαπρέπουν στο εξωτερικό, ώστε να συμβάλουν τη διοίκηση των ελληνικών πανεπιστημίων, συγκέντρωσε την μήνιν κομμάτων και κομματαρχών εντός Πανεπιστημίου. Πολλοί από αυτούς τους εξαίρετους συναδέλφους του εξωτερικού διασύρθηκαν και διαπομπεύθηκαν, παρ’ όλο που είχαν έρθει αμισθί και με τις καλύτερες των προθέσεων, για να προσφέρουν στην μητέρα πατρίδα. 

Αυτές είναι οι αθλιότητες του ελληνικού πολιτικού συστήματος, τις οποίες πληρώνει κατ’ εξοχήν η νεολαία. Προσωπικά, συγκλονίζομαι από το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει το μεγαλύτερο ποσοστό διαγενεακής αδικίας στην Ευρώπη, μαζί με την Ιταλία και τη Ρουμανία. Δηλαδή μία κοινωνία που έχει σε τόσο μεγάλο βαθμό ως βάση της την οικογένεια και λατρεύει τα παιδιά της, ταυτόχρονα είναι και η κοινωνία εκείνη που τα αδικεί περισσότερο. Αυτό είναι ένα από τα παράδοξα και τις υποκρισίες της ελληνικής κοινωνίας, το πόσο λίγα κάνουμε για τους νέους μας. Πάνω από το 90% της κοινωνικής δαπάνης το διαθέτουμε σε συντάξεις, και δίνουμε ελάχιστα στους νέους ανθρώπους που θέλουν να φτιάξουν οικογένεια. Η πραγματικότητα αυτή αποκαλύπτει ακριβώς το μέγεθος του προβλήματος, πάνω στο οποίο σπεκουλάρουν διάφοροι ακραίοι λαϊκιστές, για να κερδίσουν πόντους, ενάντια ουσιαστικά στα συμφέροντα της νεολαίας. Γι’ αυτό και βλέπουμε ότι σε χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιταλία, με έντονη διαγενεακή αδικία, οι νέοι ψηφίζουν πολύ πιο «ανορθολογικά», αν μου επιτρέπεται ο όρος, από τον μέσο όρο, ως αντίδραση σε αυτή την αδικία.

- Advertisement -

Από τον ίδιο συντάκτη

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

- Advertisement -

Πρόσφατα άρθρα