Ο Δρ. Παναγιώτης Γαλάνης για ζητήματα πολεοδομικού σχεδιασμού και προστασίας του περιβάλλοντος

Ο Δρ. Παναγιώτης Γαλάνης μιλά για τις αιτίες της κακής ποιότητας δομημένου περιβάλλοντος στην Ελλάδα, για το φαινόμενο της παράνομης δόμησης, για το καθεστώς που διέπει τις αναδασωτέες περιοχές, για τους άναρχους πολεδομικά οικισμούς, όπως και για τις νέες επιταγές στον σχεδιασμό λόγω της κλιματικής αλλαγής.

0

Η επίταση και η πύκνωση των έντονων φυσικών φαινομένων στην χώρα έχει εύλογα στρέψει τον φακό της δημόσιας συζήτησης σε ζητήματα που άπτονται των προληπτικών και κατασταλτικών μέτρων για την διαχείριση αυτών. Αναπόδραστα, έτσι, ανακύπτουν ζητήματα που αφορούν στο δομημένο περιβάλλον, στην προστασία του περιβάλλοντος και στην διαχείριση των φυσικών πόρων και των κρίσιμων φυσικών φαινομένων. Η τραγωδία στο Μάτι Αττικής, οι εκτεταμένες δασικές πυρκαγιές των συναπτών καλοκαιρινών περιόδων και τα έντονα πλημμυρικά φαινόμενα στον Θεσσαλικό κάμπο εγείρουν ερωτήματα σε σχέση με τις νομικές προβλέψεις, τα μέσα και τα εργαλεία που διαμορφώνουν το πλαίσιο σχεδιασμού του δομημένου περιβάλλοντος.

Για να φωτιστούν επιμέρους πτυχές των ζητημάτων αυτών, έχουμε την χαρά να φιλοξενούμε στους The Athenian Times τον Δρ. Παναγιώτη Γαλάνη*, ο οποίος ασχολείται με νομική συμβουλευτική και δικηγορικές υποθέσεις Διοικητικού Δικαίου (Δικαίου Περιβάλλοντος – Πολεοδομικού Δικαίου) και Δικαίου της Ενέργειας.


Ποιες είναι οι αιτίες της «κακοδαιμονίας» της κακής ποιότητας του δομημένου περιβάλλοντος στην Ελλάδα;

Καταρχάς να σας ευχαριστήσω θερμά για την πρόσκληση. Ενδιαφέρον ερώτημα θέτετε. Όπως και σε κάθε πρόβλημα, τα αίτια είναι πολυπαραγοντικά. Δεν μπορεί να αποδοθεί αμιγώς σε νομικά αίτια, αν και αυτά θα πρέπει να θεωρηθούν σημαντικά. Πρώτον, ευθύνεται η αντιστροφή της σχέσης ιεράρχησης μεταξύ χωροταξίας και πολεοδομίας που ανθεί σε κράτη όπως η Ελλάδα που στερούνται ολοκληρωμένου χωρικού σχεδιασμού. Επίσης, παρατηρούνται αδυναμία δημιουργίας αντικινήτρων προς τους οικοδομούντες αυθαίρετα (όπως ιδίως με τη μεταφορά συντελεστή δόμησης), ανοχή της Διοίκησης για μεγάλο χρονικό διάστημα, νομοθετική ολιγωρία και σύγχυση στο πεδίο των εργαλείων εφαρμογής του σχεδιασμού, αδυναμία ελέγχου των κατασκευών που συνιστά και το μεγαλύτερο πρόβλημα, έλλειψη ολοκληρωμένου Δασολογίου και Κτηματολογίου (ιδίως σχετιζόμενες με την πράξη εφαρμογής, την εισφορά σε γη και χρήμα κλπ.).

Ποιες δυσκολίες ανακύπτουν κατά την εφαρμογή του υπάρχοντος συστήματος μέσων και εργαλείων του πολεοδομικού σχεδιασμού;

Η εφαρμογή των πολεοδομικών σχεδίων είναι, ωστόσο, ταυτόχρονα και ο πιο αδύναμος κρίκος του σχεδιασμού. Και τούτο διότι είναι ανεπαρκώς θεωρητικά διερευνημένη, μεθοδολογικά δυσχερής και στη διοικητική και νομική πράξη υλοποιείται μόνο εν μέρει, είναι σύνθετη «τεχνικοδιοικητική διαδικασία», με περισσότερα εμπλεκόμενα μέρη (π.χ. νομικούς, μηχανικούς, δασολόγους, δημοσίους υπαλλήλους, αστυνομικές αρχές κλπ.) και δεν αποτελεί στρατηγική οικονομική προτεραιότητα για χώρες, όπως η Ελλάδα, όπου πρυτανεύουν λογικές «νομιμοποίησης» της αυθαίρετης δόμησης.

Η κύρια κατεύθυνση αναφορικά με την εξέταση βελτιώσεων στην υλοποίηση των σχεδίων είναι ότι πρέπει να εστιαστεί η υλοποίηση των έργων/δραστηριοτήτων, σχεδίων/προγραμμάτων μέσω χωροταξικών σχεδίων, προκειμένου να μειωθεί όσο το δυνατόν περισσότερο ο αντίκτυπος όλων αυτών των παραγόντων εκτός του συστήματος σχεδιασμού.

Στην υλοποίηση κάθε μεταρρύθμισης, τα προβλήματα που καταγράφονται είναι τα ακόλουθα:

  • Η αδυναμία της κεντρικής διοίκησης να καθοδηγήσει συστηματικά τους ΟΤΑ, (σε θέματα, όπως η ρυμοτομική απαλλοτρίωση, η κατάστρωση των εισφορών σε γη και χρήμα κλπ.), καθώς και τον τεχνικό κόσμο και τους λοιπούς επαγγελματίες μέσω της εξειδίκευσης των αρχών και κατευθύνσεων που περιέχονται στον παραπάνω σχεδιασμό και στο θεσμικό πλαίσιο ως προς την παρακολούθηση και τον συστηματικό έλεγχο της εφαρμογής της επιθυμητής πολιτικής (διαμόρφωση οδηγιών εφαρμογής προτύπων και ανάπτυξη και συνεχής ενημέρωση ενός μηχανισμού παρακολούθησης).
  • Η κοινωνική αντίδραση στην εφαρμογή του σχεδιασμού δεν πρέπει να παροράται. Αυτή δέον να αντισταθμίζεται με τη δημιουργία ενός δίκαιου, ισότιμου και διαλεκτικού συστήματος συμβολής στα δημόσια βάρη του σχεδιασμού, με δικαιότερες εισφορές σε γη και χρήμα για όλους.
  • Η ποικιλία σχεδίων, εργαλείων και δομών στο χωροταξικό σχεδιασμό, η μη ενεργοποίησή τους ή ατομική και αποσπασματική χρήση τους.
  • Η αδυναμία παρακολούθησης της υλοποίησης των έργων και η αδυναμία εντοπισμού του αντικτύπου των επιλογών σχεδιασμού.
  • Η αδυναμία ανταπόκρισης και προσαρμογής των πολεοδομικών σχεδίων στις διαρκώς μεταβαλλόμενες ανάγκες και τα δεδομένα χωρίς την ανάγκη προσφυγής σε ad hoc κανονισμούς και παραδοσιακές και δοκιμασμένες πρακτικές (όπως παρ’ ημίν η αυθαίρετη δόμηση, που με νεότερες εκάστοτε διατάξεις «καθαγιάζεται» και νομιμοποιείται).

Γενικά ερωτήματα που αφορούν την εφαρμογή του πολεοδομικού σχεδιασμού είναι μεταξύ άλλων τα εξής: Πώς διαχειριζόμαστε νομοθετικά το πραγματικό γεγονός ότι η δόμηση αντί να έπεται της εφαρμογής του σχεδιασμού, συχνά προηγείται; Είναι αναγκαίος ένας επαναπροσδιορισμός της εννοίας του «αυθαιρέτου» και με ποιες προϋποθέσεις θα γίνει αυτό; Ποιες κατηγορίες δεν ανέχονται εξαίρεση από την κατεδάφιση; Πώς θα μετριαστεί η γραφειοκρατία στον τομέα των πράξεων εφαρμογής πολεοδομικών μελετών; Γιατί είναι ελκυστική η αυθαίρετη δόμηση για τον ιδιοκτήτη και πώς μπορεί η Πολιτεία να δώσει έμφαση στον ορθολογικό και συνολικό χωρικό σχεδιασμό ώστε να προτιμάται η οδός της νομιμότητας; Πώς πρέπει να αντιμετωπίζεται ο ταμιευτικός σκοπός της Πολιτείας και ποιος ο ρόλος της οικονομικής κρίσης;

Συμφέρει τελικά την Πολιτεία η τακτοποίηση αυθαιρέτων (έσοδα, φορολόγηση, έσοδα αξιοποίησης, δημιουργία κοινόχρηστων χώρων ή στέρηση αυτών) ή η περιφρούρηση της νομιμότητας; Ποια η σχέση αυθαιρέτων και αντισταθμιστικών μέτρων; Πού εκκινεί και πού τελειώνει η παρέμβαση του Κράτους στη δόμηση;

Ποιο είναι οι φασεις εξέλιξης του φαινομένου της παράνομης δόμησης στην Ελλάδα, αλλά και ποιο το νομικό πλαίσιο ανάσχεσηής του;

Η ελληνική νομοθεσία για τα αυθαίρετα έχει ρίζες στο απώτατο παρελθόν. Είθισται η θεωρητική διάκριση περισσότερων «γενιών αυθαιρέτων», με βάση ιδίως τη νομοθετική κατάστρωση της αντιμετώπισης της αυθαίρετης δόμησης και την αναγκαιότητα που αυτή εξυπηρετούσε σε κάθε χρονική περίοδο.

Έτσι, η «πρώτη γενιά» αυθαιρέτων εκκινεί μετά τη Μικρασιατική καταστροφή (1922), όταν πρυτάνευσε η ανάγκη επίλυσης στεγαστικών προβλημάτων που είχαν προκύψει, αλλά συνεχίζεται και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (μετά δηλ. το 1944), για την αποκατάσταση ζημιών και ερειπίων που είχαν δημιουργηθεί. Η ιδιωτική πρωτοβουλία κατά την περίοδο αυτή ήταν σημαίνουσα. Οι νόμοι της περιόδου αύξησαν την πυκνότητα δόμησης, αλλά και τους συντελεστές δόμησης και το ύψος των κτηρίων κάθε περιοχής, αλλά οι νόμοι απευθύνονταν σε μεσαία και ανώτερα στρώματα, εν αντιθέσει με τα χαμηλά στρώματα που ωθήθηκαν στην αυθαίρετη δόμηση γύρω από τις υπάρχουσες πόλεις. Τα αυθαίρετα αυτά νομιμοποιήθηκαν, νομιμοποιώντας συγχρόνως τις όποιες οικιστικές πιέσεις είχαν δημιουργηθεί, επί ζημία του φυσικού και οικιστικού περιβάλλοντος.

Η «δεύτερη γενιά» αυθαιρέτων εκκινεί αργότερα χρονολογικά, περί τα τέλη της δεκαετίας του 1970, ενώ κίνητρα σε αυτή αποτελούσαν η ελληνική φιλοδοξία απόκτησης δεύτερης κατοικίας, η κατάτμηση γης και η οικοδομική αξιοποίηση της κάθε μικροϊδιοκτησίας.

Έτσι, παρατηρούμε εξάπλωση της αυθαίρετης δόμησης στις παραθαλάσσιες περιοχές, με καταπάτηση αιγιαλών, παραλιών και δασών.  Η «τρίτη γενιά» αυθαιρέτων εξικνείται ως τις ημέρες μας, καλύπτοντας κάθε είδους παραβίαση της πολεοδομικής νομοθεσίας που δεν εμπίπτει στις άλλες δύο γενιές αυθαιρέτων. Ιδίως, παρατηρείται κλείσιμο των ημιυπαίθριων χώρων, αλλά και αλλαγή χρήσης των βοηθητικών χώρων σε χώρους κύριας χρήσης (π.χ. από υπόγειο σε κατοικία).

Το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο του Ν. 4495/2017 θέτει το απώτατο όριο του 2011 ως «φρένο» της νομιμοποίησης της αυθαίρετης δόμησης. Προβλέπει επίσης κάποιες σαφείς εξαιρέσεις, π.χ. αυθαίρετα σε δάση, στον αιγιαλό κλπ.

Ποια είναι η παράδοση του Συμβουλίου της Επικρατείας στην προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς και της προώθησης της οικονομικής δραστηριότητας για το δημόσιο συμφέρον;

Η προστασία των κατιδίαν στοιχείων του περιβάλλοντος, όπως π.χ. των διατηρητέων, των αρχαιολογικών χώρων, των μνημείων, των δασών, των ρεμάτων, των υδάτων κλπ. αποτελεί αυτοσκοπό στο Δίκαιο Περιβάλλοντος, του οποίου η προστασία συνιστά νομική και ηθική αναγκαιότητα. Οι σταθμίσεις του δημοσίου συμφέροντος αποκτούν μία ιδιαίτερη διάσταση για τους λόγους αυτούς. Η τομή στα ιδιωτικά συμφέροντα παρουσιάζεται διευρυμένη σε πληθώρα περιπτώσεων, λ.χ. με τη ΣτΕ (Δ) 2784/1986 κρίθηκε αντισυνταγματική η κατ’ άρθρο 32 παρ. 4 του (τότε ισχύοντος) Ν. 1337/1983 υποχρέωση επισκευής των διατηρητέων κτηρίων με δαπάνες αποκλειστικά των ιδιοκτητών τους και συνεπώς πρέπει αυτά να προασπίζονται αποτελεσματικά.

Όμως, όταν τα ιδιωτικά συμφέροντα τίθενται στο «ζύγι» με τον χαρακτηρισμό μνημείων, αυτομάτως δέχονται έναν συνταγματικό περιορισμό (ή ορθότερα προσδιορισμό). Έτσι, κρίνεται ότι οι πρόσθετοι όροι και περιορισμοί δόμησης για διατηρητέα κτήρια τίθενται αποκαταστατικά για τη διατήρηση του κρινομένου ως προστατευόμενου κτηρίου και δεν έχουν αποζημιωτικό χαρακτήρα ούτε μπορεί να άγουν ποτέ σε υπέρβαση των γενικών για την περιοχή ισχυόντων όρων δόμησης και χρήσης. Πάγια ρήση της νομολογίας συνιστά το ότι κάθε επέμβαση επί και πλησίον αρχαίων πρέπει να αποβλέπει στην προστασία και ανάδειξή τους και να διενεργείται βάσει των δεδομένων της αρχαιολογικής επιστήμης και αφού ληφθούν υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και το είδος των προστατευτέων ευρημάτων, απαγορευμένων επεμβάσεων και χρήσεων μη συμβατών προς την κατά προορισμό χρήση των αρχαίων μνημείων. Προκειμένου να χορηγήσει άδεια εκτέλεσης έργου επί ή πλησίον αρχαίων, ο Υπουργός Πολιτισμού αξιολογεί τα χαρακτηριστικά του έργου και εκτιμά τις άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις της εκτέλεσης του έργου στα ακίνητα μνημεία, για να είναι δε πλήρης η αιτιολογία της χορηγούμενης άδειας πρέπει να περιέχει περιγραφή των προστατευτέων αρχαίων και του προς εκτέλεση έργου, καθώς και τεκμηριωμένη εκτίμηση των επιπτώσεων του έργου επί των αρχαίων.

Η νομολογία που αφορά τις σοβαρές επεμβάσεις στο περιβάλλον αποτελεί μεν εφαρμογή του ως άνω κανόνα, ωστόσο, δεικνύει την κάμψη της αυστηρής προστατευτικής ερμηνείας σε περιπτώσεις μείζονος σημασίας έργων.

Έτσι, στην υπόθεση που αφορούσε στον οχυρωμένο οικισμό στον λόφο Ζαγάνι στα Σπάτα Αττικής, στο σημείο ακριβώς όπου χωροθετήθηκε ο εναέριος διάδρομος προσγείωσης – απογείωσης του αεροδρομίου των Σπάτων, τονίστηκε ότι η Διοίκηση είχε την υποχρέωση καταρχήν να λάβει κάθε πρόσφορο μέτρο για την προστασία του αρχαίου αυτού μνημείου. Το αεροδρόμιο όμως ήταν έργο μείζονος σημασίας για τη χώρα και την εθνική οικονομία. Επιτράπηκε λοιπόν στη Διοίκηση, μετά τη γνώμη του ΚΑΣ, η αναγκαία για την εκτέλεση του έργου μεταφορά του μνημείου σε άλλον τόπο από εκείνον όπου βρέθηκε. Η υπόθεση αυτή είναι σημαντική, γιατί έπρεπε να γίνει στάθμιση συμφερόντων και τελικά να επέλθει η πρακτική αρμονία των συγκρουόμενων αγαθών. Ορισμένα δε πολιτιστικά αγαθά, όπως οι αρχαιολογικοί χώροι συνιστούν «αγαθά αυξημένης σπουδαιότητας». Η νομολογία για τους αρχαιολογικούς χώρους έχει δημιουργήσει μία «κλειστή λίστα» επιτρεπτών δραστηριοτήτων εντός αυτών, στις οποίες δεν συγκαταλέγεται λ.χ. η δημιουργία υποθαλάσσιου αρχαιολογικού πάρκου.

Υπάρχει η πεποίθηση μεγάλης μερίδας της κοινής γνώμης ότι κάποιοι εμπρησμοί σχετίζονται με αξιώσεις επενδυτών για την ανάπτυξη Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας σε δασικές εκτάσεις. Τι προβλέπει ο νόμος για τις αναδασωτέες περιοχές; Ποια είναι η πρακτική που έχει ακολουθηθεί στο παρελθόν;

Η προστασία που επιφυλάσσεται στις αναδασωτέες εκτάσεις (κατά το Σύνταγμα και τους νόμους τους σύμφωνους με αυτό) είναι αυστηρότατη, ενώ σε αυτή υπόκεινται και οι δασωτέες εκτάσεις. Ο αυστηρός χαρακτήρας ερείδεται: Πρώτον, στην άμεσης εφαρμογής διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 117 του Συντάγματος, η νομική ισχύς της οποίας δεν έχει ως προαπαιτούμενο την έκδοση νόμου. Δεύτερον, η αυστηρότητα συνίσταται στη μη εξάρτηση της εφαρμογής της παρ. 3 του άρθρου 117 από ιδιοκτησιακά ζητήματα και στη θέσπιση ενός θεμιτού περιορισμού της ιδιοκτησίας σε περίπτωση ιδιωτικών δασών ή δασικών εκτάσεων καθώς στην κήρυξη της αναδάσωσης με μόνη τη συνδρομή των αντικειμενικών συνταγματικών προϋποθέσεων και μάλιστα χωρίς χρονικό όριο στο παρελθόν. Τρίτον, αντιπαραβάλλοντας το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 24 παρ. 1 που αφορά τα δάση/δασικές εκτάσεις με το αντίστοιχο άρθρο 117 παρ. 3 διαπιστώνουμε το ανεξαίρετο γράμμα της δεύτερης διάταξης, που τάσσει τις αναδασωτέες εκτάσεις κατά προορισμό στην υλοποίηση της αναδάσωσης. Γίνεται, δηλαδή, λόγος για απόλυτη προστασία των αναδασωτέων εκτάσεων.

Πάντως, όπως εύστοχα επισημαίνεται πολύς λόγος έχει γίνει στον δημόσιο διάλογο, εδώ και τουλάχιστον 12 χρόνια, μετά την έκδοση της απόφασης της Ολομέλειας το ΣτΕ που επέτρεψε την προσωρινή εγκατάσταση ΑΠΕ σε αναδασωτέα έκταση, πριν την απόκτηση ξανά της δασικής της μορφής. Όσο και αν ερμηνεύθηκε εσφαλμένα η απόφαση αυτή, πρέπει να γίνεται επίκλησή της με φειδώ στην περίπτωση των αναδασωτέων εκτάσεων, διότι μπορεί να οδηγήσει σε ανυπολόγιστα αποτελέσματα. Και δυστυχώς η νομοθεσία ιδίως από το 2014 και μετά, αξιοποιώντας (κατ’ εσφαλμένο τρόπο) τα νομολογιακά διδάγματα αυτά κινήθηκε στην καθιέρωση πλέγματος εξαιρέσεων ως προς την εγκατάσταση διαφόρων έργων ή την υλοποίηση δραστηριοτήτων σε αναδασωτέες εκτάσεις. Και το ίδιο έπραξε και η μεταγενέστερη νομολογία.

Η εθνική τραγωδία στο Μάτι Αττικής ανέσυρε στην επιφάνεια μια σειρά από παραλείψεις και αυθαιρεσίες, μεταξύ των οποίων και η ασύντακτη πολεοδομική ανάπτυξη της περιοχής. Ποιες ρυθμίσεις προβλέπονται για παρεμβάσεις σε υφιστάμενους άναρχα δομημένους οικισμούς;

Δυστυχώς, σε χώρες όπου η πολυνομία, αλλά ταυτόχρονα και η κακονομία και στρεψονομία κυριαρχούν, πρέπει να συμβεί η καταστροφή για να ενδιαφερθεί η Διοίκηση αλλά και η νομοθετική εξουσία! Αυτό, βεβαίως, δεν σημαίνει ότι εξουσιοδοτούνται να παρέμβουν άναρχα στον χώρο, διότι κάθε παρέμβαση θίγει ταυτόχρονα περισσότερους πολίτες.

Πάντως, τα τελευταία χρόνια έχουν εφευρεθεί εξαιρέσεις από το αυστηρό προστατευτικό καθεστώς λ.χ. των δασών. Τέτοια είναι η περίπτωση των οικιστικών πυκνώσεων, δηλαδή των συσσωματώσεων οικισμών που εξαιρούνται της δασικής νομοθεσίας. Κοινώς τα «δασικά αυθαίρετα» που ακούμε κατά κόρον. Οι εξαιρέσεις αυτές δεν είναι επιδοκιμαστέες, αλλά δείχνουν τη σύμπλευση του νομοθέτη με τη διατήρηση πραγματικών καταστάσεων που δεν μεταβάλλονται με κανέναν τρόπο και άρα είναι ανώφελο να προσπαθήσει να τις άρει.

Η μεταβολή στους Δασικούς Χάρτες που έλαβε χώρα από το 2020 και μετά κινείται, ωστόσο, κατά τη γνώμη μου στη σωστή κατεύθυνση, ισορροπώντας μεταξύ ρεαλισμού και προστασίας του περιβάλλοντος.

Σε αντίστοιχο μήκος κύματος, τα έντονα πλημμυρικά φαινόμενα εγείρουν ακόμη πιο επιτακτικά τα ζητήματα δόμησης κοντά σε ρέματα; Ποιες είναι οι ισχύουσες προβλέψεις;

Όντως, αντίστοιχη είναι η προβληματική της δόμησης σε ρέματα, τα οποία και αυτά συνιστούν προστατευόμενο περιβαλλοντικό στοιχείο. Τα ζητήματα εδώ καθίστανται όλο και πιο τεχνικά δυσχερή. Γενικώς, πάντως ως κανόνας υιοθετείται η απαγόρευση δόμησης στα ρέματα και η απαγόρευση υπαγωγής αυθαιρέτου στον Ν. 4495/2017 όταν ευρίσκεται επί ρέματος, γιατί αποτελεί ζώνη που ανήκει στο Δημόσιο. Απαγορεύεται απολύτως η δόµηση µέσα στην έκταση που περικλείεται από τις οριογραµµές του ρέµατος. Επιτρέπεται η δόµηση έξω από την έκταση της προηγούµενης περίπτωσης σύµφωνα µε τους όρους δόµησης της περιοχής, µόνο εφόσον έχουν κατασκευαστεί τα έργα διευθέτησης του ρέµατος. Εάν δεν έχουν κατασκευαστεί τα έργα διευθέτησης του ρέµατος, η δόµηση επιτρέπεται σε απόσταση τουλάχιστον 10 µ. από την οριογραµµή. Αυτά ορίζει ο Κτηριοδομικός Κανονισμός.

Υπάρχουν νομικές δεσμεύσεις για την συμπερίληψη της κλιματικής αλλαγής στον κτηριακό και του πολεοδομικό σχεδιασμό; Μπορείτε να μας δώσετε ενδεικτικά παραδείγματα;

Αυτό είναι ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον ζήτημα, που εγείρει ζωηρό προβληματισμό τόσο σε βιβλιογραφικό, όσο και πρακτικό επίπεδο. Ωστόσο, παρά την αδιαμφισβήτητη πρακτική του σπουδαιότητα, εντούτοις δεν υπάρχει στην παρούσα φάση εξέλιξης παρά μόνο «ψήγματα» της ενδιαφέρουσας αυτής ώσμωσης του πολεοδομικού σχεδιασμού στην κατεύθυνση της ανάσχεσης της κλιματικής αλλαγής. Η Ελλάδα μόλις το 2022 ψήφισε τον πρώτο της Κλιματικό Νόμο (Εθνικός Κλιματικός Νόμος – Ν. 4936/2022) με ρυθμίσεις που θα εφαρμοστούν μελλοντικά και αφορούν και τα κτήρια και τις εκπομπές τους.

Αντίστοιχα, εντοπίζονται οι ρυθμίσεις του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού για τον βιοκλιματικό σχεδιασμό κτηρίων.


* Ο Παναγιώτης Γαλάνης είναι Δικηγόρος, Διδάκτωρ Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ και Μεταδιδάκτωρ της ίδιας σχολής. Είναι ο Διαχειριστής Εταίρος (Managing Partner), ιδρυτής του Galanis & Associates Environmental Law Office. Ασχολείται με νομική συμβουλευτική και δικηγορικές υποθέσεις Διοικητικού Δικαίου (Δικαίου Περιβάλλοντος – Πολεοδομικού Δικαίου) και Δικαίου της Ενέργειας. Έχει συγγράψει και εκδώσει δέκα επιστημονικά νομικά βιβλία, μεταξύ άλλων στον τομέα του Δασικού Δικαίου και της Περιβαλλοντικής Αδειοδότησης έργων και δραστηριοτήτων, καθώς και στον τομέα της Εφαρμογής του Πολεοδομικού Σχεδιασμού, αλλά και της Δόμησης. 

Για την επίσημη ιστοσελίδα επικοινωνίας του Δρ. Παναγιώτη Γαλάνη πατήστε εδώ.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ