Συνομιλώντας με τον Γιάννη Αποσκίτη για τους “Προβοκάτορες”

"Χρειάζεται να σκεφτόμαστε με μια ονειρική δομή, ακόμα και στη ζωή μας κατά έναν τρόπο, για να μπορέσουμε να καταλάβουμε κάτι βαθύτερο για αυτό που αποκαλούμε ανθρώπινη εμπειρία."

0

Συναντήσαμε τον Γιάννη Αποσκίτη στο φουαγιέ της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου με αφορμή την πρώτη του συγγραφική απόπειρα, το έργο «Οι Προβοκατορες» (Σκην. Ορέστης Σταυρόπουλος).

Ο Γιάννης Αποσκίτης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1994. Είναι απόφοιτος της Νομικής Σχολής Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, της Δραματικής Σχολής Θεάτρου “Δήλος” και μεταπτυχιακός φοιτητής στη σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Ως ηθοποιός έχει συμμετάσχει σε θεατρικά αναλόγια και παραστάσεις και ταινίες, και έχει συνεργαστεί με την εφηβική σκηνή του Εθνικού Θεάτρου ως συνεργάτης δραματουργός στην παράσταση “Ο εχθρός της τάξης” (Σκην. Γεωργία Μαυραγάνη).

Ασχολείται με τα εικαστικά, έχοντας στο ενεργητικό του δύο προσωπικές εκθέσεις, προσπαθεί να βρει τρόπους να σταματήσει να βιάζεται και να μάθει να λέει «όχι».

«Οι Προβοκάτορες» είναι μια σουρεαλιστική κωμωδία που βάζει στο στόχαστρο τους μηχανισμούς της εξουσίας και των fake news. Το έργο εκτυλίσσεται στην Ωρυγία, μια φανταστική χώρα που θυμίζει τον δικό μας κόσμο, όπου η πραγματικότητα βιώνεται ως ένας συνεχής κύκλος ειδήσεων που εξαπλώνονται αστραπιαία και ξεχνιούνται εξίσου γρήγορα.


© Εθνικό Θέατρο

Άννυ. Κάτι που μου έκανε εντύπωση είναι ότι διάλεξες το όνομα Ωρυγία για την φανταστική χώρα του έργου σου. Μίλησέ μας για αυτό.

Γιάννης. Η αλήθεια είναι ότι ήθελα να παρουσιάσω ένα φανταστικό κράτος, το οποίο δεν υπάρχει, ένα ψευδοκράτος, το οποίο αρχικά υπήρχε στον υπότιτλο, αλλά μετά το διώξαμε κι έγινε φανταστικό κράτος, γιατί το ψευδοκράτος παραπέμπει σε κάποιο φαύλο καθεστώς. Το Ωρυγία δεν είχε κάποια φοβερή σκέψη από πίσω, είναι μια παράφραση της Ωγυγίας, που προέρχεται από την αρχαία ελληνική γραμματεία. Ήθελα να έχει μια προσέγγιση κοντά στην Ελλάδα και μου άρεσε ότι ξεκινά με Ω, το οποίο υποδεικνύει κι ένα τέλος. Κάπως έτσι οδηγήθηκα στην Ωγυγία. Πρώτη φορά μου κάνουν αυτή την ερώτηση, ούτε ο σκηνοθέτης δεν με ρώτησε για αυτό, αλήθεια σου λέω. (γέλια)

Α. (γέλια) Τέλεια, υπέθεσα στην αρχή μήπως προερχόταν από τον τύπο «ωρεγόμην», παρατατικό του «ορέγομαι» και μετά σκέφτηκα την αλυσίδα «Ωγυγία-Καλυψώ-Οδυσσέας».

Γ. Ναι, ακριβώς, είναι μια παράφραση αυτού.

Α. Μέσα στο έργο, ακούμε τους πρωταγωνιστές να λένε «έχω μέσα μου δύο λύκους».

Γ. Αυτό είναι κι άλλη μια ωραία ερώτηση. Κοίτα, έχω την αίσθηση γενικότερα πως μέσα σε ένα πλαίσιο παγκοσμιοποίησης που βιώνουμε έχουμε, όλες οι ευρωπαϊκές χώρες, βρεθεί σε μια πολύ στενή σχέση με την αμερικανική κουλτούρα. Εξ αυτού, έχουμε μυηθεί σε αυτό τον κόσμο. Έτσι υπήρξε μια παρωδία του Τραμπικού καθεστώτος μέσα στο έργο, πέρα από την ελληνική πραγματικότητά του. Επιπλέον, τα περισσότερά μου references (αναφορές) είναι αμερικάνικα. Πάντοτε μου φαινόταν αστείο το πώς έχουμε πάρει αυτή τη φράση, την ινδιάνικη παροιμία, το ότι «έχουμε δύο λύκους μέσα μας, έναν λευκό κι έναν μαύρο». Και ποιος είναι ο λύκος που θα επικρατήσει τελικά; «Ο λύκος που θα επικρατήσει!» είναι μια φράση αυτοβελτίωσης, αυτοαναγνώρισης, η οποία μου φαίνεται πάρα πολύ ρηχή, εύκολη κι απλή. Οπότε για αυτό το λόγο, ήθελα να χρησιμοποιήσω αυτή τη φράση ως παρωδία, διότι στην ουσία, ο Πρόεδρος μέσα στο παραλήρημα της άνοιάς του, λέει πως «έχω μέσα μου 2 λύκους και θέλω να ταΐσω τον Ινδιάνο μου», μπερδεύει δηλαδή και την ίδια την έκφραση, ακριβώς αυτή την ανάγκη που έχει ο άνθρωπος να βρεθεί μπροστά σε εύκολες λύσεις, μαύρο ή άσπρο. Κάπως έτσι μου ήρθε. Μ’ αρέσει αυτή η ρηχότητα που μπορεί να υπάρχει στον κόσμο για να αντέξει το βάρος των συνθηκών. Θα έρθει ο άλλος και θα διαβάζει ένα βιβλίο με ένα περιστέρι απ’ έξω, το «δρόμο του ειρηνικού πολεμιστή», ξέρεις «10 τρόποι για να ζήσετε καλά τη μέρα σας», «99 τρόποι για να χαμογελάτε κάθε μέρα». Ο τρόπος αυτής της αυτοβελτίωσης μου φαίνεται μια πλάνη, μια παγίδα που βάζεις στον εαυτό σου. Στην κωμωδία αυτό κάνουμε, δημιουργούμε λάκκους, οι κωμικοί ήρωες σκάβουν το λάκκο τους από την αρχή του έργου.

Α. Τώρα, μετά την παράσταση, είναι σαν να μου έχεις «δέσει» όλα όσα είδαμε, σε ένα.

Γ. Η αλήθεια είναι αρκετά σύνθετο και πληθωρικό το κείμενο, και με τον καταιγιστικό ρυθμό που έχει στην σκηνή, κάποια πράγματα «φέυγουν», χωρίς όμως αυτό να συνιστά πρόβλημα, γιατί εν τέλει εγώ θεωρώ ότι πρέπει να υπάρχει αυτή η συνδιαλλαγή. Κάποια πράγματα πρέπει να περάσουν σε ένα background και σε ένα ασυνείδητο πλαίσιο, σε μια δεύτερη ανάγνωση. Σαν άνθρωπος έχω κουραστεί να βρίσκω νόημα στα πράγματα με την πρώτη. Θέλω κάποια πράγματα να μου μένουν ως ερωτηματικά και να έρθουν να λυθούν κάποια στιγμή αργότερα, όπως πχ. Τώρα ή και να μην λυθούν και ποτέ. Θεωρώ ότι όλοι οι άνθρωποι έχουμε ανάγκη το νόημα, λέμε «τώρα γιατί το βλέπω αυτό, γιατί το κάνω;», βρισκόμαστε συνέχεια σε αυτή τη διερώτηση. Εμένα προσωπικά μ’ αρέσει να παίζω μαζί της, όπως το έχουν κάνει κι άλλοι -δεν το λέω σαν πρωτοπορία- όπως ο David Lynch, ο Harold Pinter, που είναι μεγάλη αναφορά για μένα. Κάποια πράγματα υφέρπουν, χωρίς να έρχονται ποτέ στο προσκήνιο. Τώρα σκέφτομαι το Πάρτι Γενεθλίων του Πίντερ, που είναι ένα από τα αγαπημένα μου έργα του, και για αυτό έχω βάλει μέσα στο δικό μου έργο μια αναφορά σε πάρτι γενεθλίων. Πολλά σημεία του δεν τα καταλαβαίνω και θέλω να το διαβάζω συνέχεια. Μ’ αρέσει, κάτι με τραβάει. Αυτή τη μεσότητα θέλω να πετύχω. Ανάμεσα στην αφηρημένη σύνδεση, χωρίς όμως να απομακρύνεται τόσο ώστε να μην επιτυγχάνεται μια ολοκλήρωση νοήματος.

Α. Εδώ, οριακά, έχεις ήδη απαντήσει στην επόμενη ερώτηση που θα έκανα. Οι παραστάσεις, τις οποίες έχεις αναλάβει, όπως τον Εχθρό της Τάξης (2021) ως σύμβουλος δραματουργίας και τώρα τους Προβοκάτορες ως σεναριογράφος (2022) έχουν έναν διάχυτα συμβολικό χαρακτήρα. Η σάτιρα και ο σχολιασμός σου όχι μόνο δεν έχουν πρόστυχο ύφος, αλλά είναι απολύτως κατανοητά μέσα στη διακριτικότητά τους. Τι είναι αυτό το οποίο σε ιντριγκάρει στην παραγωγή ενός καθολικού, συμβολικού έργου;

Γ. Το μόνο που θα προσέθετα σε αυτό, είναι ότι μ’ αρέσει το φλεγματικό χιούμορ, το διακριτικό, να μην είναι στο προσκήνιο. Εδώ πρέπει να μιλήσω παράλληλα για τη σκηνοθεσία του Ορέστη, γιατί εκεί ήταν που έγινε και το ωραίο πάντρεμα μεταξύ των στοιχείων μας. Ο τρόπος γραφής που μ’ αρέσει έχει μια διακριτικότητα και φλεγματικότητα κατά τα αγγλικά πρότυπα, που έχουν ένα πιο subtle humour. Το αγγλικό φλέγμα στο θέατρο μας παρέδωσε τύπους ανθρώπων. Έχει ένα deadpan humour, δεν φαίνεται στο πρόσωπο, λειτουργεί χωρίς να έχει μέσα φαρσικό στοιχείο, όπως εκείνο του Master Keaton ή στο the Office, το cringe humour, τα οποία δεν έχουν εισαχθεί ακόμα στην ελληνική δραματουργία. Για αυτό πειραματίζομαι με αυτά τα είδη, που με ενδιαφέρουν περισσότερο. Τη δημιουργία της αμηχανίας. Αν αξιοποιήσω το φλεγματικό, είναι πράγματα τα οποία δεν ειπώνονται και δημιουργούν αμήχανες παύσεις. Εδώ έρχεται το στοιχείο του Ορέστη.

Συνειδητοποίησα, πως όσο και να εισάγεις το φλεγματικό στοιχείο στην ελληνική δραματουργία, που δεν το διαθέτει καθόλου, έρχεται πάντα μέσα η φάρσα, ο διονυσιασμός και η μπαλαφάρα, όλα όσα έχουμε συνηθίσει.

Η φωτιά στην οποία είμαστε συνηθισμένοι πολιτιστικά, σε αντίθεση με τους άλλους, οι οποίοι είναι πιο «κρύοι». Έγινε ένα mix and match. Σε κάποια σημεία λειτούργησαν οι αμηχανίες και σε άλλα το φαρσικό. Πιστεύω, η ανάγνωση που έκανε σε αυτό ο Ορέστης ήταν πολύ πολύ ενδιαφέρουσα, όπως και ο Δημήτρης, ο οποίος προσέφερε αντίστοιχα στη δραματουργία.

© Εθνικό Θέατρο

Α. Το πόσο καλά συνεργαστήκατε οι τρεις σας, αποτυπώθηκε στη σκηνή απόλυτα. Τα λόγια και τα σκηνικά, τα οποία ήταν απλά μα εξαιρετικά εναλλασσόμενα, ήταν σαν να δημιουργήθηκαν από το ίδιο άτομο.

Γ. Κι όμως, είμαστε 15-20 άτομα. Κι εγώ, ο Δημήτρης και ο Ορέστης επειδή ερχόμαστε από παρόμοιο κινηματογραφικό περιβάλλον, με μικρού μήκους ταινίες κλπ. Και το έργο έχει κινηματογραφικές πτυχές. Ο τρόπος που είναι αποτυπωμένο το έργο είναι κινηματογραφικό σε πολλά σημεία και όχι καθαρά θεατρικός ο τρόπος γραφής. Επιπλέον, η διαδικασία όλη ήταν ένα μοντάζ πάνω στο υλικό των ηθοποιών. Στην πραγματικότητα, οι ηθοποιοί έφεραν πάρα πολλά στοιχεία. Και στην κωμωδία και στις μικροπροσθήκες του κειμένου. Πολλά αστεία, slapstick στοιχεία προστέθηκαν από αυτοσχεδιασμούς.

Α. Έχεις αποτυπώσει τύπους ανθρώπων του 21ου αιώνα. Από την youtuber μέχρι τον πυρετώδη επαγγελματία ή μάλλον επαγγελματιστή πίσω από μια κάμερα που διψά για δηλώσεις διευθυντών κλπ. Ποιον από τους παραπάνω τύπους αδυνατείς να καταλάβεις περισσότερο; Ποιον δεν καταλαβαίνεις καθόλου;

Γ. Νομίζω αυτό το πρότυπο που με ξενίζει περισσότερο ήταν αυτό το Μπόρις, του γενικού γραμματέα, ο οποίος ήταν αυτός που εκτελέστηκε στο τέλος, φορούσε τη μάσκα και συνέχιζε να κάνει μια δουλειά, στην οποία δεν πίστευε. Αυτό με ξενίζει, όχι με την έννοια του ότι δεν το έχω δει, αλλά επειδή ακριβώς το έχω συναντήσει, μου φαίνεται απίστευτα παράλογο το γεγονός ότι ένας άνθρωπος μπορεί και είναι διατεθειμένος να ζει ένα τόσο μεγάλο ψέμα στη ζωή του. Να βρίσκεται μπροστά σε ένα σύστημα, στο οποίο λέει πως είναι μόνιμα πιεσμένος κι έχει τόση πολλή δουλειά, ενώ στην ουσία δεν έχει. Η συσσώρευση που παράγεται σε έναν άνθρωπο κάπου στα 40, μετά από όλη αυτή την τρέλα και παράνοια σε ένα περιβάλλον γραφείου –και το λέω γιατί την έχω ζήσει– είναι αυτό που με ξενίζει περισσότερο. Δεν αντιλαμβάνομαι πραγματικά τους ανθρώπους, οι οποίοι μπορούν να ζήσουν με αυτό το πλαίσιο, το nine to five, το οποίο σιγά σιγά δημιουργεί τα λεγόμενα υποκοριστικά στη ζωή μας, δηλαδή «ο καναπεδάκος, η σειρούλα, η δουλίτσα, υπνάκος», όλα ξαφνικά έχουν αρχίσει να λειαίνονται, να αμβλύνονται μέσα στο μυαλό του, δεν υπάρχει καμία τάση στο να πάει «κάπου» η ζωή του, έχει αρχίσει να στρογγυλεύει και σταδιακά γίνεται ένας τάφος. (γέλια)

Α. Πολύ σωστά. Και μέσα σε αυτό το στρογγύλεμα υπάρχει και μια υπερβολή φυσικά, η οποία στο τέλος εγκλωβίζει σε μια φιλαυτία – όπως φαίνεται στο έργο που ο βοηθός του Μπόρις του ζητά άδεια απεγνωσμένα κι εκείνος δεν απαντά, δεν ακούει, αδιαφορεί.

Γ. Ο Μπόρις πυρηνικά υπήρξε ο πρώτος χαρακτήρας που ήρθε στο μυαλό μου, επηρεασμένος από πραγματικό άνθρωπο, βλέποντας πως αυτός ο ίδιος είχε ταυτόχρονα μια πολύ ευαίσθητη πλευρά την οποία έκρυβε πίσω από αυτή την αρρενωπότητα και τσαντίλα και με είχε εμπνεύσει το «κοίτα να δεις τι ψυχούλα είναι αυτό το άτομο, παρότι είναι όπως είναι». Επίσης, μια μικρή προσθήκη, στην κωμωδία γενικά έχουμε στερεότυπα. Λειτουργούμε επίτηδες με στερεότυπα, τα υπερβάλλουμε, τα χρησιμοποιούμε. Η διαφορά του αρχέτυπου από το στερεότυπο είναι ότι το στερεότυπο επηρεάζεται κάθε φορά από την κοινωνική συνθήκη, νοηματοδοτείται συγκεκριμένα από την εποχή, ενώ το αρχέτυπο έχει μια διαχρονικότητα και δεν αλλάζει μέσα στο χρόνο. Δηλαδή, αν πούμε πως ο Μπόρις είναι ένα αρχέτυπο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ένα πατρικό αρχέτυπο κι εδώ ως στερεότυπο υπαλλήλου, που έχει συσσωρεύσει μέσα του την πορεία μιας γραφειοκρατικής ζωής. Στην κωμωδία χρησιμοποιούμε το στερεοτυπικό και μερικές φορές μπορεί να παρεξηγηθεί. Για παράδειγμα, είχαμε έναν θεατή, κατά τη διάρκεια της παράστασης όταν εμφανίζεται η Ινδιάνα, πετάχτηκε και είπε πως αυτό είναι ρατσιστικό. Δεν εκπλήσσεσαι και στην ουσία κοροϊδεύαμε αυτό το cultural appropriation, αλλά δεν μπορείς να έχεις την αξίωση να το αντιληφθούν όλοι. Αν δεν ήταν στερεοτυπική, δεν θα ήταν κωμωδία. Η κωμωδία πατά πάνω στα στερεότυπα, ξεχειλώνει συμπεριφορές, οι οποίες υπάρχουν σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό πλαίσιο για να τις εξορκίσει και να τις απειλήσει.

Α. Θα ήθελες να παίξεις κάποιον ρόλο μέσα στο έργο σου; Ποιον και γιατί;

Γ. Ωωωωχ.. (γέλια) Μπορεί να έχω αποφοιτήσει ηθοποιός (γέλια), αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν θα μπορούσα με τίποτα να παίξω στο έργο αυτό. Θεωρώ πως είναι τόσο στενά συνδεδεμένοι μαζί μου όλοι αυτοί οι χαρακτήρες και με τις σκέψεις μου. Αν μπορούσα να παίξω κάποιον, θα ήταν η σαύρα. Πιστεύω πως η ποιότητά μου σαν ηθοποιός είναι κοντά σε εκείνη που έχει ο Κωνσταντίνος ο Μαυρόπουλος, είμαστε πιο εγκεφαλικοί, χρησιμοποιούμε πιο πολύ το μυαλό στον τρόπο με τον οποίο εκφέρουμε το λόγο.

© Εθνικό Θέατρο

Α. Τι ακριβώς συμβολίζει η σαύρα; Μας θυμίζει κάτι από τα παλιά;

Γ. Κοίτα, το έργο χτίζεται σε έναν συμβολικό ιστό, προσπαθεί να χτίσει ένα επίπεδο συμβολισμού πιο ενιαίο. Πολλές από τις συνδέσεις μέσα στο έργο, μπορεί να είναι τόσο θολές, όσο το παιχνίδι της μνήμης. Παίζει με την πρώτη πρόταση, με τα παγόβουνα της Ανταρκτικής, ότι αυτά λιώνουν, δεν είναι όμως ότι φεύγουν, απλά έχουν αλλάξει θέση στο μυαλό μας, έχουν αλλάξει σχήμα. Τα θυμόμαστε διαφορετικά. Το γεγονός ότι έρχεται ο Σίλβο, ο υπεύθυνος οπτικής προπαγάνδας να αναφέρει μια ιστορία για μια σαύρα που της κόπηκε το κεφάλι και ότι έχουμε μια παιδική εκπομπή με μια τεράστια σαύρα, στην ουσία παίζει με αυτό το σχήμα – όνειρο και ανάμνηση. Μπλέκονται. Δημιουργεί πάντα αυτή τη διερώτηση «Καλά το θυμάμαι; Θυμάμαι τα πράγματα όντως όπως έγιναν ή κάπως διαφορετικά;». Και κάπως έτσι μπαίνει η κοινωνική σάτιρα. Από την μία έχει ένα προσωπικό στοιχείο.

Θεωρώ ότι δεν πρέπει να θεωρούμε πως τα πράγματα πρέπει πάντα να έχουν μόνο μια πραγματολογική βάση, χρειάζεται να σκεφτόμαστε με μια ονειρική δομή, ακόμα και στη ζωή μας κατά έναν τρόπο, για να μπορέσουμε να καταλάβουμε κάτι βαθύτερο για αυτό που αποκαλούμε ανθρώπινη εμπειρία.

Με αυτή τη λογική, προσπαθώ να συνδυάσω όλα αυτά τα πράγματα. Πράγματα που ούτε σε μένα βγάζουν νόημα, πέραν του ελεύθερου συνειρμού και του ότι «απλά κολλάνε μέσα τους», χωρίς να είναι αιτιοκρατικό. Γιατί αιτιοκρατικά, δεν υπάρχει κανένας λόγος να υπάρχει και μια εκπομπή στην παράσταση, δεν ήταν κάτι βασικό για το story line των τριών ανθρώπων που έχτισαν την πλεκτάνη. Παρόλα αυτά, ήταν πολύ σημαντικό για το στοιχείο των fake news, του τι καταφέρνει να κάνει η παραπληροφόρηση, καθώς ηθελημένα ή μη διαστρέφει μια αλήθεια και δεν μπορείς να είσαι σίγουρος για το τι έχει συμβεί. Με τον Ορέστη «μέσα σε αυτό το πολύπλοκο σύστημα» που λέει και η σαύρα με τις πολλές παραμέτρους, η δική μας απάντηση είναι η επιστροφή σε μια παιδικότητα, σε μια αθώα μνήμη, κάτι ανέμελο και παιδικό.

© Εθνικό Θέατρο

Α. Τι θεωρείς παραλογισμό στην κοινωνία του θεάματος του 21ου αιώνα; Η παράσταση ξεκινά με προσκεκλημένους σε εκπομπή.

Γ. Ο μεγαλύτερος παραλογισμός του θεάματος είναι ότι απευθύνεται στα πιο σαδιστικά και κατώτερα ένστικτα των θεατών. Αυτό για μένα είναι απαράδεκτο, βίαιο και τρομακτικό με πάρα πολλούς τρόπους. Σαν άνθρωποι έχουμε την ανάγκη να ακούμε για τη φρίκη, τον πόνο, όπως όταν βλέπεις πχ ένα σπίτι να καίγεται και σταματάς κι εσύ και κοιτάς, ενώ δεν μπορείς να κάνεις κάτι. Είναι πολύ τρομακτικό να έχεις την ανάγκη του τρόμου και του φόβου.

Α. Αυτό δείχνει και μια τελείως εκπεσμένη αισθητική. Τι είδους δηλαδή ανοχές και αντοχές έχει ένα άτομο για να δει κάτι τέτοιο παραπάνω από ορισμένες φορές χάριν περιέργειας και ικανοποίησης ενός ενστίκτου διασκέδασης αντί να το αντιμετωπίσει ως μια απλή είδηση.

Γ. Κοίτα, η αισθητική είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ηθική.

Η ηθική μας διαμορφώνεται με αισθητικά κριτήρια και εξ αυτού αν κρίνω από τη σημερινή αισθητική, σήμερα βρισκόμαστε σε μια περίοδο στην οποία πολλοί άνθρωποι έχουν την ανάγκη να νιώσουν ανήμποροι μέσα σε αυτό αντί να έχουν την ανάγκη να νιώσουν πολύ ικανοί να το αλλάξουν. Κι αυτό με τρομάζει.

Και με τρομάζει επίσης πάρα πολύ στην Ελλάδα, στην οποία ζω το ότι καταπιανόμαστε συνεχώς με πολλές φρικιαστικές υποθέσεις ή σε υποθέσεις ήθους που προσπαθούν να ενεργοποιήσουν κοινωνικά καννιβαλιστικά αντανακλαστικά και με σοκάρει. Είναι ο απόλυτος αποπροσανατολισμός. Όπως γίνεται και με τη γάτα, της οποίας ο ρόλος είναι ακριβώς αυτό. Είναι μια αποπροσανατολιστική ιστορία, η οποία θέλει να σε βάλει στη θέση να σκεφτείς «μα πώς γίνεται να το έκανε αυτό;» και στην ουσία να σε αποπροσανατολίσει από το ίδιο το έργο. Με αυτή τη λογική. Ο κόσμος γύρω μας μπορεί να καίγεται, να καταστρέφεται αλλά στην ουσία, εγώ σαν θεατής να θέλω να μάθω για μια γάτα που έριξε μια γλάστρα από σκοπό. Αυτό είναι πολύ τρομακτικό και δεν έχει γίνει λίγες φορές. Όπως και τώρα με τα παιδάκια από την Πάτρα, τους βιασμούς. Είναι πράγματα που πρέπει να συζητούνται, αλλά ενδεχομένως όχι σε αυτή τη χρονική έκταση. Υπάρχουν κι άλλα θέματα με κοινωνικές πραγματικότητες, για τις οποίες δεν συζητάμε και περνάνε εν τέλει στο background των ειδήσεων.

© Εθνικό Θέατρο

Α. Ποιοι είναι οι Προβοκάτορες; Γιατί έδωσες αυτό το όνομα στο έργο; Ποιους προκαλούν και τι κεντρίζουν; Μπορούμε όλοι να έχουμε το ρόλο του προβοκάτορα;

Γ. Ενδιαφέρουσα ερώτηση, την έχουν κάνει όλοι (γέλια)! Ο προβοκάτορας λειτουργεί πάντοτε υπονομευτικά. Τουλάχιστον στη Νομική, ο προβοκάτορας – ηθικός αυτουργός έχει να κάνει κυρίως με το ότι φέρνει τον εαυτό του σε στάση άμυνας για να επιτεθεί. Αυτό είναι το νόημα και η προβοκάτσια. Φαίνομαι σαν να είμαι το θύμα, ενώ εν τέλει είμαι ο θύτης. Αυτό υπάρχει σε πολλά επίπεδα. Παραδείγματος χάριν, στη δραματουργία της παράστασης οι Προβοκάτορες είναι οι ηθοποιοί οι ίδιοι, οι οποίοι φέρονται ως θύματα μέσα στην παράσταση, αλλά στην ουσία είναι οι θύτες απέναντι στο κοινό. Αυτό είναι ένα πρώτο επίπεδο του ποιοι είναι οι προβοκάτορες. Αυτός είναι ο παραλογισμός του έργου. Στην ουσία όλοι νομίζουν ότι είναι οι άλλοι οι προβοκάτορες. Αυτοί που έρχονται στο τέλος, νομίζουν ότι οι Προβοκάτορες είναι αυτοί που είναι μέσα στο κτίριο τόση ώρα και φτιάχνουν το ψεύτικο βίντεο. Αυτοί που φτιάχνουν το ψεύτικο βίντεο θεωρούν ότι οι Προβοκάτορες είναι οι απέξω. Στην ουσία, όλοι υποστηρίζουν το καθεστώς και στην πραγματικότητα κανένας. Αυτό δημιουργεί τον παραλογισμό του. Προβοκάτορες μέσα στο έργο είναι όλοι στην πραγματικότητα. Είναι και αυτοί, οι οποίοι θέλουν, μπροστά σε ένα αληθινό γεγονός – στο θάνατο του Ηγέτη – αυτοματιστικά και μόνο να βρουν έναν εσωτερικό εχθρό. Όλοι έγιναν Προβοκάτορες, ακόμη και μέσα σε αυτό το πλαίσιο που θα μπορούσε να έχει γίνει κάτι μιλιταριστικά κλπ ή μέσα από το κομμάτι των Media και της εξουσίας της πληροφορίας. Αυτοί είναι μάλλον οι Προβοκάτορες. Ακόμη και μες το καλοκαίρι, με παίρνει τηλέφωνο ο Ορέστης, έχοντας διαβάσει το έργο και μου λέει «Να σου πω ρε Γιάννη όμως, γιατί Προβοκάτορες;». Έχει και μια λογική προβοκατόρικη απέναντι στο ίδιο το πράγμα. Δηλαδή είναι μια λέξη που θα χρησιμοποιούσαν στις ειδήσεις «Οι Προβοκάτορες», επίτηδες γιατί είναι πιασάρικη. Είπαμε να την πάρουμε κι εμείς, εφόσον είναι τόσο ωραία λέξη. Για αυτό έχει και υπότιτλο «όλη η αλήθεια για τα πραγματικά γεγονότα από το φανταστικό κράτος της Ωρυγίας», για να υπάρχει διευκρίνιση. (γέλια)

Α. Χαίρομαι πάρα πολύ για τη συνάντησή μας και για το έργο που παρακολούθησα. Στο λέω ειλικρινά πως εύχομαι να μην σταθεί κανένα εμπόδιο στην μετέπειτα πορεία σου γιατί θεωρώ πως έχεις να δώσεις πολλά με την ευφυΐα και δημιουργικότητά σου. Δεν θέλω να σε φορτώσω με το βάρος «περιμένω πολλά από εσένα», αλλά θα το κάνω! (γέλια)

Γ. Σε ευχαριστώ πολύ! Κι εγώ θέλω να πιστεύω πως είναι ένα ξεκίνημα και πραγματικά πιστεύω ότι έχουμε μέλλον με όλα τα παιδιά και με τον τρόπο που δουλέψαμε!


Πατήστε εδώ για περισσότερες πληροφορίες και για το έργο και τις επόμενες παραστάσεις.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ