Τηλεδίκες και Κοινό περί Δικαίου Αίσθημα

0

Πολύκροτες υποθέσεις που ταλανίζουν τη χώρα μας το τελευταίο διάστημα, όπως των κυρίων Λιγνάδη, Φιλιππίδη, Αναγνωστόπουλου, Πισπιρίγκου, με προβλημάτισαν ιδιαίτερα, καθώς αντικρίζουμε μια κοινωνική κατακραυγή εξαιρετικά έντονη. Επιπρόσθετα, παρατηρείται το φαινόμενο να στήνονται «λαϊκά τηλε-δικαστήρια», σε εκπομπές οι οποίες προσπαθούν να κερδίσουν τηλεθέαση, εκμεταλλευόμενες ευρέως γνωστές υποθέσεις. Το ερώτημα που εγείρεται, είναι το εξής: Κατά πόσον, είναι θεμιτή αυτή η πρακτική; Επίσης, μήπως με το «βάπτισμα» της πρακτικής αυτής ως το κοινό περί δικαίου αίσθημα, υπονομεύεται ο ρόλος της θεσμικής δικαιοσύνης;

Αρχικά, να προσεγγίσουμε τον όρο «κοινό περί δικαίου αίσθημα»1. Αποτελεί μια απροσδιόριστη έννοια, που συνήθως χρησιμοποιούν τα άτομα που καυχώνται ότι αποτελούν τους ορθούς ερμηνευτές του Νόμου (μάλιστα χωρίς καν να έχουν νομική παιδεία). Συνήθως, έχουν σκοπιμότητες ιδεολογικές, όπως παραδείγματος χάριν υποκινούνται από κόμματα ή έχουν ως σκοπό την επιρροή στην κρίση του Δικαστηρίου. Κάτι που θα ήθελα να επισημάνω είναι ότι ο όρος δεν κυριολεκτεί, καθώς δεν είναι δυνατό να υπάρχει ένα μοναδικό κοινό αίσθημα δικαίου, διότι το «δίκαιο» για κάθε άνθρωπο είναι διαφορετικό και διαμορφώνεται από ποικίλες συνιστώσες, όπως η παιδεία, ο τρόπος ζωής, οι αντιλήψεις, το περιβάλλον, η καταγωγή, η θρησκεία, η ηλικία κ.α. Δηλαδή, μου φαίνεται προσωπικά, τόσο ανούσιος ως όρος, διότι ακόμα και σε υποθέσεις που προσελκύουν το ενδιαφέρον των ανθρώπων, παρατηρούμε περισσότερες απόψεις περί δικαίου. Αξιοσημείωτο, δε, είναι πως ακόμα κι αν δεχθούμε τη παραδοχή πως όλοι οι άνθρωποι έχουν κοινές αντιλήψεις περί δικαίου, τότε και πάλι το «κοινό περί δικαίου» αίσθημα, θα ήτο διαφορετικό αν;a εποχή, διότι αυτές είναι μεταβλητές χρονικά. Επιπλέον, το αίσθημα αυτό μεταβάλλεται ακόμα και με βάση το πρόσωπο που αφορά. Για παράδειγμα, για το ίδιο έγκλημα, άλλο αίσθημα έχει ένας τρίτος και άλλο ένα συγγενικό πρόσωπο του φερόμενου ως ύποπτου ή κατηγορούμενου, καθώς υπάρχει επιρροή συναισθημάτων και δημιουργούν ένα λεγόμενο «επιλεκτικό» κοινό αίσθημα δικαίου.

Στην εποχή της υπερπληροφόρησης (ενίοτε και της παραπληροφόρησης), η έκφραση «κοινό περί δικαίου αίσθημα» χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες εκπομπές. Παρατηρούμε ένα ακόμη πιο επικίνδυνο κατ’ εμέ φαινόμενο, να στήνονται τηλεδίκες. Δηλαδή, στήνονται πάνελ εκπομπής με σκοπό να «ομοιάζουν» με δίκη και προσπαθούν να προσεγγίσουν την ενοχή, την επιμέτρηση της ποινής και εν γένει να δίνουν έμφαση στην απαξία της πράξης με έναν άκρως προσβλητικό τρόπο τόσο ως προς το πρόσωπο του φερόμενου ως δράση, πολλάκις καταργώντας το τεκμήριο αθωότητας, που αποτελεί δείγμα υψηλού νομικού πολιτισμού, όσο και προς τον ίδιο το θεσμό της δικαιοσύνης. Προκειμένου, μάλιστα, να «ομοιάσουν» στο Δικαστήριο δημιουργούν συνθήκες κατ’ επίφαση αντικειμενικότητας, καθώς καλούν ειδήμονες, που συχνά παρίστανται σε τέτοιες υποθέσεις στα Δικαστήρια, όπως δικηγόρους, μάρτυρες, πραγματογνώμονες, τεχνικούς συμβούλους. Οι δημοσιογράφοι, φέρονται να υπερασπίζονται τον αδύναμο και να ενσαρκώνουν το «κοινό περί δικαίου αίσθημα». Εγώ, θα χαρακτήριζα τα άτυπα αυτά δικαστήρια ως μια έντεχνη προσπάθεια χειραγώγησης του κοινού αισθήματος, καθώς συγχέουν το δημοσιογραφικό επάγγελμα με το λειτούργημα της δικαιοσύνης. Πρόκειται για ένα αδηφάγο συναίσθημα, που δεν διστάζει να θυσιάσει στο Μολώχ της τηλεθέασης ακόμα και ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα.

Είναι άραγε, ευεργετικές οι συνέπειες των τηλεδικών; Ποια η επιρροή τους στη κοινή γνώμη όταν επικαλούνται το κοινό περί δικαίου αίσθημα ακόμη κι αν αυτό έχει αρκετά σαθρά θεμέλια όπως αναλύσαμε ανωτέρω; Σαφώς, αντιλαμβανόμαστε πως ασκούν ιδιαίτερη επιρροή, καθώς επιδρούν στη ψυχολογία του κοινού, προκαλούν συναισθήματα μέσω της δύναμης της εικόνας, του ήχου αλλά και της επίκλησης στην αυθεντία αφού καλούν ειδικούς στα πάνελ. Δηλαδή, υπονομεύουν την ελεύθερη κρίση του κοινού, διότι παρουσιάζουν μονόπλευρα μια υπόθεση και προφανώς δεν έχουν πλήρη γνώση των στοιχείων που έχει ένα δικαστήριο στη διάθεσή του. Επιπλέον, παραβιάζουν έτσι το τεκμήριο της αθωότητος (Αρ.72ΚΠΔ) , αλλά και υπερεθνικές διατάξεις (Αρ.6 ΕΣΔΑ), κάτι που είναι πολύ σημαντικό και θα πρέπει κάπως να αποτραπεί. Η πιο επικίνδυνη, κατά την άποψή μου, συνέπεια είναι η επιρροή που έχουν οι τηλεδίκες στη δικαστική κρίση2, η δημιουργία του αποκαλούμενου ως δικαστικού λαϊκισμού. Οι παράγοντες της δίκης, ασφαλώς είναι έμπειροι λειτουργοί, οι οποίοι ερμηνεύουν το Νόμο κατά συνείδηση και έχουν την ικανότητα να διακρίνουν τις έξωθεν πιέσεις. Όμως, σε πολύκροτες υποθέσεις ελλοχεύει ο κίνδυνος οι τηλεδίκες να ασκούν μεγάλη πίεση στη συνείδηση των λειτουργών3, καθώς ως άνθρωποι δεν είναι tabula rasa, αλλά είναι συγχρόνως και κοινωνικά όντα.

Τα προαναφερθέντα σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν υγιείς συνθήκες και δεν ενισχύουν τις αρχές της δίκαιης δίκης και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης. Οι δικαστικοί λειτουργοί πρέπει να απολαύουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας4, ώστε να επιτελούν ορθά το ύψιστο έργο τους. Και ασφαλώς σε μια δημοκρατική κοινωνία, πρέπει να εναρμονιστεί η ελευθερία έκφρασης με τις εν λόγω αρχές διότι μόνο έτσι θα έχουν οι πολίτες εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη, μια δικαιοσύνη ουδέτερη. Το μείζον πρόβλημα παρατηρείται στις μέρες μας κυρίως όταν εκδίδεται η απόφαση σε πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας και ασκείται έφεση. Το τελευταίο διάστημα παρατηρούμε χαοτικές τηλεδίκες και επικλήσεις σε ένα αμφίβολο «κοινό περί δικαίου αίσθημα», παραδείγματος χάριν με την αναστολή της εκτέλεσης της ποινής στη δίκη Λιγνάδη, η οποία στα συγκεκριμένα πάνελ ταυτίζεται με αθώωση και παραπλανά το κοινό, καθώς δεν υπάρχουν οι απαραίτητες γνώσεις ώστε να εξηγηθεί ορθά ο όρος -ή μάλλον- συμφέρει τους «τηλεδικαστές» να διαστρεβλωθεί. Άλλωστε, μην εθελοτυφλούμε, τα ΜΜΕ, αποτελούν τη λεγόμενη «τέταρτη» εξουσία, ασκούν πολύ μεγάλη επιρροή και σίγουρα, ως υπέρμαχοι της διάκρισης των εξουσιών εν ευρεία εννοία, πρέπει οπωσδήποτε να διαφυλάξουμε την αξία της δίκαιης δίκης για όλους.

Εν κατακλείδι, αν κάτι ως πολιτεία μας δυσανασχετεί, ας αναλογιστούμε πως σε νομοθετικό επίπεδο είναι πιο αποτελεσματικό και πιο ηθικό να αντιδράσουμε, παρά σε δικαστικό επίπεδο που όλα προσωποποιούνται. Συνεχώς υπερηφανευόμαστε για τον προοδευτισμό μας, αλλά μέσα από τις ως άνω καταστάσεις, μόνο «μεσαίωνας» αχνοφαίνεται. Αν μια διάταξη Νόμου δε μας αρέσει, ας το εκφράσουμε με τη ψήφο μας, ας το εκφράσουμε εκ των υστέρων με διαμαρτυρία όταν θεσπίζεται ή ακόμα αργότερα με δικαστική προσβολή της. Το να διαμαρτυρόμαστε με μίσος κατά προσώπων που φαίνεται να διέπραξαν ειδεχθή εγκλήματα είναι ανούσιο. Σαφώς θα το αποδοκιμάσουμε, αλλά δεν χρειάζεται ούτε να εκφράζουμε βίαιες και επιθετικές απόψεις ως «κοινό περί δικαίου αίσθημα», ούτε να στήνουμε τηλεδίκες, διότι αυτό βλάπτει εμάς τους ίδιους, διότι υποδαυλίζει τη δικαιοσύνη, την οποία οφείλουμε να διαφυλάττουμε ακέραιη προς όφελος όλων μας.


Βιβλιογραφία:

  1. Σάκης Μουμτζής, “Το κοινό περι δικαίου αίσθημα”, Η Καθημερινή, Καθημερινές εκδόσεις, 19/07/22,https://www.kathimerini.gr/opinion/561962893/to-koino-peri-dikaioy-aisthima/,28/7/22
  2. Ανακοίνωση Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών, ολομέλειας Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδας και ΕΣΗΕΑ, “<Τηλεδίκες>: Πρωτοβουλία για να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο των <ραδιοτηλεοπτικών δικών>”,Ιn.gr, ΑΛΤΕΡ ΕΓΚΟ Α.Ε, 22/07/22, https://www.in.gr/2022/07/22/greece/tiledikes-protovoulia-gia-na-antimetopistei-fainomeno-ton-radiotileoptikon-dikon/, 28/07/22
  3. Ιωάννα Μάνδρου, “Τηλεδίκες και παραβιάσεις”, Η Καθημερινή, Καθημερινές εκδόσεις, 12/04/22,https://www.kathimerini.gr/opinion/561805927/tiledikes-kai-paraviaseis/, 28/07/22
  4. Ελευθερία Κώνστα, “Ουδετερότητα και αμεροληψία του Δικαστή, eleftheria.gr, 07/03/21,https://www.eleftheria.gr/m/%CE%B1%CF%80%CF%8C%CF%88%CE%B5%CE%B9%CF%82/item/283681.html, 28/07/22

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ