Ο Γιάννης Ροβολής γεννήθηκε το 1925 στην Αλαγονία Μεσσηνίας (παλιά Σίτσοβα). Το 1947 πήγε στρατιώτης και όλη την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, που μαινόταν τότε, την πέρασε στην γραμμή των «πρόσω». Το 1950 απολύθηκε από το στρατό και άρχισε πάλι να δουλεύει στα κτήματα, όπως όλοι οι συνομήλικοί του. Το 1983 συνταξιοδοτήθηκε από την Διεύθυνση Γεωργίας Καλαμάτας. Έκτοτε ζει μόνιμα στο χωριό του. Το γράψιμο είναι γι’ αυτόν ένα με το «είναι» του. Γράφει τακτικά στην τοπική εφημερίδα «Παναλαγονιακά Νέα». Το 2011 εκδόθηκε το πρώτο βιβλίο του, από τον Σύλλογο Αλαγόνιων Καλαμάτας με τίτλο «Εγράφομεν εν Αλαγονία» με θέματα λαϊκού πολιτισμού της Αλαγονίας καθώς και μια ανάλυση για την ιστορία και την προέλευση των ονομάτων στα χωριά. Νέα έκδοση του βιβλίου κυκλοφόρησε φέτος, την οποία επιμελήθηκε ο Χρήστος Ν. Ζερίτης. Ο αρχαιολόγος Σωκράτης Σ. Κουρσούμης γράφει: «Ο Γιάννης Ροβολής είναι ένας σύγχρονος Θεόφιλος, ένας λαϊκός ζωγράφος της μεσσηνιακής λαογραφίας. […] Ο μακρύς βίος του επιτρέπει στη ματιά του να ατενίζει τη ζωή της Σίτσοβας/Αλαγονίας και των γειτονικών χωριών στο μεσσηνιακό Ταΰγετο, από την εποχή της ελληνικής επανάστασης του 1821 έως σήμερα, καθώς συνάντησε και αγάπησε ανθρώπους οι ζωές των οποίων εκτείνονται σε διάστημα δύο αιώνων. […] Ο Ροβολής το τολμά γιατί το έχει ανάγκη πρωτίστως ο ίδιος. Το μόνο μέλημά του είναι ο τόπος του, οι άνθρωποι που γνώρισε και αγάπησε, οι ζωές τους που πρέπει να συνεχίζουν να κινούνται, έστω και νοερά». [Από τον πρόλογο του βιβλίου]

Έχουν περάσει πέντε χρόνια από την πρώτη μου συνάντηση και συζήτηση με τον Γιάννη Ροβολή. Έχουμε κανονίσει να ξανασυναντηθούμε στον Προφήτη Ηλία Αλαγονίας. Νωρίς το πρωί, έχει δροσιά και απόλυτη ησυχία. Πηγαίνοντας για τη συνάντησή μας πέρασα έξω από την εκκλησία του Αγ. Νικολάου Μεσόρουγας, που χρονολογείται  στον 14ο αιώνα και την οικία όπου γεννήθηκε και πέθανε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Προκόπιος. Παρά τα 96 του χρόνια περπατάει χωρίς δυσκολία, με πλησιάζει και με χαιρετά. Καθόμαστε στο πεζούλι της Εκκλησίας και αρχίζουμε την κουβέντα μας.

-Χαίρομαι πολύ που σας ξαναβλέπω. Είστε ένας ζωντανός θρύλος, μιας τελείως άλλης εποχής. Δώστε μου λίγες εικόνες από εκείνα τα χρόνια.

Θυμάμαι ότι από μικρό παιδί βοηθούσα τους γονείς μου στις δουλειές. Βέβαια, δουλειές οι οποίες ήταν του χεριού μου, όπως το πότισμα. Μετά άρχισα το σχολείο. Πήγα ένα χρόνο νωρίτερα από το κανονικό. Ο δάσκαλος ήταν πρώτος ξάδερφος της μητέρας μου. Του ζήτησε λοιπόν ο πατέρας μου να πάω ένα χρόνο νωρίτερα, απλώς να παρακολουθώ, χωρίς να έχω γραφτεί, ώστε να είμαι έτοιμος. Όπερ και εγένετο. Ήμουν αριστούχος. Εκεί που δεν είχα έφεση και κλίση ήταν τα μαθηματικά.

Τότε λέγανε «να βγάλει το παιδί το δημοτικό σχολείο για να ξέρει να κάνει λογαριασμούς στο παζάρι». Τίποτε άλλο. Τότε ελάχιστοι έως κανένας δεν πήγαινε παραπέρα από το Δημοτικό σχολείο. Από το 1934 αρχίσανε να πηγαίνουν κανά δυό παιδιά από το χωριό μας στο γυμνάσιο, πράγμα πολύ σπάνιο. Ένας ήταν ο αείμνηστος Αντώνης Στασινός, μετέπειτα Πρόεδρος του Αρείου Πάγου.

Το 1936 τελείωσα και εγώ την έκτη δημοτικού. Δεν ήξερα ούτε τους δεκαδικούς αριθμούς. Πήγα στο τότε Πρακτικό Λύκειο Καλαμάτας. Ο καθηγητής όμως εκεί δίδασκε δεκαδικούς και κλάσματα. Που να τα βγάλω εγώ πέρα με τέτοια μαθηματικά; Έδωσα εξετάσεις την πρώτη χρονιά και κόπηκα. Έχουν περάσει 84 χρόνια. Δεν ξέρω αν με αδικήσανε. Μου έβαλαν ένα πρόβλημα και έχω την εντύπωση ότι το έλυσα. Τώρα γιατί με κόψανε δεν θα μάθουμε ποτέ. Εγώ ήθελα να ξανακάνω την τάξη. Το να με στείλουν όμως κόστιζε. Οι γονείς φτωχοί άνθρωποι ήσαν, δεν είχαν. Και έτσι αναγκάστηκα να τα παρατήσω. Πήρα τη συνήθεια να διαβάζω μόνος μου τότε. Μπορεί βέβαια να σταμάτησα το σχολείο αλλά δεν σταμάτησα ποτέ να διαβάζω. Αυτό με βοήθησε πάρα πολύ. Εάν τα πράγματα τα αφήσεις έτσι, θα μείνουν έτσι. Μου αρέσει πολύ να γράφω. Κάποιος που σταμάτησε το σχολείο και ύστερα δεν έπιασε ποτέ ένα βιβλίο μένει εκεί που ήτανε. Εγώ γράμματα δεν ξέρω. Διάβασα Καραγκιόζη, Τολστόι, Βερν, Ουγκώ και άλλα πολλά. Τα παλιά βιβλία ήταν και στην καθαρεύουσα. Ξεκίναγε η μετάφραση της «Ανάστασης», του Τολστόι, και δεν καταλάβαινα πολλά. Αλλά σιγά σιγά όλο και περισσότερα. Χωρίς κόπο δεν γίνεται τίποτα. Πρέπει να κοπιάσεις.  

-Στο δρόμο προς την Επάνω Μεριά υπάρχει ένα μνημείο. Ποια είναι η ιστορία του; 

Η μία στήλη αναγράφει αυτούς που κατάγονταν από το χωριό, τους οποίους εκτέλεσαν οι Γερμανοί. Εδώ στο χωριό δεν έγινε κάποια εκτέλεση. Έγινε στην Καλαμάτα. Οι αντάρτες σκότωσαν κάποιους Γερμανούς και αυτοί ως εκδίκηση σκότωσαν τρεις από το χωριό που τους είχαν πάρει για οδηγούς. Πολλοί από το χωριό μας επιστρατεύτηκαν και πήγαν στο Αλβανικό Μέτωπο. Ήρθε η Κατοχή. Στην Κατοχή περάσαμε τέτοια πείνα που δεν λέγεται. Δεν είχαμε ούτε ψωμί. Ευτυχώς είχαμε στο χωριό πατάτα και λάδι και κάπως την περάσαμε. Το σπίτι του αείμνηστου συγχωριανού μας και πολύ καλού μου φίλου Παρασκευά Ζαχαράκη  πριν αγοραστεί από τον πατέρα του Αντώνη Ζαχαράκη, ανήκε σε κάποιον που λεγόταν Οικονομάκης ή Κατσαμπέρης -έτσι ήταν το παρατσούκλι του- ο οποίος έφερε πρώτος την πατάτα στο χωριό και από εκεί διαδόθηκε. Σου λέω τώρα αρχές του 20ου αιώνα. Η πατάτα ήταν θησαυρός. Μετά ήρθε η αντίσταση. Λάβαμε όλοι μέρος. Η άλλη στήλη έχει τα θύματα του Εμφυλίου, που ακολούθησε.

-Ποια ήταν η σχέση ανάμεσα στο ζευγάρι εκείνα τα χρόνια;

Οι γονείς είχαν τον πρώτο λόγο. Ο πατέρας παρόλο που δεν ήταν σκληρός, ήταν αφέντης του σπιτιού. Η γυναίκα σε όλες τις δουλειές μπροστά. Και στο κτήμα και στο σπίτι, δηλαδή να μαγειρέψει, να πλύνει, να ζυμώσει ψωμί. Την ημέρα στο χωράφι, μετά στο σπίτι να κάνει όλες τις δουλειές του σπιτιού και να τους περιποιηθεί όλους. Και το βράδυ στον αργαλειό. Αντί να κοιμηθούν, όσο άντεχαν, κάθονταν μέχρι τη μία ή και τις δύο και ύφαιναν μέχρι που παραδίδονταν στην κούραση και κοιμόντουσαν. Ήταν πραγματικές ηρωίδες.

-Τι συνέβη και τα χωριά ερήμωσαν;

Τη δεκαετία του ’60 άρχισε η μετανάστευση είτε εσωτερική είτε εξωτερική. Αυτή λοιπόν η μετανάστευση μας κατέστρεψε. Πολλοί πήγαν στη Γερμανία, όσοι μπορούσαν στην Αμερική και άλλοι στις πόλεις. Κακά τα ψέματα η αγροτική ζωή εδώ ήταν πολύ σκληρή και δύσκολη. Δεν υπήρχε ωράριο ούτε και σεβασμός στον εργαζόμενο. Μόνον οι γιορτές ήταν σεβαστές. Συμπερασματικά λοιπόν, ερήμωσαν τα χωριά. Και όπως τα βλέπεις, έρημα μέχρι σήμερα.

-Τι πιστεύετε ότι είναι σημαντικότερο στη ζωή ενός ανθρώπου;

Για μένα το παν είναι η αγάπη και αυτήν έχω να συστήσω. Εάν δεν έχεις κακία στην καρδιά σου για κανέναν, τότε είσαι ευτυχής. Η καλοψυχία λοιπόν. Καλό είναι να είμαστε εγκρατείς σε όλες μας τις απαιτήσεις. Στα όποια χρήματα βγάζει ο καθένας χρειάζεται καλό κουμάντο. Ποτέ δεν ξέρεις τι σε περιμένει. Μπορεί να έρθουν άσχημες ημέρες που να χρειάζεσαι χρήματα και να μην έχεις επειδή τα σπατάλησες άσκοπα. Εάν είσαι άσωτος θα το βρεις μπροστά σου. Εάν είσαι εγκρατής πάλι θα το βρεις αλλά αυτή τη φορά με το μέρος σου.

-Πιστεύετε ότι ο άνθρωπος πηγαίνει προς το καλύτερο ή το χειρότερο;

Θα φέρω ένα παράδειγμα, την ένωση του ανδρόγυνου. Κάθε αγόρι και κάθε κοπέλα έχει ελευθερία. Όταν αποφασίσει να παντρευτεί -που σημαίνει δέσμευση- έχει συνηθίσει στην ελευθερία. Ο γάμος έχει ορισμένα ιερά πράγματα. Όταν δηλαδή έχεις συνηθίσει να αλλάζεις εύκολα σύντροφο κι αν ακόμη παντρευτείς πάλι το ίδιο σου φαίνεται. Και δυστυχώς εύκολα αφήνεις τη γυναίκα σου με τα παιδιά ή αντίστοιχα η γυναίκα τον σύζυγό της. Αυτό μου φαίνεται ότι είναι καταστροφικό για την οικογένεια. Άλλωστε οι χωρισμοί είναι πάρα πολλοί πλέον.

Σήμερα ωστόσο μπορείς να πας στο σχολείο δωρεάν. Γιατί τότε, ένα χρόνο που ήμουν στην Καλαμάτα, πληρώναμε και δίδακτρα. Ενώ τώρα η παιδεία είναι δημόσια, καθολική και δωρεάν. Συμφωνώ απολύτως μ’ αυτό και μπορεί να βοηθήσει τον καθένα που έχει διάθεση να σπουδάσει. Στεναχωριέμαι να βλέπω νέα παιδιά που δεν εκμεταλλεύονται τις ευκαιρίες που προσφέρει η εποχή. Παρά την οικονομική κρίση, το βιοτικό επίπεδο όλων έχει ανέβει πάρα πολύ, δεν έχει σχέση με παλιά. Στα γράμματα και τον πολιτισμό πάμε καλύτερα λοιπόν.

-Σε ανθρώπινο επίπεδο τα πάμε καλύτερα;

Δεν ξέρω. Νομίζω σε μια ανάγκη όλοι τρέχουν. Είμαστε περίεργοι οι άνθρωποι. Και πονετικοί και σκληροί. Όλα τα έχουμε μέσα μας και κατά τη διάθεση που έχει ο καθένας τα εκφράζει. Έτσι είμαστε από τη φύση μας, απλά.

-Ποια είναι η φιλοσοφία σας για τη ζωή;

Η ζωή είναι λίγη. Να έχεις αγάπη για τον πλησίον σου. Η αγάπη για τον συνάνθρωπο και η δουλειά. Η δουλειά σου δίνει μια κατεύθυνση, γιατί έχεις το νου σου στη δουλειά και πάντα σε ανταμείβει. Τίποτε άλλο.

-Σας ευχαριστώ πολύ!

-Και εγώ Πάρι μου, να είσαι καλά.

Κατηφορίζουμε προς το σπίτι του. Ο Γιάννης Ροβολής με ξεναγεί στον κήπο του όπου μέχρι και σήμερα περνά τουλάχιστον μια ώρα καθημερινά εκεί. «Πέρασε μέσα να σε κεράσουμε μια βυσσινάδα» μου λέει η σύζυγός του, η κυρία Αντωνία. Μπαίνω μέσα σ’ ένα παραδοσιακό σπίτι με ξύλινο δάπεδο, φωτογραφίες συγγενών στους τοίχους, υφαντά και λιτή διακόσμηση. Πίνω την βυσσινάδα στην κουζίνα, όσο η κυρία Αντωνία μου αφηγείται διάφορες ιστορίες. Ο κύριος Ροβολής έχει καθίσει σε ένα ντιβάνι και ακούει. Ύστερα θα σηκωθεί για να μου δείξει τη βιβλιοθήκη του. Πράγματι Τολστόι, Ντοστογιέφσκι, χειρόγραφα από εδώ και από εκεί μέχρι και το προτελευταίο βιβλίο της Λένας Διβάνη «Ζευγάρια που έγραψαν την ιστορία της Ελλάδας» (2019). Η συνάντησή μας τελειώνει κάπου εκεί. Ο Γιάννης Ροβολής μου σφίγγει το χέρι και με ευχαριστεί. Ανταποδίδω φυσικά. Με συνοδεύει προς την έξοδο η κυρία Αντωνία με ένα χαμόγελο. Φεύγοντας σκέπτομαι ότι αν ο άνθρωπος έχει θέληση και όρεξη για ζωή όλα τα καταφέρνει. Η καλοψυχία και η αγάπη πρέπει να είναι αντίδοτα σε πολλά προβλήματα. Ο μεγαλύτερος πλούτος του ανθρώπου ίσως είναι να ικανοποιείται με τα λίγα.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ