25 χρόνια έχουν περάσει από τα 67α Όσκαρ όταν το Pulp Fiction του Κουέντιν Ταραντίνο βραβεύτηκε με το Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Σεναρίου. Ο σκηνοθέτης επέστρεψε δυναμικά στη μεγάλη οθόνη μετά το πρώτο του πυροτέχνημά το 1992 (Reservoir Dogs) για να κατακτήσει τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες και μία θέση στην καρδιά όλων μας. Παρότι το οσκαρικό φαβορί του 1994 ήταν το «Forrest Gump» η διάκριση του Pulp Fiction ήταν ο προσωπικός θρίαμβος του σκηνοθέτη. Και αυτό γιατί εδραιώθηκε στο παγκόσμιο κινηματογραφικό στερέωμα και μπήκε για τα καλά στο κύκλωμα.

Το Pulp Fiction αγαπήθηκε ιδιαίτερα από το κοινό και εκτιμήθηκε για την πρωτοτυπία του. Ποιος μπορεί να ξεχάσει χαρακτήρες όπως ο Jules (Samuel L. Jackson), ο Wolf (Harvey Keitel) ή ατάκες όπως «They call it Royale with cheese» ή «Zed’s dead baby. Zed’s dead» ή τις «αμήχανες σιωπές»; Παρ’ όλα αυτά για πολλούς παραμένει μία ακαταλαβίστικη και υπερεκτιμημένη ταινία. Είναι;

Η αφίσα της ταινίας

Η ταινία πραγματεύεται τις παράλληλες και ενίοτε διασταυρούμενες ιστορίες δύο πληρωμένων δολοφόνων, της συζύγου ενός μαφιόζου, ενός μποξέρ τον οποίο κυνηγά ο υπόκοσμος και ενός ζευγαριού μικρο – ληστών. Και όλα αυτά γύρω και από έναν μυστηριώδη χαρτοφύλακα. Πράγματι αρκετά «άκυρη» ιστορία. Που έγκειται λοιπόν η μοναδικότητα της ταινίας;

O Ταραντίνο χειρίζεται με εξαιρετική μαεστρία τη δομή της ταινίας, τους χαρακτήρες και το διάλογο. Τα δυνατά σημεία του δηλαδή. Οι προαναφερθείσες ιστορίες μιλούν – μεταξύ άλλων – για την αφοσίωση, την ηθική, την προδοσία και τη θεία παρέμβαση. Ποιος είναι αυτός ο κώδικας που μας ωθεί να κάνουμε ή να μην κάνουμε κάτι; Υπάρχει μία ανώτερη δύναμη που επεμβαίνει στη ζωή μας; Υπάρχει εξιλέωση για έναν γκάνγκστερ; Ο δημιουργός ζωντανεύει τις τέσσερις ιστορίες μέσα στα πλάνα του χωρίς μεγαλοστομίες, απογυμνώνοντας τους χαρακτήρες μπροστά στην ανορθόδοξη αλήθεια και τα (ηθικά) διλήμματά τους.

Μεγάλο ατού είναι, όπως αναφέρθηκε, ο «ταραντινικός» διάλογος. Συζήτηση που δεν δίνει πληροφορίες για τη συνέχεια ή την πλοκή αλλά μας επιτρέπει να μπούμε στη θέση των χαρακτήρων, να δούμε την οπτική τους σε διάφορα θέματα. Ο Ταραντίνο γράφει επιμελημένα ατημέλητο καθημερινό διάλογο προσδίδοντας αυθεντικότητα και ρεαλισμό. Ακολούθησε την πετυχημένη τεχνική του από το Reservoir Dogs «άνθρωποι γύρω από ένα τραπέζι να μιλάνε πολλή ώρα επί άσχετων θεμάτων» μανιέρα που συναντάται σε όλες τις ταινίες του χτίζοντας τους ήρωες. Απομυθοποιεί έτσι τους ανθρώπους του υποκόσμου. Είναι συνηθισμένοι άνθρωποι, σαν και εμάς, που μιλάνε για τις εμπειρίες τους, φαγητό, μουσική, τηλεόραση, κουτσομπολεύουν, κάνουν χιούμορ. Το μοτίβο που ακολουθεί ο Ταραντίνο είναι εξαιρετικά έξυπνο και πρωτότυπο. Θέλει πολλή τέχνη να κάνεις ενδιαφέρον κάτι «αδιάφορο» …

Ο Ταραντίνο φέρεται με τρυφερότητα στους ήρωές του. Άλλωστε πάντα τους «προσέχει». Τους έχει μελετήσει προσεκτικά, έχουν παρελθόν, πάθη και προβλήματα όπως όλοι μας. Επιλέγει να μας δείξει την ανθρώπινη πλευρά τους. Καταφέρνει δε να μεταπηδά σε διάφορες θεματικές, επιστρέφοντας πάντα στην ίδια αφετηρία, παρόντων των εμποδίων και των εσωτερικών διλημμάτων των ηρώων.

Η εισαγωγική σκηνή της ταινίας

Ο άσσος του Κουέντιν όμως είναι η αφήγηση της ταινίας. Τις ιστορίες τις έχουμε δει άπειρες φορές όπως παραδέχεται και ο ίδιος. Περιπέτειες γκάνγκστερ, η (μυστηριώδης) γυναίκα του αφεντικού που πρέπει κάποιος να διασκεδάσει χωρίς να την αγγίξει, ο πειρασμός ενός μποξέρ που πρέπει να στήσει έναν αγώνα αλλά δεν το κάνει. Με την αφηγηματική του επιδεξιότητα όμως καταφέρνει να μας δώσει κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί. Ιστορίες που ξεμπλέκονται μπροστά στα μάτια μας και μπλέκονται μεταξύ τους με τελείως άναρχη χρονολογική σειρά. Μία ταινία που αρχίζει με το τέλος και τελειώνει με την αρχή, αφού στο μεταξύ έχει αναποδογυρίσει το σύμπαν…

Φυσικά δεν θα μπορούσε να λείπει η υπογραφή του δημιουργού. Οι πινελιές του σκηνοθέτη σε διάφορους τομείς της παραγωγής καθιστούν τόσο αξέχαστη αυτή την ταινία. Ένα παράξενο στυλ που δεν έχουμε ξαναδεί. Η ταινία έχει ρυθμό, καλοστημένες λεπτομέρειες, ιστορικές ατάκες, αιχμηρό (αντιρατσιστικό) μαύρο χιούμορ που προσφέρει πολύ γέλιο παρουσιάζοντας με ωμό ρεαλισμό τα πράγματα. Ο Ταραντίνο δεν φοβάται να απεικονίσει τη βία, να χρησιμοποιήσει εκ πρώτης όψεως ρατσιστικά αστεία και βωμολοχίες γιατί αντιλαμβάνεται ότι έτσι είναι ο κόσμος και έτσι μιλάει (ενδεικτικά η λέξη “fuck” χρησιμοποιείται 265 φορές – δύο φορές ανά λεπτό δηλαδή!). Ο σκηνοθέτης παρά το νεαρό της ηλικίας του ήξερε τι έκανε ακόμα και στο κάθε πλάνο του (λήψεις χαμηλής γωνίας για τη δυναμική της σκηνής στη μεγάλη οθόνη, trunk, table – two, following shots) βρίσκοντας ένα πολύ προσωπικό τρόπο να διηγείται ιστορίες. Όλα αυτά σε συνδυασμό με άπειρες αναφορές σε άλλες ταινίες, ρεύματα, τέχνη, κουλτούρα παρουσιάζουν και αποδεικνύουν την κινηματογραφική παιδεία του Ταραντίνο.

Η γοητευτική Uma Thurman στο ρόλο της Mia Wallace

Το αξέχαστο soundtrack της ταινίας – το ελληνικό τραγούδι του 1927 – «Μισιρλού» σε διασκευή του D.Dale έχει χαραχτεί στη μνήμη μας μετά την ατάκα στην αρχή της ταινίας «Everybody be cool, this is a robbery». Μόνον η αναφορά στη μουσική της ταινίας θέλει από μόνη της ένα άρθρο.

Ίσως η περίπλοκη αφήγηση και η μη ξεκάθαρη ύπαρξη κεντρικού θέματος δημιουργούν διηγηματική σύγχυση σε κάποιους ή εκνευρισμό γιατί δυσκολεύει την κατανόηση του βαθύτερου νοήματος της ταινίας. Πράγματι υπάρχουν στοιχεία που υπονομεύουν την αληθοφάνεια της (οι τρύπες στον τοίχο πριν πέσουν οι πυροβολισμοί) ή κάποιες συμπτώσεις (π.χ. η Mia βρίσκει τυχαία την ηρωίνη στο παλτό του Vincent και παθαίνει overdose – ή ο Butch πετυχαίνει τυχαία στο δρόμο τον Marsellus από τον οποίο προσπαθεί να διαφύγει και τον πατάει!). Κάποιοι μπορεί να την θεωρήσουν μονοδιάστατη. Αναφορικά με την «κλεψιά» για την οποία κατηγορείται ο Ταραντίνο (Φελίνι, Χίτσκοκ, Τακαμόρι) ο Πικάσο θεωρώ δίνει την απάντηση «οι καλοί καλλιτέχνες αντιγράφουν, οι σπουδαίοι καλλιτέχνες κλέβουν»

Ο Q.Tarantino δίνει οδηγίες στον John Travolta

Ο ευρηματικός Ταραντίνο με την εναλλακτική ματιά του άφησε εποχή αφού το moto του είναι «όταν κάνω μία ταινία θέλω να σημαίνει τα πάντα για μένα, λες και θα πέθαινα για αυτή».Δίνει λοιπόν όλο του το πάθος – στην καλύτερη ίσως ταινία του – παρουσιάζοντας ένα νέο κινηματογραφικό κίνημα και εδραιώνοντας τη σκηνοθετική του προσωπικότητα στον παγκόσμιο χάρτη της τέχνης. Η ταινία δεν περνά απαρατήρητη. Η ταραντινική συνταγή σε κάνει όταν τη δεις να πεις «δεν έχω ξαναδεί τέτοια ταινία” και να θες να την ξαναδείς. Από το πρώτο λεπτό μάλιστα σε κατακτά (για αρκετούς έχει από τις καλύτερες εισαγωγικές σκηνές).

Ο Ταραντίνο έχτισε δική του «σχολή» και δικαίως λοιπόν το Pulp Fiction διεκδικεί τον τίτλο μιας από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών γιατί είναι μοναδική: περίεργες ιστορίες γύρω από έναν γόρδιο δεσμό έντονης βίας, σκιαγράφησης αξιομνημόνευτων χαρακτήρων, εξαιρετικής μουσικής στο πλαίσιο μίας στυλιζαρισμένης, ατελείωτης – μα τόσο γοητευτικής – περί ανέμων και υδάτων φλυαρίας.


Πηγές φωτογραφιών: www.imdb.com

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ