«Σ’ αυτό τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν’ αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και να βρίσκεται.

Όταν, στο δρόμο της Θήβας, ο Oιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Oιδίποδα.»

Oμιλία στη Στοκχόλμη (κατά την τελετή απονομής του βραβείου Nόμπελ), 1963

Αναζητούσε τον Άνθρωπο. Η αναφορά του ήταν στον Άνθρωπο· στον εαυτό του, ή καλύτερα στους πολυπρόσωπους εαυτούς που ενυπάρχουν μέσα μας και συνυπάρχουν. Στους κόσμους του “είναι” μας που αυτόνομα βλασταίνουν και σμίγουν σε αυτό που θέλουμε και σε αυτό που πρέπει να μας ορίζει.

«Ποιος ξέρει αν η ζωή μου έγινε όπως έγινε και ξετυλίχτηκε πάνω σε δύο παράλληλους δρόμους. Ένα δρόμο υποχρεώσεων υπομονής, και συμβιβασμών, και ένα άλλο όπου περπάτησε χωρίς συγκατάβαση, ελεύθερο, το βαθύτερο εγώ μου.»

Γεννήθηκε στη Σμύρνη στην πρώτη αχτίδα του 20ου αιώνα. Το 1914, με την αρχή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η οικογένειά του εγκαταλείπει την Σμύρνη και εγκαθίσταται στην Αθήνα, κοντά στο Πεδίον του Άρεως. Ο νεαρός Σεφέρης αφήνει τότε πίσω του την πατρίδα, το καταφύγιο των παιδικών του αναμνήσεων, τη σκάλα του Βουρλά. Έκτοτε ο Σεφέρης θα βρίσκετε μονίμως σε αναζήτηση της πατρίδας -που δεν συμπίπτει κατ’ ανάγκη με τον τόπο του· σε αναζήτηση της Ιθάκης, ή πολύ περισσότερο σε αναζήτηση του ταξιδιού που θα τον φέρει πιο κοντά σε μια δική του Ιθάκη.

Το 1918 μεταβαίνει στο Παρίσι, όπου το 1921 αποκτά πτυχίο νομικής. Στα μέσα του 1924 ταξιδεύει στην Αγγλία για τις προετοιμασίες εν όψει των εξετάσεων στο Υπουργείο Εξωτερικών, ενώ το 1925 επιστρέφει στην Αθήνα για να διοριστεί το 1926 στη διπλωματική υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών ως ακόλουθος πρεσβείας. Πάντα μέσα του σιγοκαίει μια σπίθα ποιητική. Έζησε την διπλή ζωή του ποιητή και του διπλωμάτη. Για περισσότερα από 40 χρόνια υπέγραφε διπλωματικά έγγραφα ως Σεφεριάδης.

Περιδιαβαίνει την Ελλάδα· τους τόπους, τα μνημεία. Εστιάζει στους ανθρώπους· στις σχέσεις, στην επιφάνεια και την ουσία τους. Ψηλαφίζει το παρελθόν· την ιστορία, τους μύθους. Αγωνιά για το μέλλον. Νοσταλγεί τον τόπο του ζώντας στον τόπο του.

«Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει·
παραπετάσματα βουνών αρχιπέλαγα γυμνοί γρανίτες…»

Με τον τρόπο του Γ.Σ., Καλοκαίρι 1936

Κατά μια έννοια η γραφή του Σεφέρη εγκαινιάζει την μοντέρνα ποίηση στα ελληνικά γράμματα, παρόλο που ακολουθεί τους κανόνες της παραδοσιακής μετρικής. Ατενίζει το μέλλον με σύμμαχό του το φως· με το φως πρέπει να ζήσει:

«Ασπιδοφόρος ο ήλιος ανέβαινε πολεμώντας
κι από το βάθος της σπηλιάς μια νυχτερίδα τρομαγμένη
χτύπησε πάνω στο φως σαν τη σαΐτα πάνω στο σκουτάρι»

Ο Βασιλιάς της Ασίνης, Ημερολόγιο Καταστρώματος Α’, 1938-1940

Λόγω της διπλωματικής του καριέρας ταξιδεύει αδιάκοπα. Το 1941 νυμφεύεται την Μαρία Ζάννου, την Μάρω όπως την αποκαλούσε. Μετά την κήρυξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου εγκαθίστανται αρχικά στην Κρήτη, στα Χανιά, και αργότερα στην Αίγυπτο και στην Νότια Αφρική, ακολουθώντας την εξόριστη ελληνική Κυβέρνηση. Ζώντας στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, κατανοεί τον μεγάλο Αλεξανδρινό ποιητή, τον Καβάφη· βλέπει την πόλη με την ματιά του Ποιητή και συντονίζεται στον ποιητικό του σφυγμό.

Γιώργος και Μάρω Σεφέρη | Πηγή εικόνας: www.thessalonikiartsandculture.gr

Ήδη από το 1925 (και μέχρι το 1960) καταγράφει τα βιώματά του σε ημερολόγιο. Θέλει και ανατρέχει στη μνήμη όταν οι συγχρονικές συνθήκες τον απομονώνουν από την στιγμή. Είναι μια προσπάθειά του να μην ενδίδει στην ηττοπάθεια και την παραίτηση. Εκτός από τα γεγονότα, δίνει έμφαση σε φαινομενικά ασήμαντες στιγμές· αυτές που περνούν απαρατήρητες, μα αν τις προσέξεις συμπυκνώνουν όλο το νόημα της ζωής.

«Τα ποτάμια δεν παρηγορούν, θέλουν χαρούμενη καρδιά· το ίδιο ο Σηκουάνας, το ίδιο ο Τάμεσης, το ίδιο και ο Νείλος. Τα ποτάμια σ’ αφήνουν πάντα πίσω, καθώς κυλούν, μ’ αυτά που έχεις, πίκρες, βάσανα, απελπισίες.
Η θάλασσα λυτρώνει. Ένας άνθρωπος στην ακροποταμιά: από τις πιο θλιβερές εικόνες που υπάρχουν.»

Μέρες Δ’, 1943, Αλεξάνδρεια

Εκτός από τον ποιητικό Σεφέρη, υπάρχει και ο δοκιμιακός. Στα δοκίμια ανέπτυσσε τις απόψεις του για τα σύγχρονά του προβλήματα της γλώσσας και λογοτεχνίας. Έγραψε για τον Κάλβο, τον Δάντη, τον Παλαμά, τον Σικελιανό, τον Μακρυγιάννη, τον Καβάφη, τον Έλιοτ. Ο «Διάλογος πάνω στην ποίηση» λ.χ. -απόσπασμα από τον οποίο ακολουθεί- που έγινε με τον φιλόσοφο Κωνσταντίνο Τσάτσο ολοκληρώθηκε υπό ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες λογοκρισίας και περιορισμών, μιας και ο Τσάτσος βρισκόταν πολιτικός εξόριστος σε νησί.

«Ο αισθητικός μπορεί να κάνει πολλά ωραία πράγματα ακόμη· να οικοδομήσει, να εξηγήσει, να συνειδητοποιήσει διάχυτες πνευματικές αξίες, και όσο οξύτερος είναι τόσο το καλύτερο. Αλλά εκείνο που κάνουν οι περισσότεροι δικοί μας αισθητικοί, δεν είναι τίποτε άλλο παρά να δημιουργούν στο κοινό μια κατάσταση προσωπικής αντιδικίας με το έργο, που έρχεται να ιδεί ή ν’ ακούσει. Και μ’ αυτό τον τρόπο, βέβαια, δεν πηγαίνει κανείς στη βασιλεία των ουρανών. Συζητεί απέραντα, αλλά δε λειτουργεί αισθητικά».

Διάλογος πάνω στην ποίηση, Δοκιμές, 1944

Στον Πόρο, στην βικτωριανή βίλα Γαλήνη, το 1947, βρήκε την ηρεμία του και έγραψε το τριμερές αριστουργηματικό ποίημα «Κίχλη», δανειζόμενος τον τίτλο από το μικρό πλοίο που άραζε συνήθως μπροστά στο σπίτι:

«Ἄκουσα τὴ φωνὴ
καθὼς ἐκοίταζα στὴ θάλασσα νὰ ξεχωρίσω
ἕνα καράβι ποὺ τὸ βούλιαξαν ἐδῶ καὶ χρόνια-
τὄ᾿λεγαν «Κίχλη» ἕνα μικρὸ ναυάγιο- τὰ κατάρτια,
σπασμένα, κυματίζανε λοξὰ στὸ βάθος, σὰν πλοκάμια
ἢ μνήμη ὀνείρων, δείχνοντας τὸ σκαρί του
στόμα θαμπὸ κάποιου μεγάλου κήτους νεκροῦ
σβησμένο στὸ νερό. Μεγάλη ἀπλώνουνταν γαλήνη […]

Χώρες του ήλιου και δεν μπορείτε ν’ αντικρίσετε τον ήλιο.
Χώρες του ανθρώπου και δεν μπορείτε ν’ αντικρίσετε τον άνθρωπο.»

Κίχλη, 1947

Κατόπιν διορίζεται σύμβουλος στις ελληνικές πρεσβείες στην Άγκυρα και το Λονδίνο. Το 1953 επισκέπτεται για πρώτη φορά την θαλασσοφίλητη Κύπρο. Οι δεσμοί που αναπτύσσει με τον τόπο αυτό κάνουν το θαύμα και τον μεταφέρουν στο θαύμα των παιδικών του χρόνων.

«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες […]
Αηδόνι αηδόνι αηδόνι,
τ’ είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ΄ανάμεσό τους […]
πως τόσος πόνος τόση ζωή
πήγαν στην άβυσσο
για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.»

Ελένη, Κύπρον, ου μ’ εθέσπισεν…, 1955

Με τρόπο ρωμαλέο μα και συνάμα τρυφερό ο ποιητής μας ταρακουνά και μας θυμίζει ότι πολλές φορές τα ιδανικά μπορεί να είναι απατηλά, καθώς άλλες βαθύτερες συγκεκαλλυμένες αιτίες κινούν τα νήματα της ζωής των ανθρώπων. Τα φαντασιακά που κατά συνθήκη ασπαζόμαστε μπορεί να είναι παραπλανητικά και κίβδηλα.

Η ζωή δεν αξίζει να υποταχθεί σε τεχνητούς αυτοσκοπούς, πέρα και έξω από τη βίωση αυτής καθαυτής της ομορφιάς της ζωής.

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1955 θα αρχίσει ο Κυπριακός αγώνας κατά της αγγλικής κατοχής. Ο Σεφέρης από τις θέσεις του στο διπλωματικό σώμα θα παρακολουθήσει από πολύ κοντά τις φάσεις του κυπριακού δράματος. Κατά την θητεία του ως πρέσβης στο Λονδίνο (1957-1962) διαπραγματεύτηκε για την ανεξαρτησία της Κύπρου (1958-9). Λόγω της διαχείρισής του θεωρείται μάλλον ως μια αμφιλεγόμενη διπλωματική προσωπικότητα. Πάντως, πενήντα χρόνια αργότερα, κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι η θέση του ότι η Τουρκία είχε ως απώτερο στόχο τη διχοτόμηση δικαιώνεται.

Πηγή εικόνας: www.koutipandoras.gr

Το φθινόπωρο του 1960 συναντά τον Μίκη Θεοδωράκη στο Λονδίνο, και σε σύντομο χρονικό διάστημα (1962) ακολουθεί η πρώτη δημόσια εκτέλεση τεσσάρων μελοποιημένων ποιημάτων του με τον γενικότερο τίτλο Επιφάνια. Έτσι η πένα του Σεφέρη μετουσιώνεται σε λαϊκή λαλιά και σφραγίζεται στη συλλογική συνείδηση και μνήμη, ορθώνοντας φράγμα κραταιό στη λήθη.

Το 1963 η Σουηδική Ακαδημία τον τιμά με την ύψιστη οικουμενική διάκριση του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας, αναγνωρίζοντας ότι στην ποίησή του συμπυκνώνεται αυτό που ο ίδιος ονόμασε επιγραμματικά «καημό της ρωμιοσύνης». Η σύγχρονη ελληνική παράδοση των γραμμάτων εισέρχεται έτσι για πρώτη φορά στον κύκλο της υψηλής διεθνούς διανόησης, χαρίζοντας σε όλους τους Έλληνες στέρεα βάθρα περηφάνειας και συγκίνησης, για να τον ακολουθήσει στα επόμενα χρόνια ο ραψωδός του Αιγαίου, ο Οδυσσέας Ελύτης (1979).

Με την εγκαθίδρυση της δικτατορίας των Συνταγματαρχών στην Ελλάδα (21/04/1967), ο Σεφέρης σχεδόν δραπετεύει στο Princeton. Παρά το ισχυρό έρεισμα που διέθετε στον πυρήνα του ελληνικού λαού, δεν αισθανόταν ότι έπρεπε να έχει έναν ρόλο ξεσηκωτή κατά την περίοδο της χούντας. Έχει πει χαρακτηριστικά «Το βραβείο Νόμπελ είναι ένα τυχαίο γεγονός, τίποτα παραπάνω. Δεν είναι διορισμός». Τον Μάρτιο του 1969 αποφάσισε να λύσει τη σιωπή του και να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου στο στρατιωτικό καθεστώς για την τραγωδία στην οποία οδηγούσε τη χώρα, στέλνοντας την ιστορική -πλέον- δήλωσή του κατά της χούντας στην Ελληνική Υπηρεσία του BBC.

Έχοντας αποσυρθεί από την διπλωματική του σταδιοδρομία οριστικά ήδη από το 1963, έχει αφιερωθεί στον φλογερό, ασίγαστο και ανυπότακτο ποιητικό εαυτό του.

Ανάσα ζωής του ήταν η ποίηση, και η ποίησή του πνοή ζωής.

Ανήμερα της 25ης Μαρτίου του ’71 εκδράμουν με την γυναίκα του Μάρω στο Σούνιο, ψάχνοντας να βρουν το όνομα κάποιων φυτών, αν είναι σπάρτα ή ασφάλαχτοι. Το τελευταίο του ποίημα επιγράφηκε “Επί Ασπαλάθων”:

«Ήταν ωραίο το Σούνιο τη μέρα εκείνη του Ευαγγελισμού
πάλι με την άνοιξη.
Λιγοστά πράσινα φύλλα γύρω στις σκουριασμένες πέτρες
το κόκκινο χώμα κι ασπάλαθοι
δείχνοντας έτοιμα τα μεγάλα τους βελόνια
και τους κίτρινους ανθούς.
Απόμακρα οι αρχαίες κολόνες, χορδές μιας άρπας αντηχούν ακόμη…»

Επί Ασπαλάθων, 1971

Έφυγε από την ζωή στις 20 Σεπτεμβρίου 1971. Η κηδεία του προσέλαβε τον χαρακτήρα εκδήλωσης εναντίον του καθεστώτος των Συνταγματαρχών. Όλη η Ελλάδα, σαν ένα σώμα μια ψυχή, σύσσωμη μετέφερε τον κορυφαίο ποιητή στην απέναντι όχθη του Αχέροντα, στην αθανασία.

Στα χείλη όλων οι στίχοι από το ποίημά του “Άρνηση”, από την πρώτη του ποιητική συλλογή (Στροφή, 1931):

«Στο περιγιάλι το κρυφό
κι άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέρι·
μα το νερό γλυφό.

Πάνω στην άμμο την ξανθή
γράψαμε τ’ όνομά της·
ωραία που φύσηξεν ο μπάτης
και σβήστηκε η γραφή.

Mε τί καρδιά, με τί πνοή,
τι πόθους και τί πάθος,
πήραμε τη ζωή μας· λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή.»

Ένα ποίημα υπόμνηση. Μια συνεχής και ατέρμονη Οδύσσεια, που βάζει πλώρη για νέες Ιθάκες, για νέα αχαρτογράφητα νερά. Ή για Ιθάκες που χάνονται και δεν επιστρέφουν πια. Ή και για Ιθάκες που νομίζουμε ότι έχουμε κατακτήσει και κατέχουμε καλά, αλλά πάντα θα είναι φευγαλέες και απατηλές· που θα βυθίζονται ως νέες Ατλαντίδες σε νέους πόθους και πάθη. Αλλά και που θα αναγεννώνται ως νέα λάβα επιθυμίας για όνειρο και ζωή.

«Κι αλλάξαμε ζωή…»

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ