Το 1969 ο τηλεοπτικός αστέρας Ρικ Ντάλτον, με τη βοήθεια του κασκαντέρ και φίλου του Κλιφ Μπουθ, προσπαθεί να σώσει την καριέρα του σε μια μεταβατική περίοδο για την βιομηχανία του θεάματος στο Λος Άντζελες.

Ο Ταραντίνο ζωντανεύει το Χόλυγουντ στα τέλη του ’60 με έντονα χρώματα. Με αέρα νοσταλγίας και παιδικής τρυφερότητας παντρεύει πραγματικότητα και μυθοπλασία στριμώχνοντας αμέτρητες αναφορές στην πιο απολαυστική – αν και ολίγον ανοικονόμητη – ταινία του που καταλήγει σε μια απερίγραπτα βίαιη σεκάνς.

Η μεγάλη αλλαγή βρίσκει απροετοίμαστο τον τηλεοπτικό σταρ Ρικ Ντάλτον (Λεονάρντο ΝτιΚάπριο), ο οποίος δεν μπορεί να μεταβεί στη μεγάλη οθόνη ακολουθώντας τις νέες επιταγές της βιομηχανίας του θεάματος. Μετά τη γουέστερν σειρά της δεκαετίας του ‘50 «Bounty Law» ο παραγωγός Μάρτιν Σβάρζ (Αλ Πατσίνο) του προτείνει (με το μαλακό) να συμμετάσχει σ’ ένα σπαγγέτι γουέστερν. Ο Ρικ βλέπει την καριέρα του να βουλιάζει καθώς θεωρεί τα σπαγγέτι γουέστερν πολύ κακής ποιότητας έργα, κάτι σαν φάρσες. Βιώνει λοιπόν την εμπειρία του ξεπερασμένου από την εποχή πρωταγωνιστή, με όνειρα που ανήκουν πλέον στο παρελθόν, ενώ την ίδια στιγμή αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα με τον αλκοολισμό. Ακροβατεί ανάμεσα στην πτώση και την δυναμική επιστροφή με την πτώση να έχει προβάδισμα. 

Ο Κλιφ Μπουθ από την άλλη  – το alter ego του Ρικ – είναι ένας πράος άνθρωπος που στηρίζει τον Ρικ, εκτελεί χρέη οδηγού, μάστορα, κασκαντέρ, ψυχολόγου και σε κάθε περίπτωση πιστού φίλου. Φαίνεται έτοιμος για όλα αν και το μόνο που ζητά είναι ηρεμία στη ζωή του, ίσως γιατί, όπως φημολογείται, σκότωσε τη γυναίκα του και το παρελθόν του τον καταδιώκει. Ο Ρικ συνειδητοποιεί ότι γείτονές του είναι ο τότε πολύ γνωστός λόγω της ταινίας «Το μωρό της Ρόζμαρι» σκηνοθέτης Ρόμαν Πολάνσκι και η γοητευτική σύζυγός του Σάρον Τέιτ (Μάργκοτ Ρόμπι), η οποία είναι ηθοποιός. Το πως θα συναντηθούν οι τρεις διαφορετικές ιστορίες του Ρικ, του Κλιφ και της Σάρον είναι η περίτεχνη ταραντινική διασταύρωση ώστε να φτάσουμε στο περίφημο καλοκαίρι του 1969.

Ο Ταραντίνο, στην πιο προσωπική του ταινία, καταπιάνεται με ένα μεταβατικό Χόλυγουντ και παραλλάσσει την πραγματικότητα αφηγούμενος το δικό του παραμύθι. Περιπλανιόμαστε στους φωτεινούς δρόμους του Χόλυγουντ, μιας πόλης που δεν κοιμάται ποτέ, της πόλης των φώτων και του θεάματος που πίσω της βέβαια κρύβει ανασφάλεια, τυχοδιωκτισμό, άγχος και οξυμένο ένστικτο επιβίωσης. Οπλισμένος με φιλμ ο δημιουργός εγκλωβίζει στο φακό του την ποπ κουλτούρα, τους χίπηδες, την καλοπέραση αλλά και τις ψυχοφθόρες δυσκολίες του επαγγέλματος. Ο σπουδαίος μαέστρος εμπνευσμένος από τα κλασικά γουέστερν και αποδίδοντας φόρο τιμής στον αγαπημένο του σκηνοθέτη Σέρτζιο Λεόνε και τις ταινίες του (Κάποτε στην Αμερική, Κάποτε στη Δύση) σκηνοθετεί με το δικό του τρόπο (εστιάζοντας κλασικά στην αφήγηση, το διάλογο και τη βία) αυτό που ο ίδιος ονομάζει Χόλυγουντ της παιδικής του ηλικίας. 

Αναπαριστώντας πιστά την εποχή με εξαιρετική «λεπτοδουλειά» στο σχεδιασμό παραγωγής, που τιμήθηκε με βραβείο Όσκαρ, ο Κουέντιν ανοικοδομεί το Χόλυγουντ. Η λεπτομέρεια με την οποία έχει στηθεί το σκηνικό είναι αξιοθαύμαστη. Και δεν είναι μόνο τα κτίρια, τα αυτοκίνητα και τα μπαρ αλλά ακόμα και οι αφίσες των ταινιών, οι στιλιστικές επιλογές, τα περιοδικά ακόμα και τα διάφορα αντικείμενα στους πάγκους (όπως το Γεράκι της Μάλτας). Χαρίζει δε άφθονο γέλιο ειδικά στην σκηνή όπου ο Κλιφ συναντά τον Μπρους Λι και παίζουν ξύλο!

Χειρίζεται ωστόσο αρκετά διαφορετικά την πραγματική ιστορία της Σάρον Τέιτ και του Τσαρλς Μάνσον (στα σεναριακά χνάρια του Άδωξοι Μπάσταρδοι). Το σημαντικότερο μειονέκτημα της ταινίας είναι η μεγάλη της διάρκεια. Και ιδιαίτερα οι σκηνές που δεν βοηθούν στην ανάπτυξη των χαρακτήρων και την εξέλιξη της πλοκής αλλά περισσότερο εξυπηρετούν την γνωστή ταραντινική αμετροέπεια, ενδεχομένως εν προκειμένω και την ύπαρξη κάποιων ονομάτων στο βασικό cast.

Το πρωταγωνιστικό και ιδιαίτερα ταιριαστό δίδυμο ΝτιΚάπριο – Πιτ που όμοιό του είναι αυτό του Ρόμπερτ Ρέντφορντ και του Πολ Νιούμαν στην ταινία «Το Κεντρί» του 1973, δημιούργησε μεταξύ του τέτοια χημεία που ο Ταραντίνο «επέτρεψε» και τον αυτοσχεδιασμό, πράγμα σπάνιο για ταινία του.

Πολλοί κατηγορούν τον Ταραντίνο για απλές και εντέχνως τοποθετημένες σινεφίλ αναφορές προς επίδειξη των «κινηματογραφικών γνώσεών» του. Παρ’ όλα αυτά ο συγκεκριμένος σκηνοθέτης χρησιμοποιεί δημιουργικά την κινηματογραφική ιστορία και τους ήρωές του για να αναφερθεί σε κάτι και ποτέ δεν το κάνει τυχαία. Για παράδειγμα στη σκηνή συζήτησης του Πατσίνο με τον ΝτιΚάπριο ο Ταραντίνο συνθέτει μια πολύπλοκη αναφορά. Το 1983 στην ταινία «Ο Σημαδεμένος» ο ίδιος ο Πατσίνο – ως πρωταγωνιστής – πυροβολεί ασταμάτητα από τη σκάλα της έπαυλής του. Το 2009 στο «Άδωξοι Μπάσταρδοι» του Ταραντίνο είδαμε Ναζί να φλέγονται σε μια κινηματογραφική αίθουσα. Και τώρα στο «Κάποτε στο Χόλυγουντ» ο Πατσίνο εξηγεί πόσο του άρεσε η σκηνή που ο Ρικ Ντάλτον έκαψε από τη σκάλα με φλογοβόλο τους Ναζί («Ι love that stuff, you know, the killing»). Αρκετά περίπλοκο.

*βραβεύτηκε με 2 Όσκαρ (Β’ Ανδρικού Ρόλου, Σχεδιασμός Παραγωγής)

*2019, 161’

*Η ταινία διατίθεται στο Netflix

Δείτε το trailer της ταινίας:

Πηγή φωτογραφιών: www.athinorama.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ