Strange fruit: H ιστορία ενός έθνους με άρωμα Café Society και το μοναδικό ηχόχρωμα της Billie Holiday

0
Πηγή εικόνας: www.history.com

της Μαρίας Τσούκα

Η δουλεία στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής καταργείται στα τέλη του 1865, μετά από έναν εμφύλιο πόλεμο καθώς και τα αέναα χρόνια εκμετάλλευσης, με την ενσωμάτωση στο Σύνταγμα της περίφημης 13ης τροπολογίας: Neither slavery nor involuntary servitude, except as a punishment for crime whereof the party shall have been duly convicted, shall exist within the United States, or any place subject to their jurisdiction.

Η καταλυτική όμως αυτή εξέλιξη δεν σηματοδοτεί αυτόματα και τη βελτίωση των συνθηκών στις οποίες ζούσαν οι μαύροι, ειδικά στις πρώην δουλοκτητικές πολιτείες του Νότου. Παρά κάποιες προσπάθειες για τη θεσμοθέτηση πολιτικών δικαιωμάτων και την ουσιαστική ενσωμάτωση των νέων πολιτών στην αμερικανική κοινωνία, έως και τα τέλη της δεκαετίας του 1870, οι ρατσιστές οπαδοί της λευκής κυριαρχίας στον Νότο αντεπιτίθενται. Παραστρατιωτικές ομάδες βασανίζουν και σκοτώνουν μαύρους, καίνε τα μαγαζιά τους ή τις εκκλησίες τους –χτυπώντας πιο πολύ απ’ όλα με μένος οποιαδήποτε υποψία ανόδου μιας μαύρης μεσαίας τάξης. Για να αποκλείσουν τους μαύρους από την εκλογική διαδικασία θεσμοθετούν προϋποθέσεις για τους ψηφοφόρους όπως τον αλφαβητισμό. Αυτό βέβαια έχεις σαν αποτέλεσμα να βρεθούν εκτός εκλογικών καταλόγων και πολλοί λευκοί κατώτερων οικονομικά στρωμάτων. Όσον αφορά το πολιτικό σύστημα διαπράττονται επιπλέον διαφθορές καθώς και πλήρης φυλετικός διαχωρισμός μεταξύ μαύρων και λευκών σε όλη τη δημόσια σφαίρα. Μάλιστα το 1896 το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ διατυπώνει ότι ο φυλετικός διαχωρισμός είναι συνταγματικά αποδεκτός, εφόσον οι παροχές ήταν ίδιας ποιότητας για λευκούς και μαύρους (separate but equal), επισφραγίζοντας την ισχύ ενός ρατσιστικού νομικού πλαισίου, το οποίο αργότερα σε κάποια άλλη ήπειρο θα ονομαστεί απαρτχάιντ και το οποίο θα παραμείνει σε ισχύ ως τη δεκαετία του 1960.

Στις αρχές του 20ου αιώνα, με την εκλογή του Wilson το 1912, οι συνθήκες βρίσκουν τους μαύρους ελεύθερους σε τυπικό πλαίσιο αλλά ακριβώς το αντίθετο σε κοινωνικό πλαίσιο. Οι μαύροι δεν έχουν τη δυνατότητα να φοιτούν στις ίδιες εκπαιδευτικές μονάδες με τους λευκούς, τους ίδιους κοινόχρηστους χώρους, τα ίδια μέσα μαζικής μεταφοράς καθώς επίσης και τις ίδιες τουαλέτες. Μάλιστα ο φυλετικός διαχωρισμός επεκτείνεται στο στρατό και στις δημόσιες υπηρεσίες.

Λιντσαρίσματα και Ηνωμένες Πολιτείες σε κρίση

Τα λιντσαρίσματα αποτελούν έκφραση της λευκής τρομοκρατίας έναντι των μαύρων από τη μία μεριά και από την άλλη αγωνιστών για τα πολιτικά δικαιώματα όπως Εβραίοι, καθολικοί κλπ. Κάποιες φορές τα λιντσαρίσματα πραγματοποιούνται από τις δημόσιες αρχές. Ωστόσο στις περισσότερες των περιπτώσεων, ο λευκός όχλος ξεσηκώνεται και τιμωρεί εγκλήματα που μπορεί να είναι και φανταστικά και σεξουαλικού κυρίως περιεχομένου. Πιθανόν τα συγκεκριμένα εγκλήματα διαπράττονται από μαύρους άνδρες εναντίον αδύναμων γυναικών.

Τα λυντσαρίσματα αποτελούν σε τέτοιο βαθμό το σήμα-κατατεθέν των Πολιτειών του Νότου, ώστε συχνά αποτυπώνονται σε φωτογραφίες ή καρτ-ποστάλ, επιχρωματισμένες ή μη, που τυπώνονται σε χιλιάδες αντίτυπα και κυκλοφορούν μαζικά σαν σουβενίρ, κανονικοποιώντας τέτοιου είδους διαδικασίες και ταυτόχρονα «διαφημίζοντας» τη δικαιοσύνη του Νότου και τη λευκή τρομοκρατία εναντίον των μαύρων, αλλά και γενικότερα εναντίον όσων παλεύουν για τα πολιτικά δικαιώματα. Συχνά μάλιστα ολόκληρα χωριά ποζάρουν με περηφάνια μπροστά από τα αποτελέσματα της θηριωδίας τους.

7 Αυγούστου 1930, πόλη Μάριον στην Ιντιάνα του φωτογράφου Lawrence Beitler | Πηγή εικόνας: rarehistoricalphotos.com

Μια από αυτές τις καρτ ποστάλ, οδηγεί σε μια σειρά συνταρακτικών γεγονότων. Στις 7 Αυγούστου 1930, ο φωτογράφος Λόρενς Μπίτλερ (Lawrence Beitler) αποτυπώνει το λυντσάρισμα των μαύρων Τόμας Σιπ (Thomas Shipp) and Άμπραμ Σμιθ (Abram Smith) από τον όχλο της πόλης Μάριον (Marion) στην Ιντιάνα. Οι Σιπ και Σμίθ, μαζί με τον έφηβο Τζέιμς Κάμερον (James Cameron), κατηγορούνται ότι λήστεψαν και σκότωσαν έναν λευκό εργάτη και ότι βίασαν τη φίλη του. Κάτω από αυτό το πρίσμα την επόμενη ημέρα της σύλληψής τους, ο λευκός όχλος παραβιάζει τις πόρτες του κρατητηρίου, αρπάζει τους Σιπ και Σμιθ και τους λυντσάρει με βιαιότητα: σύμφωνα με υπολογισμούς, το πλήθος περιλάμβανε περίπου 5.000 ανθρώπους, μεταξύ των οποίων γυναίκες και παιδιά, όπως φαίνεται και από την ιστορική φωτογραφία. Η εικόνα του Λόρενς Μπίτλερ θα κυκλοφορήσει ευρέως και θα έχει μια απρόσμενη συνέπεια.

Ένας από αυτούς που βλέπουν τη φωτογραφία είναι και ο Έιμπελ Μιροπόλ, Εβραίος δάσκαλος -με καταγωγή από τη Ρωσία- στο διάσημο δημόσιο σχολείο ΝτεΒίτ Κλίντον (DeWitt Clinton) του Μπρονξ στη Νέα Υόρκη. Εκτός από τα διδασκαλία, ασχολείται και με τη συγγραφή: με το ψευδώνυμο Λιούις Άλαν (Lewis Allan) δημοσιεύει ποιήματα, θεατρικά έργα και χρονογραφήματα σε εφημερίδες και περιοδικά της εποχής, ενώ μετά το 1945 θα εγκαταλείψει πλήρως τη διδασκαλία και θα αφιερωθεί αποκλειστικά στη συγγραφική του δραστηριότητα.

Ένας τέτοιος άνθρωπος λοιπόν δεν θα μπορούσε παρά να συγκλονιστεί αντικρίζοντας τη φωτογραφία με το λυντσάρισμα στην Ιντιάνα. Σε τέτοιο βαθμό που να τον «στοιχειώνει» για μέρες όπως έχει σχολιάσει. Τελικά γράφει το ποίημα Bitter Fruit (Πικρό Φρούτο), μια πικρή καταγγελία των λυντσαρισμάτων και της ρατσιστικής βίας στις πολιτείες του Νότου, το οποίο και δημοσιεύει το 1937 στην εφημερίδα του Συνδικάτου των Δασκάλων New York Teacher. Το συγκεκριμένο ποίημα μελοποιήθηκε αργότερα και πήρε τον τίτλο Strange Fruit. :

«Τα δέντρα του νότου κουβαλούν ένα περίεργο φρούτο. Αίμα στα φύλλα και αίμα στη ρίζα. Μαύρα σώματα να λικνίζονται στο νότιο αεράκι. Περίεργο φρούτο κρεμασμένο από τις λεύκες// Ποιμενικές σκηνές στον ηρωικό Νότο. Τα διογκωμένα μάτια, το παραμορφωμένο στόμα. Αρωμα μανόλιας, γλυκό και φρέσκο. Υστερα η ξαφνική μυρωδιά της καμένης σάρκας. // Να ένα φρούτο για να ραμφίσουν τα κοράκια. Να το μαζέψει η βροχή, να το ρουφήξει ο αέρας»

Ηχογραφήθηκε πρώτη φορά το 1939 από την Μπίλι Χόλιντεϊ. Την πρώτη φορά που τραγουδήθηκε ζωντανά στο προοδευτικό Café Society της Νέας Υόρκης δεν υπήρξε ούτε ένα χειροκρότημα για να το υποδεχτεί. Τα τραγούδια διαμαρτυρίας ήταν την περίοδο εκείνη ένα άγνωστο είδος. Ένας άνθρωπος κάπου στο βάθος της αίθουσας άρχισε να χειροκροτά. Στη συνέχεια τον ακολούθησε ολόκληρη η αίθουσα. Μια νέα περίοδος για το αμερικανικό τραγούδι είχε μόλις γεννηθεί.

Φυσικά και υπήρξαν αντιδράσεις και η τραγουδοποιός δεν μπορούσε να εμφανιστεί σε μια σειρά από πολιτείες. Σε πολλές περιπτώσεις το κοινό και οι ιδιοκτήτες των κέντρων τραμπούκισαν τόσο την τραγουδίστρια όσο και τους μουσικούς της εξαιτίας του. Αυτό όμως δεν την πτοούσε. Αυτό που της έδινε κουράγιο σε κάθε εμφάνισή της ήταν η εικόνα του πατέρα της, όπως λέει η ίδια, την οποία ανακαλούσε σε κάθε εκτέλεση. Ο Κλάρενς Χόλιντεϊ, μουσικός και ο ίδιος, θα πεθάνει το 1937. Στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου είχε εκτεθεί σε αέρια μουστάρδας που του προκάλεσαν επιπλοκές στους πνεύμονες. Θα πεθάνει σε ένα νοσοκομείο του Τέξας σε μια πτέρυγα αποκλειστικά για μαύρους με τους γιατρούς να του αρνούνται ιατρική περίθαλψη. Δολοφονημένος πιθανόν από Αμερικάνους.

Μέσα στο πρόσωπο της Μπίλι Χόλιντει και στην συνέχεια των απογόνων της αντικατοπτρίζεται ο λυγμός ενός ολόκληρου έθνους και η λύτρωση που προκαλείται μέσα από το τραγούδι και τον ήχο. Ξεπερνούν τον χρόνο και τον χώρο και αφηγούνται μια ιστορία παλιά όσο και ο άνθρωπος. Ο λόγος που μπορεί ο καθένας μας να συγκινηθεί με το συγκεκριμένο τραγούδι και τα όσα έλαβαν χώρα στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι ακριβώς ότι τα γεγονότα αυτά δεν αποτελούν «καρτ ποστάλ» από το παρελθόν μόνο. Η βία, ο ρατσισμός, η ξενοφοβία και ο φυλετικός διαχωρισμός συνεχίζουν να διαδραματίζονται σε σκηνή ελληνική, με πρωταγωνιστές ακόμα και κοντινά μας πρόσωπα…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ