Γράφει η Βασιλική Τζαγκαράκη.

Κάτοχος τριών βραβείων Όσκαρ, πρωταγωνίστρια σε μια από τις θρυλικότερες ταινίες του παγκόσμιου σινεμά, η Ingrid Bergman πίστευε ότι πρέπει να είμαστε αληθινοί και πως ο κόσμος θαυμάζει το αυθεντικό. Γι’ αυτό κι εκείνη σε όλη της τη ζωή, ήταν ο εαυτός της, ακόμη κι όταν μια ολόκληρη χώρα ήταν εναντίον της.

Η Ingrid Bergman γεννιέται στις 29 Αυγούστου του 1915 στη Στοκχόλμη. Η Γερμανίδα μητέρα της πεθαίνει όταν εκείνη είναι τριών χρονών και την φροντίδα της αναλαμβάνει εξ ολοκλήρου ο πατέρας της. Ο τελευταίος, λάτρης τη φωτογραφίας και της όπερας, στέλνει την κόρη του για μαθήματα φωνητικής και συνηθίζει να την φωτογραφίζει. Δυστυχώς, όμως, η Ingrid χάνει και τον πατέρα της σε ηλικία 13 χρονών και την φροντίδα της αναλαμβάνουν συγγενείς της.

«Ήμουν το πιο ντροπαλό άτομο που υπήρξε ποτέ, όμως υπήρχε ένα λιοντάρι μέσα μου που δεν μπορούσε να ησυχάσει»

Αν και είναι ντροπαλό και κλειστό παιδί, δηλώνει από μικρή πως θέλει να γίνει ηθοποιός, και λατρεύει να παίζει διάφορους ρόλους μόνη της. Στα 23 της κερδίζει μια υποτροφία για τη δραματική σχολή του Βασιλικού Θεάτρου της Σουηδίας, και μόλις ένα χρόνο αργότερα κάνει το κινηματογραφικό της ντεμπούτο. Η πρώτη της εμφάνιση στην «Ασημένια Οθόνη» είναι στην σουηδική ταινία “The Count of the Old Town”. Το 1939 όμως έρχεται η ευκαιρία που της αλλάζει την ζωή. Ο παραγωγός David O. Selznick την βλέπει στην σουηδική ταινία “ Intermezzo” και της προτείνει να ταξιδέψει στο Hollywood, για να πρωταγωνιστήσει στo αμερικάνικο ριμέικ της με σκηνοθέτη τον Gregory Ratoff και πρωταγωνιστή τον Leslie Howard. Εκείνη δέχεται και αφήνει πίσω τον πρώτο της σύζυγο και τη νεογέννητη κόρη της. Από την πρώτη τους συνάντηση ο Selznick της ζητάει να αλλάξει το όνομα της, τα φρύδια της και το χαμόγελό της. Η Bergman φυσικά αρνείται, διατηρώντας τη φυσική της εμφάνιση κι ομορφιά. Η ταινία γίνεται επιτυχία κι η πρωταγωνίστρια εντυπωσιάζει με την ερμηνεία της, την εργατικότητα της αλλά την εμφάνιση της. Αυτή η φυσικότητα στην εμφάνιση την διαφοροποιεί από τις άλλες πρωταγωνίστριες της εποχής, με το έντονο βάψιμο και την στυλιζαρισμένη παρουσία.

Τα επόμενα τρία χρόνια η Bergman δουλεύει στην Αμερική, τη Σουηδία και τη Γερμανία. Το 1942 πρωταγωνιστεί στην θρυλική “Casablanca” του Michael Curtiz. Η Bergman υποδύεται την Ilsa, μια νεαρή γυναίκα παντρεμένη με μέλος της τσέχικης αντίστασης. Στην προσπάθεια της Ilsa και του άντρα της να ξεφύγουν, φτάνουν στην Καζαμπλάνκα με απώτερο σκοπό να φύγουν για την Αμερική. Εκεί η Ilsa συναντάει τον παλιό της έρωτα, που τον υποδύεται ο Humphrey Bogart. Η ταινία προτείνεται για 8 Όσκαρ και κερδίζει τα βραβεία της καλύτερης ταινίας, του καλύτερου σεναρίου και του καλύτερου σκηνοθέτη. H ίδια η Bergman είχε δηλώσει πως γύριζαν την ταινία χωρίς να ξέρουν το σενάριο και το τέλος της ιστορίας, ενώ δεν είχαν ιδέα το πόσο σημαντική και διαχρονική θα είναι η ταινία αυτή.

Το 1943 έρχεται η πρώτη της υποψηφιότητα για Όσκαρ για την ταινία “For Whom the Bell Tolls” σε σκηνοθεσία του Sam Wood. Η ταινία βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ernest Hemingway. Λέγεται μάλιστα ότι η πρωταγωνίστρια ήταν επιλογή του Αμερικανού συγγραφέα για το ρόλο της κεντρικής ηρωίδας, Maria. Το Όσκαρ τελικά έρχεται την επόμενη χρονιά για την ερμηνεία της στην ταινία “Gaslight” του George Cukor. H επιτυχημένη της πορεία συνεχίζεται, καθώς συνεργάζεται με τον Alfred Hitchcock. Η πρώτη τους συνεργασία είναι στην ταινία “Spellbound” μαζί με τον Gregory Peck, που γίνεται εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία. Ακόμη μεγαλύτερη επιτυχία είναι η επόμενη τους ταινία, το “Notorious”. H Bergman παίζει μαζί με τον Cary Grant για μια ακόμη φορά και πρωταγωνιστεί σε μια από τις πιο δημοφιλείς και ενδιαφέρουσες ταινίες του σινεμά. Έτσι γίνεται μια από τις πιο επιτυχημένες και χαρακτηριστικές πρωταγωνίστριες του Hitchcock.

Παρά την επιτυχία της στο Hollywood, η ηθοποιός δεν εφησυχάζει κι αναζητάει νέες καλλιτεχνικές προκλήσεις. Όταν βλέπει την “Rome, Open City” του Ιταλού νεορεαλιστή σκηνοθέτη Roberto Rossellini, «μαγεύεται» από την ρεαλιστικότητα των σκηνών και των ηθοποιών, στοιχεία που δεν υπήρχαν στο αμερικάνικο κινηματογράφο. Γράφει ένα γράμμα στον σκηνοθέτη, όπου ουσιαστικά του ζητά να γνωριστούν και να συνεργαστούν. Το 1950, την σκηνοθετεί στην ταινία “Stromboli”. Η Bergman «λάμπει» όχι με την βοήθεια των κινηματογραφικών προβολέων των Studio, αλλά κάτω από τον ήλιο της ιταλικής επαρχίας. Στα γυρίσματα της ταινίας, η Bergman μένει έγκυος από τον σκηνοθέτη και ξεσπάει σκάνδαλο, καθώς είναι παντρεμένη από το 1937. Στην Αμερική, η παράνομη σχέση γίνεται θέμα ακόμη και στην Γερουσία και κηρύσσεται “Persona non grata” στη χώρα. H Bergman όμως δεν πτοείται, παίρνει διαζύγιο, μένει στην Ιταλία, παντρεύεται τον Rosselini και αποκτούν μαζί συνολικά 3 παιδιά, δουλεύοντας σε ευρωπαϊκές παραγωγές, παράλληλα.

Το 1957 χωρίζει και πρωταγωνιστεί στο ιστορικό δράμα, “Anastasia” του Anatole Litvak. Το δεύτερο Όσκαρ για αυτή την ερμηνεία της είναι η καλύτερη επιστροφή, που θα μπορούσε να κάνει στο Hollywood και η καλύτερη απάντηση που θα μπορούσε να δώσει στους επικριτές της. Κάνει έναν τρίτο γάμο, και συνεχίζει να δουλεύει ασταμάτητα, έχοντας πλέον καθιερωθεί τόσο στην Αμερική όσο και στην Ευρώπη. Το τρίτο και τελευταίο της Όσκαρ, της απονέμεται για τον καλύτερο δεύτερο ρόλο για την ταινία “Murder on the Orient Express” του Sydney Lumet, ενώ αξιοσημείωτη είναι η συνεργασία της με τον συμπατριώτη της Igmar Bergman το 1978, στην “Φθινοπωρή Σονάτα”. Η τελευταία της δουλειά είναι στην τηλεόραση λίγους μήνες πριν πεθάνει το 1982 στην σειρά “A Woman Called Golda”. Για την ερμηνεία της, βραβεύεται με Emmy, που όμως το παραλαμβάνει η μεγάλη κόρη της Pia, αφού εκείνη «φεύγει» στις 29 Αυγούστου του 1982, την ημέρα των γενεθλίων της.

Η Ingrid Bergam θεωρείται μέχρι σήμερα μια από τις μεγαλύτερες ηθοποιούς του παγκόσμιου κινηματογράφου. Δεν περιορίστηκε στα στενά όρια της «Μέκκας» της κινηματογραφικής βιομηχανίας, αλλά ακολούθησε τις καλλιτεχνικές της ανησυχίες και την αγάπη της για την δουλειά της. Δεν δίσταζε ποτέ να θυσιάσει την εικόνα της ή ακόμη την οικογένειά της για την τέχνη της, λέγοντας πως στη ζωή δεν μπορείς να τα έχεις όλα, και πως πάνω απ’ όλα αγαπούσε την υποκριτική.

“Δεν έχω τύψεις, δεν θα είχα ζήσει τη ζωή μου, όπως έκανα, αν με ένοιαζε τι θα πει ο κόσμος για μένα”


Δικαιώματα εικόνας: Courtesy of Ernest Bachrach/John Kobal Foundation/Getty Images

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ