Όταν έπεσε στην αντίληψή μας πως οι ιστορικές εκδόσεις της “Εστίας”, που έχoυν φιλοξενήσει μεταξύ άλλων τους “μεγάλους” μας ποιητές, προχώρησαν στην έκδοση του μυθιστορήματος του 23χρονου(!) Φοίβου Οικονομίδη, με τίτλο “Βορράς”, αποφασίσαμε πως πάση θυσία έπρεπε να μιλήσουμε με τον ίδιο.

Από τους Hλεκτρολόγους Μηχανικούς, τα μπλιμπλίκα και τα καλώδια του ΕΜΠ, στη σκηνοθεσία 2 ταινιών μικρού μήκους -The subtle art of going insane(2018), Camera Obscura(2020)-, στην ποίηση, τη μουσική σύνθεση και εν τέλει στη συγγραφή του πρώτου του μυθιστορήματος (που απ’ ότι φαίνεται έπεισε και με το παραπάνω το “Βιβλιοπωλείον της Εστίας“), ο Φοίβος πειραματίστηκε με πολλά από μικρός.

Η λέξη “ευτυχία” όμως και όσα περικλείει τον ιντρίγκαραν σε σημείο που όλες του οι σκέψεις έπρεπε να αποτυπωθούν στο χαρτί πάση θυσία. Και ευτυχώς για μας, δεν δίστασε να κάνει να ανθίσει μία ιδέα που του ήρθε ενώ οδηγούσε.

Σε εννιά μέρες τα συναισθήματα των ανθρώπων θα παγώσουν. Ένας κομήτης θα πέσει στη Γη, οι τοξίνες του θα απελευθερωθούν στην ατμόσφαιρα και εξαιτίας τους οι άνθρωποι θα αισθάνονται για το υπόλοιπο της ζωής τους ακριβώς όπως αισθάνονταν την ώρα της σύγκρουσης. Ο Αλέξανδρος, φοιτητής στην Αθήνα, θα σκάψει βαθιά μέσα και γύρω του και θα πασχίσει να κατανοήσει τους ανθρώπους, τον έρωτα, τον πόνο και τη νοσταλγία· αγωνιά να προφτάσει την ευτυχία, ώστε να την εξασφαλίσει για πάντα.” (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Αλλά ας πει καλύτερα τα πράγματα με τα δικά του λόγια.

Ποια ήταν η έμπνευση για την πλοκή του βιβλίου;

     Από τη μια, το εύρημα του κομήτη, ότι δηλαδή ένας κομήτης θα πέσει ξαφνικά στη Γη και θα καταδικάσει τους ανθρώπους σε αυτό το αιώνιο «πάγωμα» των συναισθημάτων τους ήταν μια ιδέα που μου ήρθε ξαφνικά, καθώς οδηγούσα. Στην αρχή με ιντρίγκαρε η ιδέα ενός ανθρώπου που για το υπόλοιπο της ζωής του καταδικάζεται σε ένα αποκλειστικό συναίσθημα, και πολύ σύντομα μετά ήρθε η εικόνα ενός κομήτη που επιβάλλει αυτή την καταδίκη. Μου άρεσε το παράλογο του πράγματος, ότι εξαιτίας ενός φαινομένου κάπως σουρεάλ οι ζωές των ανθρώπων θα άλλαζαν τόσο απότομα και καθοριστικά. Είναι ένα υπερβολικό σενάριο, αλλά ένα που βρίσκει εφαρμογή στην καθημερινότητά μας, ειδικά σε αυτήν του τελευταίου χρόνου. 

Η κεντρική ιδέα όμως της ιστορίας, η αναζήτηση της ευτυχίας μέσα από τα μάτια ενός νέου ανθρώπου, είναι κάτι που με απασχολεί, όπως πολλούς, μονίμως. Επηρέασε πολύ τη διαμόρφωση της κεντρικής ιδέας και μετέπειτα την ιστορία την ίδια το άγχος, ο θυμός, η μοναξιά που κυκλοφορούν σήμερα διάχυτα, με την τρομερή αβεβαιότητα, το Ίντερνετ, τους τρελούς ρυθμούς, τη γενικότερη σύγχυση. Ειδικά στους νέους ανθρώπους. Δεν είναι ότι δεν αποτελούσε βέβαια το ζήτημα της ευτυχίας πάντοτε προβληματισμό των ανθρώπων, αυτό εννοείται, απλώς ένιωσα την ανάγκη να γράψω μια ιστορία που να το εξερευνά, ακριβώς επειδή αυτή η υπαρξιακή αγωνία είναι έντονη, και για μένα, και για τους ανθρώπους γύρω μου. 

Θεωρείς ότι η αναζήτηση της ευτυχίας πρέπει να καταλήξει κάπου ή αρκεί και μόνο το ταξίδι της διερεύνησης;

Δεν είμαι σίγουρος. «Φιλοσοφικά» πιστεύω πως η αναζήτηση και μόνο, το ότι βγήκες έξω κι έζησες, το ότι κινητοποιήθηκες και έψαξες στον κόσμο να βρεις την ευτυχία αρκεί, γιατί στην τελική αυτό αποτελεί μια ζωή. Έτσι δημιουργούμε, έτσι βιώνουμε συγκινήσεις. Όταν διάβασα το “μύθο του Σίσυφου” του Καμύ τον ένιωσα αρκετά “κοντά μου”. Η ζωή είναι παράλογη, η δυστυχία είναι το ίδιο πιθανό να σε βρει με την ευτυχία κι εσύ καλείσαι να αγωνιστείς, να αρνηθείς τη βεβαιότητα του θανάτου και της ήττας και να προχωρήσεις, να σπρώξεις το βράχο σου κι ας πέφτει, κι ας ξαναρχίζεις για πάντα. Αυτό όμως το ανικανοποίητο στην πραγματικότητα δυσκολεύομαι να το αποδεχθώ. Νιώθω πως θα έπρεπε να υπάρχει κάποιος πιο απτός προορισμός. Ίσως βέβαια το συνεχές και το ανικανοποίητο να ταυτίζονται με τη ζωή, ενώ η πλήρης ικανοποίηση να ταιριάζει περισσότερο στο θάνατο. 

“Αξίζει” στη σημερινή Ελλάδα να κάνει κάποιος τέχνη, όσον αφορά τη συγγραφή και την σκηνοθεσία;

Εξαρτάται πώς ορίζεις το “αξίζει”. Η τέχνη είναι ανάγκη. Είναι πηγαία η ανάγκη των ανθρώπων να παράγουν τέχνη και να την καταναλώνουν. Ταυτόχρονα βλέπω σε όλο τον κόσμο, και ίσως στην Ελλάδα ακόμα πιο έντονα, μια τραγική υποτίμηση και περιθωριοποίηση του κλάδου της τέχνης, ειδικά στην περίοδο του κορωνοϊού. Κι αυτό ισχύει για τη συγγραφή, τη σκηνοθεσία, το χορό, τη μουσική, όλες τις τέχνες ανεξαιρέτως… είναι κάπως σκοτεινά τα πράγματα. Οπότε ναι, αξίζει η τέχνη στην Ελλάδα και παντού, και υπάρχουν πολλοί νέοι άνθρωποι που έχουν πάρα πολλά να δώσουν και όλοι μας την έχουμε ανάγκη. Το ερώτημα είναι αν υποστηρίζεται η τέχνη, τόσο σε πλαίσιο πανδημίας όσο και έξω από αυτό, ώστε να ενθαρρύνονται και να αντέχουν οι καλλιτέχνες να την παράγουν. 

Πώς τα πας με την κριτική; Την δέχεσαι;

Νομίζω πως τα πηγαίνω καλά. Από τα πρώτα έργα που ολοκλήρωσα, τις μικρού μήκους για παράδειγμα, βίωσα την αυστηρή κριτική ως κάτι πολύ πιο “ικανοποιητικό” από μια αμιγώς θετική. Ανυπομονώ κάθε φορά να ακούσω τι δεν άρεσε σε κάποιον γιατί έτσι μπαίνω σε σκέψεις, αμφισβητώ το έργο και τον εαυτό μου και αυτό το αισθάνομαι πολύ δημιουργικό. Από τη στιγμή που βγαίνει κάτι στον κόσμο σταματάει να υπάρχει μονοσήμαντα, υπάρχουν πλέον διαφορετικές εκδοχές του σε διαφορετικά μάτια και άρα είναι αυτονόητο το να μην το υποδεχτούν όλοι με ανοιχτές αγκάλες. Στην τελική, εννοείται πως μια αποκλειστικά θετική κριτική είναι πολύ ενθαρρυντική για να συνεχίσεις, είναι ένα χτύπημα στην πλάτη. Μια αρνητική κριτική όμως μπορεί να αποτελέσει σπρώξιμο.

Πώς θα χαρακτήριζες τον εαυτό σου με μία λέξη;

Δυσκολεύομαι λίγο να απαντήσω. Είναι δύσκολο να περιγράψεις οποιονδήποτε άνθρωπο με μια λέξη, πόσο μάλλον τον εαυτό σου. Θα με χαρακτήριζα πάντως σίγουρα ανήσυχο. 

Σήμερα στα 23 σου χρόνια, ποια είναι η φιλοσοφία σου για τη ζωή; 

Γενικώς, διαρκώς με απασχολούν ζητήματα σχετικά με την ευτυχία, τη νοσταλγία, τη μοναξιά. Τα ευνοεί και η εποχή μας σίγουρα. Πιστεύω ότι υπάρχει κάποια ισορροπία μεταξύ μιας ανθρώπινης καθημερινότητας και μιας ασταμάτητης αναζήτησης, την οποία θέλω να διατηρώ. Δεν μπορώ να πω πως έχω κάποια στέρεη φιλοσοφία απέναντι στη ζωή, αυτή ανατρέπεται συχνά, μάλλον επειδή έχω πολύ διάβασμα να ρίξω και πολλά να ζήσω, αλλά σίγουρα αποδέχομαι περισσότερο την παροδικότητα της ευτυχίας, που είναι και το ζήτημα του Βορρά και σίγουρα βοήθησε πολύ η συγγραφή του σε αυτό. Θεωρώ πως η ζωή είναι γεμάτη παράδοξα, πως το σημαντικότερο σε αυτήν είναι οι άνθρωποί μας, ακόμα και αν οι άλλοι είναι όντως τελικά η «κόλαση», πως αξίζει να βυθιζόμαστε στα συναισθήματα, όποια κι αν είναι αυτά, ακριβώς επειδή αξίζει να ζούμε, και να βρισκόμαστε πάντα σε επαγρύπνηση, δημιουργική, πολιτική, συναισθηματική. 

Από την στιγμή που το βιβλίο σου βρίσκεται στα ράφια των βιβλιοπωλείων, νιώθεις ευθύνη απέναντι στο κοινό που θα το διαβάσει; 

Ο καθένας έχει ευθύνη απέναντι στο κοινό του. Είναι απαραίτητη η ενσυναίσθηση, να προσέχεις να μην προσβάλλεις τον άλλο, να μην προπαγανδίσεις και ούτω καθεξής. Οπότε έγραψα το βιβλίο, πιστεύω, υπεύθυνα. Αλλά δεν θα έλεγα ότι «νιώθω» ευθύνη. Όπως τα περισσότερα έργα, έτσι κι ο Βορράς ξεκινάει από κάτι πολύ προσωπικό, έχω βάλει πολύ από τον εαυτό μου μέσα του. Χαίρομαι πάρα πολύ που μου δίνεται η ευκαιρία να το μοιραστώ και συγκινούμαι ακόμα περισσότερο να ακούω ότι κάποιον αυτό τον άγγιξε, όμως πλέον το τι θα κάνει ο καθένας με αυτό το έργο αφορά τον ίδιο, είναι «δικό» του. 

Τι έχεις στο μυαλό σου όταν σκηνοθετείς ή γράφεις, σε σχέση με αυτό που θέλεις να προβάλλεις και να εισπράξεις;

Δεν είναι κάτι σταθερό. Πάντα έχεις κάτι που θες να πεις, σε κάθε ξεχωριστό έργο, και προσωπικά πιστεύω πως έχεις πετύχει όταν αυτό το κάτι ο άλλος δεν το έχει αναγκαστικά «καταλάβει», το έχει όμως νιώσει. Ξεκινάω λοιπόν από αυτό που θέλω να πω, την κεντρική ιδέα, το ζήτημα του έργου. Αυτό θέλω να προβληθεί και η αντίδραση του ανθρώπου που θα το δει ή θα το διαβάσει, αν υπάρξει κάποια αντίδραση, είναι αυτό που θέλω να εισπράξω. Για παράδειγμα, πρόσφατα προβαλλόταν η δεύτερη ταινία μικρού μήκους μου, το «Camera Obscura», στο Thessaloniki International Short Film Festival. Είναι μια ταινία αρκετά σκοτεινή, ασχολείται με το θέμα του φόβου, της δειλίας και του λάθους. Την είδε ένας φίλος και μου έστειλε ύστερα να μου πει τα σχόλιά του και όταν τον ρώτησα πώς είχε νιώσει όταν η ταινία τελείωσε, μου είπε «άσχημα». Οπότε, όσο αστείο κι αν ακούγεται, πίστεψα πως κάτι είχαμε καταφέρει. 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ