Στον απόηχο ενός εξαιρετικού κινηματογραφικά φθινοπώρου – όπως μας συνηθίζει άλλωστε το

φθινόπωρο, με διανομή των περισσότερων φεστιβαλικών ταινιών της προηγούμενης σεζόν – φιλοξενείται ακόμα “αθόρυβα” σε λιγοστές ελληνικές αίθουσες μία ταινία πολυσήμαντη και συνταρακτική. Η Celine Sciamma (Water Lilies, Tomboy) γράφει και σκηνοθετεί (κερδίζοντας επάξια στις Κάννες Βραβείο Σεναρίου και Queer Palm) ένα “πορτραίτο” που αξίζει την προσοχή μας για πάρα πολλούς λόγους. Η ταλαντούχα σκηνοθέτιδα επιλέγει, με ιδιοφυή τρόπο, αυτή τη φορά, την πιο κατάλληλη μυθοπλασία για να θίξει “ήσυχα” αλλά και με σαφήνεια όλα αυτά που ξέρει ότι θέλει να πει και που είναι παραπάνω από ικανά να δημιουργήσουν πνευματικό και συναισθηματικό θόρυβο στο θεατή της: Στην Βρετάνη του 1770, μία κοντέσα προσλαμβάνει μία νεαρή ζωγράφο, την Μαριόν (Noemie Merlant), προκειμένου να ζωγραφίσει το πορτραίτο της νεαρής κόρης της Ελοΐζ (Adele Haenel), ώστε να σταλεί σύμφωνα με την παράδοση της εποχής στο μελλοντικό σύζυγό της στην Ιταλία, πριν από τον προκαθορισμένο, καταναγκαστικό τους γάμο. Η νεαρή Ελοΐζ, που μοιράζεται μαζί με όλες τις γυναίκες την σκληρή μοίρα της εποχής (ακόμα και με την ίδια της τη μητέρα, που απαιτεί τώρα, από εκείνη να υποστεί ό,τι και η ίδια πριν από χρόνια) αρνείται πεισματικά να ποζάρει σε οποιονδήποτε καλλιτέχνη γι ́ αυτό τον σκοπό (μία στάση πραγματικής αλλά και συμβολικής αντίστασης, απέναντι όχι μόνο σε οποιοδήποτε ετεροκαθορισμό, αλλά και στην παθητικότητα ενός άψυχου αντικειμένου έμπνευσης απέναντι στο βλέμμα του κάθε αδιάκριτου καλλιτέχνη ή θεατή). Προκειμένου να καμφθεί πονηρά η άρνησή της, η Μαριόν αφού της παρουσιάζεται ως απλή συνοδός στις εξωτερικές της βόλτες, την παρατηρεί διεξοδικά και στηριζόμενη στη μνήμη της, επιχειρεί κρυφά κάθε βράδυ τη δημιουργία του εικαστικού της έργου…

Ενός πορτραίτου που αναμενόμενα στερείται ζωής, πραγματικότητας και “ψυχής”, στοιχεία που

συμβολικά θα εμπλουτίσουν τη δεύτερη απόπειρα δημιουργίας, αυτή που θα συντελεστεί με τη βαθιά γνωριμία, συνεργασία, και συναίνεση των δύο γυναικών. Η Μαριόν και η Ελοΐζ, καλλιτέχνης και υποκείμενο πια, της έμπνευσης, αντίστοιχα, θα μείνουν – στο δεύτερο μέρος της ταινίας – μόνες και ελεύθερες να μοιραστούν την πραγματικότητά τους, την ανάγκη τους για αγάπη, ελευθερία και ουσιαστική ανθρώπινη επαφή, και θα δημιουργήσουν μεταξύ τους ένα βαθύ, ειλικρινή και ισοδύναμο ερωτικό δεσμό, τόσο σύγχρονο που σπάνια τον συναντάς ακόμα και σήμερα. Ο πόθος τους για τη ζωή, θα είναι η κύρια δύναμη σε κάθε τί που θα τις ενώσει, η βασική αιτία για το άσβηστο πάθος που θα μοιραστούν η μία για την άλλη.

Πέρα από τις δεδομένες άμεσες και έμμεσες κοινωνικές αναφορές της Sciamma, σε έναν κόσμο που ο θηλυκός άνθρωπος – σε όλους τους χαρακτήρες της ταινίας – απλά και ξεκάθαρα στερείται από την πατριαρχία να αναπτύξει την δυναμική του και να αξιοποιήσει τον ίδιο του τον εαυτό, (οκ, μπορεί να έχουν υπάρξει αρκετές μέχρι τώρα ταινίες που θίγουν το ίδιο κοινωνικό ζήτημα), η ταινία μας προτείνει έναν πραγματικά σύγχρονο προβληματισμό, απέναντι στον έρωτα, στην τέχνη ακόμα και στον ίδιο τον φεμινισμό.

Έναν έρωτα στον οποίο κανείς δεν υπερέχει από τους δύο, κανείς δεν έχει ανάγκη να επιβληθεί ή έστω να “διδάξει” καλοπροαίρετα (σε αντίθεση με το τόσο κλασικό μοτίβο που έχουμε δει επανειλημμένως στο σινεμά, με τον καλλιτέχνη – δάσκαλο που γοητεύεται και εμπνέεται από μία κενή αισθητική ή από μία χαριτωμένη ανθρώπινη αφέλεια, με την αντίστοιχη “αφέλεια” να γοητεύεται από την γνώση και τη σοφία του καλλιτέχνη), έναν έρωτα που στηρίζεται στα δεδομένα και όχι στα ωραιοποιημένα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και στη φαντασίωση, που βασίζεται στην ειλικρίνεια και στην σπαρακτική αγάπη

για τη ζωή και τη δημιουργία. Έναν έρωτα – περνώντας στον προβληματισμό της γενεσιουργού αιτίας της τέχνης – που είναι μεγαλύτερος από την ίδια τη ζωή, που δεν χωράει εντός της, τόσο που η τελευταία δεν έχει άλλη επιλογή παρά να τον εξορίσει μακριά της, στο αβίωτο, ανεκπλήρωτο μα και αιώνια ζωντανό κόσμο της τέχνης. Είναι λοιπόν, η τέχνη το μόνο συγκινητικό ίχνος που μπορεί να αφήσει ο άνθρωπος απέναντι σε βιώματα και συναισθήματα που είναι τόσο υπερβατικά ώστε να χωρέσουν στην πραγματικότητα; Πώς αλλιώς θα ζήσει κάθε ζωή που επέλεξε να μη ζήσει έναντι κάποιας άλλης και κάθε έρωτα που απώθησε βίαια και πικρά από την ανάγκη του να ανήκει στον πεζό και πρακτικό κόσμο; “Ο Ορφέας επιλέγει” όπως λέει η Μαριόν, αντιπαραβάλλοντας το μύθο του Ορφέα και της Ευρυδίκης σε μία

από τις πιο πνευματικές σκηνές της ταινίας, “επιλέγει να γυρίσει να τη δει. Επιλέγει να είναι ποιητής και όχι ερωτευμένος”. Η τέχνη, φαίνεται να μας θυμίζει η Sciamma, είναι το πιο δημιουργικό ίχνος του ανεκπλήρωτου βιώματος, εδώ ενός αντισυμβατικού έρωτα, στην πραγματική ζωή.

Ως προς το ουσιαστικό “φεμινιστικό” στίγμα της ιστορίας, όλα φαίνεται να ξεκινούν από έναν ευρύτερο ανθρωπισμό που ξεπερνά οποιαδήποτε στράτευση και επιτήδευση. Παρά την δεδομένη καταπιεστική πραγματικότητα όλων των γυναικείων χαρακτήρων, σκοπίμως, καμιά τους δεν θυματοποιείται. Η αντίστασή τους, πηγάζει φυσικά και δυνατά, από κάτι τόσο δεδομένο για τον κάθε άνθρωπο όσο η αναπνοή του : θέλουν να ζήσουν. Ούτε να κατακτήσουν, ούτε να επιβληθούν, ούτε να “θορυβήσουν” ξεχωρίζοντας με αλαζονεία μέσα στον κόσμο. Η “γυναικεία” ματιά της ταινίας, κάτι για το οποίο ερωτήθηκαν επανειλημμένως και επιμόνως οι συντελεστές – γιατί άραγε;- σε όλα τα φεστιβάλ όπου φιλοξενήθηκε η ταινία, επεξηγείται με σαφήνεια και αποστομωτικά μέσα από τις ίδιες τις ηρωίδες, για όποιον έχει την όρεξη να τις ακούσει.

“Πάντα ήθελα να το κάνω αυτό.”

“Να πεθάνεις;”

“Να τρέξω…”

Αν κάτι τόσο ανθρώπινο, έχουμε την ανάγκη να το χαρακτηρίσουμε “γυναικεία” ματιά, θα είχε

ενδιαφέρον να αναρωτηθούμε σε τί συνίσταται ακριβώς και από τί διαχωρίζεται η δεύτερη επιλογή (η “αντρική ματιά;”, δεδομένη και γι’ αυτό μάλλον σχεδόν ανύπαρκτη φράση), και εν συνεχεία να ομολογήσουμε ότι, πιθανότατα, δεν θα ήταν καθόλου άσχημα να ήταν συχνότερα ο κόσμος ιδωμένος απ’ αυτό το συγκινητικά ανθρώπινο βλέμμα.

Σε μία εποχή που από πολλούς ο σύγχρονος φεμινισμός αποκαλείται με θρασύτητα, (σκόπιμη;) αφέλεια και κυρίως άκαρδα, επιθετικός, γραφικός μέχρι και καταστροφικός, θα μπορούσαμε να αναλογιστούμε για μια φορά με ειλικρίνεια, εγγύτητα και με όση συναισθηματική νοημοσύνη περισσεύει στον καθένα, τι σημαίνει σε οποιαδήποτε εποχή και για οποιοδήποτε φύλο, να στερείσαι την μία και μοναδική σου ευκαιρία να ζήσεις ταυτόχρονα με το δικαίωμά σου στην αυτοδιάθεση. Κι ως προς το σήμερα, πόσες ακόμα γυναίκες στον πλανήτη αδυνατούν να πάρουν τον εαυτό τους ουσιαστικά στα χέρια τους, να στηριχτούν στα – κατά παράδοση αιώνων “ευνουχισμένα” τους – πόδια, και απλώς να “τρέξουν” κατά μήκος της ζωής τους με τον τρόπο που επιθυμούν.

Κατά τα λοιπά, ένα υπέροχο γυναικείο καστ (με την Noemie Merlant να ξεχωρίζει και να συγκλονίζει σε κάθε σκηνή), ερμηνεύει υποδειγματικά ένα κείμενο που ισορροπεί απολαυστικά ανάμεσα στην ποίηση και στον ρεαλισμό, και αποδίδεται με υψηλής αισθητικής και πλούσια νοηματικά πλάνα, γεμάτα συμβολισμούς, συνοδευόμενα μόνο από το φυσικό ήχο και τη σιωπή της πραγματικότητας, συνθέτοντας μία από τις πιο ενδιαφέρουσες ταινίες της απερχόμενης χρονιάς. Και αν μάλιστα, όσα εξομολογήθηκαν οι συντελεστές της στις πολλές συνεντεύξεις τους, περί κλίματος απόλυτης ισότιμης και γόνιμης συνεργασίας κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, ισχύουν, πρόκειται, αν μη τι άλλο, για ένα καλλιτεχνικό έργο που επιβεβαιώνει κατά τη δημιουργία του το ίδιο το πολύτιμο νόημα που επιδίωξε να μοιραστεί.

*Η Ντες Μπουμπουχεροπούλου είναι πτυχιούχος της Νομικής Αθηνών. Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές (”Οι μαθητευόμενοι σε παρένθεση” το 2011 από τις εκδόσεις Χαραμάδα, ”Οι καλύτερες μέρες” το 2012 από τις εκδόσεις Ιωλκός, ”Το Παράθυρο” το 2019 από τις εκδόσεις Bibliotheque) και μία συλλογή διηγημάτων (”Μέρα ή νύχτα;” το 2019 από τις εκδόσεις 24 γράμματα)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ