Σπύρος Ρίτσαρντ Χαγκαμπιμάνα: Ευθύνη είναι να βλέπεις τον κίνδυνο και να πράττεις το σωστό

Το πρώτο μέρος της συνέντευξης με τον Σπύρο Ρίτσαρντ Χαγκαμπιμάνα, το όνομα του οποίου έχει συνδεθεί με τη φημολογία που τον θέλει πρώτο Έλληνα, μαύρο (υποψήφιο) βουλευτή.

0

Θηβών 196-198, Υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου. Τρίτος όροφος, αριστερά, η δεύτερη πόρτα. Αυτή ήταν η διαδρομή που ακολούθησα ως το γραφείο του Σπύρου Ρίτσαρντ Χαγκαμπιμάνα. Με υποδέχτηκε με ένα πλατύ χαμόγελο που έσπασε γρήγορα τον πάγο. «Κύριε Χαγκαμπιμάνα, ευχαριστώ πολύ που με δεχτήκατε». «Σπύρο να με λες» είπε αμέσως «και θα μιλάμε στον ενικό αν είναι εύκολο».

Ο Σπύρος Ρίτσαρντ Χαγκαμπιμάνα, Έλληνας πολίτης με καταγωγή από το Μπουρούντι, βρέθηκε στο επίκεντρο πολλών συζητήσεων το τελευταίο διάστημα, αφού συμμετείχε ως πρώτος σε ψήφους σύνεδρος από τη Β’ Πειραιά στις εσωκομματικές εκλογές της Νέας Δημοκρατίας του περασμένου Οκτώβρη. Πολύ περισσότερο, όμως, το όνομά του έχει συνδεθεί με μια φημολογία που τον θέλει πρώτο Έλληνα, μαύρο (υποψήφιο) βουλευτή. Προς το παρόν όμως, δηλώνει ότι είναι απολύτως επικεντρωμένος στα καθήκοντά του ως υποδιοικητής της Υπηρεσίας Ταυτοποίησης και Ασύλου του Υπουργείου Μετανάστευσης, όπου εργάζεται την τελευταία διετία.

Ήταν η ευκαιρία να συζητήσουμε πολλά για τη μέχρι τώρα ζωή του. Μια ζωή που θα μπορούσε να αποτελέσει σενάριο για best seller μυθιστόρημα, γεμάτη μεταπτώσεις. Από καθοριστικός παράγοντας στην εθνική συμφιλίωση της πατρίδας του, βρέθηκε στη φυλακή με τη ψευδή κατηγορία για υποκίνηση πραξικοπήματος. Δύο όμως είναι οι σταθερές του σε όλη αυτή την πορεία: η αγάπη προς τον πλησίον και η προσήλωσή του στο δημοκρατικό ήθος.

Ακολουθεί η συνέντευξη που μας παραχώρησε.


Έχει ενδιαφέρον να μας μιλήσεις για το πώς βρέθηκες αρχικά στην Ελλάδα.

Όλα ξεκίνησαν όταν ήρθα από το Μπουρούντι στην Ελλάδα για να σπουδάσω στο Πολεμικό Ναυτικό (στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων), το 1991. Λίγες μέρες αφού τελείωσα τις σπουδές μου, και ενώ έπρεπε να γυρίσω, έγινε ένα πραξικόπημα στο Μπουρούντι και δεν μπορούσα να επιστρέψω. Η πρώτη δύσκολη απόφαση που κλήθηκα να πάρω σα νέος αξιωματικός ήταν να παραιτηθώ από το στρατό του Μπουρούντι. Ως απόφοιτος της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων, σεβόμενος την παιδεία μου και τον Λαό του Μπουρούντι που με είχε στείλει για σπουδές, δεν μπορούσα δεχτώ να υπηρετήσω τη δικτατορία. Ήταν μια πρώτη πολιτική και πατριωτική μου τοποθέτηση. Ζήτησα και έλαβα πολιτικό άσυλο.  Αφού πήρα την απόφαση να μείνω στην Ελλάδα, εισήλθα στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ.

Πώς ένας Καθολικός από το Μπουρούντι γίνεται Ορθόδοξος;

Το 1994, ήμουν νέος, όταν διεπράχθη γενοκτονία στη γειτονική Ρουάντα, με σκοτεινό ρόλο μελών του κλήρου της Καθολικής Εκκλησίας.  Από τη στενοχώρια μου αποφάσισα να μην ξαναπάω ποτέ στην εκκλησία, παρ’ ότι ήμουν πολύ θρήσκος. Σκεφτόμουν ποιόν θα μπορούσα να συναντήσω εκεί ως δήθεν ιερέα! Πιθανότατα να συναντούσα αυτόν που έβαλε λουκέτο στη εκκλησία (Saint Paul στο κέντρο της πρωτεύουσας Κιγκάλι) κλειδώνοντας μέσα αμάχους ανθρώπους, γυναίκες και παιδιά, που είχαν κρυφτεί στον ναό για να σωθούν και κάλεσε τους γενοκτόνους τους! Φρικτά γεγονότα συνέβησαν εκείνη τη μαύρη χρονιά του 1994, κατά τη διάρκεια της γενοκτονίας στη Ρουάντα και μας πλήγωσαν πολύ. Συμβάντα παρόμοια ή και χειρότερα από αυτά που συμβαίνουν σήμερα στην Ουκρανία, χωρίς ωστόσο να είναι τόσο γνωστά στον κόσμο.

Εκείνη την εποχή λοιπόν, και ενώ βρισκόμουν στην Ελλάδα, ένας συνάδελφος από τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, ο Ηλίας Σαρρής με κάλεσε στο σπίτι του για το οικογενειακό γεύμα των Χριστουγέννων. Η συζήτηση πήγε στα θρησκευτικά ζητήματα, κι όταν τους είπα την προσωπική μου στάση, ο πατέρας του και μετέπειτα νονός μου ξαφνιάστηκε. Με ρώτησε αν θα μπορούσα να προσχωρήσω στο Ορθόδοξο δόγμα, ώστε να βρω την ηρεμία της ψυχής μου. Δεν ήμουν εξ’ αρχής σύμφωνος αλλά υποσχέθηκα ότι θα μπορούσα πρώτα να μάθω το Δόγμα και να αποφασίσω αργότερα. Λίγες ημέρες αργότερα επισκεφτήκαμε τον πρώην Μητροπολίτη Πειραιώς, κ. Καλλίνικο και κατόπιν, μετά από συζήτηση, συμφωνήσαμε να ξεκινήσω κατηχητικά μαθήματα για έξι μήνες. Όταν τελείωσα τα μαθήματα, ο Σεβασμιώτατος με ρώτησε αν θέλω να βαφτιστώ Ορθόδοξος. «Ασφαλώς» του απάντησα, και ήταν μια συνειδητή απόφαση.

Και πήρες το όνομα «Σπύρος».

Με βάφτισε ο πατέρας και η μητέρα του συμμαθητή μου, ο Ναύαρχος Ιωάννης Σαρρής και η Ευαγγελία (Λίτσα) Σαρρή, πρώην Αντιδήμαρχος του Δήμου Πειραιά. Το όνομα «Σπύρος» δεν το διάλεξα τυχαία, ήταν συμβολική η επιλογή του. Συνδέεται με το γεγονός ότι ο πατέρας της Νονάς μου, ο Δάσκαλος Γόγος Σπυρίδων (τον αγαπάω πολύ αν και δεν το είδα ποτέ εν ζωή) έφυγε από τη ζωή χωρίς να έχει εγγόνι με το όνομά του.

Συγκινήθηκα πολύ όταν έμαθα την ιστορία αυτή και μόλις με ρώτησαν πώς θα ήθελα να ονοματιστώ, δεν το σκέφτηκα στιγμή. Ήταν τεράστια τιμή για εμένα να βαφτιστώ με το όνομα του πατέρα της νονάς μου. Κουβαλάω λοιπόν το όνομα του παππού και είμαι πάρα πολύ υπερήφανος για αυτό. Μπήκα κανονικά στην κολυμβήθρα, φορώντας άσπρο χιτώνα, ενώ ως πρώην Καθολικός Χριστιανός θα μπορούσα απλώς να κάνω Χρίσμα. Όλο αυτό μου δίνει την τόλμη και τη σιγουριά να λέω ότι ναι μεν ονομαζόμουν Ρίτσαρντ, αλλά πλέον προτιμώ το Σπύρος. Γιατί δεν είναι ένα όνομα που μου δόθηκε τυχαία, αλλά επέλεξα συνειδητά μετά από έξι μήνες κατηχητικών μαθημάτων του Ορθοδόξου δόγματος να βαφτιστώ και να πάρω το όνομα του παππού.

Τι είναι αυτό που κάνει έναν Έλληνα να είναι Έλληνας; Με άλλα λόγια, αρκεί να νιώθει κανείς Έλληνας για να είναι;

Όχι, δεν αρκεί να νιώθεις Έλληνας. Πρέπει να είσαι Έλληνας. Και για να γίνεις Έλληνας, πρέπει να έχεις την ελληνική παιδεία. Αυτό που έλεγε πριν από πολλά χρόνια ο Ελευθέριος Βενιζέλος είναι ότι «το να είσαι Έλληνας δεν είναι ζήτημα καταγωγής, αλλά θέμα αγωγής». Είναι απλό: την ελληνική υπηκοότητα θα έλεγα, αξίζει να την αποκτήσει όποιος νιώθει ως υπερηφάνεια να είναι Έλληνας, όποιος ζει, έχει ενταχθεί στην ελληνική κοινωνία, σέβεται την ιστορία της Ελλάδας, τα ήθη και τα έθιμα. Τότε ας γίνεται η προβλεπόμενη διαδικασία ώστε να αποκτά την ελληνική ιθαγένεια.

Το διάστημα κατά το οποίο ήσουν στην Ελλάδα, σκεφτόσουν το Μπουρούντι και το τι περνάνε οι άνθρωποι εκεί;

Φυσικά. Όσο σπούδαζα στη Νομική, προσπάθησα με συμφοιτητές μου να οργανώσουμε ένα φιλανθρωπικό σωματείο για την αλληλεγγύη στον Λαό του Μπουρούντι. Κύριος σκοπός μας ήταν να φέρουμε παιδιά από εκεί στα ελληνικά πανεπιστήμια ώστε, επιστρέφοντας εκεί, να στελεχώσουν το κράτος του Μπουρούντι με δημοκρατικά ιδεώδη και να ενισχυθούν έτσι οι δεσμοί φιλίας μεταξύ των δύο λαών. Παρά τις αγαθές μας προθέσεις, ήμασταν μικροί και τα μέσα που διαθέταμε δεν ήταν επαρκή. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα αγαθά που συγκεντρώσαμε έμειναν σε μια αποθήκη, διότι οι δασμοί με τους οποίους μας επιβάρυναν ήταν απαγορευτικοί για τις δυνατότητες μας. Αυτό με πίκρανε βαθιά, γιατί συνειδητοποίησα ότι από την Ελλάδα δεν θα κατάφερνα να βοηθήσω ουσιωδώς την κατάσταση στο Μπουρούντι.

Τότε πήρες την απόφαση να επιστρέψεις;

Θυμάμαι ότι μίλησα με κάποιους φίλους εδώ και τους είπα ότι ως αξιωματικός έχω καθήκον να γυρίσω στη χώρα μου και να βοηθήσω με όποιο τρόπο μπορώ. Δεν μπορούσα να μείνω αμέτοχος όταν η χώρα καταστρεφόταν από έναν αιματηρό εμφύλιο. Κατάφερα λοιπόν το 2000 να έρθω σε επαφή με τους ηγέτες του αντάρτικου κινήματος με σκοπό να σταματήσουμε τον εμφύλιο σπαραγμό. Είχαν αρχίσει ήδη οι διαπραγματεύσεις μεταξύ του καθεστώτος και της πολιτικής αντιπολίτευσης από το 1998. Έμενε να ξεκινήσουν οι κρίσιμες και καθοριστικές για την ειρήνευση της χώρας διαπραγματεύσεις υπό την αιγίδα του θρυλικού Μαντίμπα Νέλσον Μαντέλα. Ξεκινήσαμε δειλά το 2002 και τις ολοκληρώσαμε στο τέλος του 2003.

Εκεί, στο πλευρό των ανταρτών, θεωρώ πως έπαιξα πολύ καθοριστικό ρόλο. Γιατί κατάφερα μαζί με άλλους συμπατριώτες να προσδιορίσουμε τους σκοπούς του αγώνα. Υποστήριζα με θέρμη και επιμονή ότι το θέμα δεν ήταν φυλετικό, ότι το ζήτημα ήταν η έλλειψη της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και του κράτους δικαίου. Υποστήριζα με βάση τα διδάγματα της ιστορίας ότι καμία φυλή δεν μπορούσε να αφανίσει την άλλη. Έναν φυλετικό εμφύλιο, έναν αγώνα μίσους, καταφέραμε να τον μετατρέψουμε σε αγώνα για τον εκδημοκρατισμό της χώρας. Το διακύβευμα ήταν οι πολίτες να συμβιώσουν ειρηνικά υπό ένα δημοκρατικό καθεστώς, να εγκαθιδρυθεί ένα κράτος που θα παρείχε προστασία και ίσες ευκαιρίες.

Παρ’ ότι  δεν έχει μεγάλη σημασία, πρέπει να σημειώσω το γεγονός ότι σε μία κατάσταση πολέμου με φυλετικά χαρακτηριστικά, εγώ επέλεξα να είμαι στο πλευρό των αγωνιζομένων, αν και ήταν σχεδόν όλοι από την αντίθετη της δικής μου φυλή. Αυτό συνέβη επειδή θεωρούσα ότι είχαν δίκιο να αγωνιστούν και ότι η χώρα έπρεπε να συμφιλιωθεί.

Οι διαπραγματεύσεις πρέπει να ήταν σκληρές.

Θυμάμαι ότι στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων είχα απέναντι μου τον θείο μου, ο οποίος ήταν Υπουργός της τότε μεταβατικής κυβέρνησης. Αυτό θεωρώ πως βοήθησε αρκετά, μιας και, παρά τις αντιπαραθέσεις μας στην αίθουσα, όταν βγαίναμε από αυτή κρατάγαμε τον οικογενειακό μας δεσμό. Μας συνέδεαν βαθιά οικογενειακά συναισθήματα. Ως εκ τούτου, είχαμε έναν κώδικα επικοινωνίας και δεν το κρύβαμε. Έξω από την αίθουσα, ήταν θείος μου και ήμουν ανιψιός του. Το γεγονός αυτό γεφύρωνε τις αντιμαχόμενες πλευρές και συντέλεσε καθοριστικά στο να βρεθεί λύση. Υπογράφηκε τελικά συνθήκη παύσης του πυρός στις 16 Νοεμβρίου με άμεση και καθολική παύση των εχθροπραξιών. Στο τέλος της μεταβατικής περιόδου, ο αρχηγός των ανταρτών ανέλαβε, δημοκρατικά εκλεγμένος Πρόεδρος της χώρας, δίνοντας αρχικά τα καλύτερα δείγματα γραφής. Όλα έδειχναν πως οι έριδες θα εξέλιπαν και το κράτος θα διοικούνταν δημοκρατικά.

Ήταν δύσκολη η απόφαση της επιστροφής στο Μπουρούντι; Καταλαβαίνει κανείς ότι πριν φύγεις είχες αρχίσει να βρίσκεις τα βήματα σου στην Ελλάδα.

Ήταν δύσκολη απόφαση, άφησα τα πάντα πίσω μου, κινούμενος από τη βαθιά πίστη ότι είχα την υποχρέωση να βοηθήσω αυτό το κράτος με κάθε θυσία. Επίσης, είχα μεγάλη ελπίδα για τον ερχομό της Δημοκρατίας. Θεωρώ ότι ως αξιωματικός δεν είχα άλλες επιλογές, ότι έπρεπε να σεβαστώ τις επιταγές του Λαού μου, να εκπληρώνω τις υποχρεώσεις μου απέναντι στην πατρίδα.

Οι φίλοι μου συμβούλεψαν να μην πάω. Θυμάμαι ότι ο Καθηγητής της ΑΣΟΕΕ, κ. Παγουλάτος Γιώργος, με είχε προειδοποιήσει ότι η κατάσταση ήταν ακόμα πολύ ασταθής, ενώ ο αείμνηστος Γιώργος Καλός, πρώην Υφυπουργός Παιδείας και Βουλευτής Α’ Πειραιά μου είχε επιστήσει την προσοχή ότι πάντοτε υπάρχει ενδεχόμενο οπισθοδρόμησης.

Παραιτήθηκα από τη δουλειά που είχα τότε στη Βιβλιοθήκη της ΑΣΟΕΕ, δεν δέχτηκα να υπογράψω τη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου που τότε είχα δικαίωμα να υπογράψω γιατί έπρεπε να επιστρέψω στην ιδιαίτερη πατρίδα μου. Εκείνη την εποχή με χρειαζόταν πολύ περισσότερο από ό,τι με χρειαζόταν το Πανεπιστήμιο. Αυτό ακριβώς είπα στον πολύ καλό μου φίλο Γιώργο Κακούρο που ήταν Γενικός Γραμματέας της ΑΣΟΕΕ. Ο κίνδυνος ήταν ορατός αλλά είχα αποφασίσει να κάνω τη θυσία και θεωρώ ότι αυτή είναι η έννοια της ευθύνης.


Ακολουθεί δεύτερο μέρος με τη συνέχεια της συνέντευξης που μας παραχώρησε ο Σπύρος Ρίτσαρντ Χαγκαμπιμάνα.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ