Το “The Whale” και ο αντισυμβατικός σκηνοθέτης του

Η νέα ταινία του Aronofsky εγείρει και πάλι ερωτήματα για την αξία του.

0
Left: Darren Aronofsky - Photo by Niko Tavernise | Right: Brendan Fraser, “The Whale”, Photo on A24

Γράφει ο Άλκης Νικομάνης.

Darren Aronofsky. Ένας σκηνοθέτης, χίλιες διαφορετικές απόψεις για το έργο του. Αν βρεθείς σε μια συζήτηση με τρία άτομα στην οποία θα αναφερθεί το όνομά του, αποκλείεται ολότελα να συμφωνούν όλοι σε μια κοινή γραμμή. Καλός σκηνοθέτης, ή κακός σκηνοθέτης; Απατεώνας ή διανοούμενος του Χόλιγουντ; Υποτιμημένος ή υπερτιμημένος; Ο χαρακτηρισμός ποικίλλει ανάλογα το άτομο που θα ρωτήσεις, τις ταινίες με τις οποίες τον έχει γνωρίσει, ενδεχομενως και την εποχή στην οποία δοκίμασε να «μπει» στο σκηνοθετικό του σύμπαν. Κι εκείνος με κάθε νέα ταινία που παρουσιάζει, δυσχεραίνει ολοένα και περισσότερο την εύρεση μιας κοινά αποδεκτής απάντησης σε οποιοδήποτε από τα παραπάνω ερωτήματα. Τη μια μέρα αναδεικνύεται αγαπημένος του κοινού και την επόμενη των κινηματογραφικών κριτικών, σπανίως όμως και των δύο ταυτόχρονα.

Ένας προβοκάτορας στο Χόλιγουντ

Από το low budget υπερφυσικό γρίφο του “π”, με το οποίο ξεκίνησε το μακρινό 1998 την αμφιλεγόμενη πορεία του, έχει κυλίσει πολύ νερό στο αυλάκι. Έχουμε δει πια τον Aronofsky να σκηνοθετεί από αφηρημένες πραγματείες πάνω στην μοίρα του ανθρώπου (The Fountain), μέχρι ασφυκτικά ψυχολογικά θρίλερ πάνω στην παράνοια της υπερκόπωσης (Black Swan). Να σώζει καριέρες, όπως στην περίπτωση του Mickey Rourke (The Wrestler), ή να τις φέρνει σε τέλμα, όπως σε αυτή της Jennifer Lawrence (mother!) και η υποδοχή του να ποικίλλει από βράβευση με Όσκαρ, μέχρι υποψηφιότητες χειρότερης ταινίας στα διαβόητα Χρυσά Βατόμουρα. Αν έπρεπε να το θέσουμε πολύ απλά, ο Aronofsky διχάζει και, εικάζω, το απολαμβάνει.

Η δεύτερη ταινία του, Requiem for a dream. Πηγή εικόνας: slashfilm.com

Το φετινό “The Whale” τράβηξε από πολύ νωρίς τα φώτα της δημοσιότητας πάνω του, από την πρεμιέρα του το Σεπτέμβρη του 2022, στο Φεστιβάλ Βενετίας. Μία ήταν όμως η κοινή συνισταμένη των απόψεων που ξεκίνησαν τότε να έρχονται στην επιφάνεια: Η επιστροφή του Brendan Fraser, άλλοτε αστέρα των ταινιών δράσης, σε πρωταγωνιστικό ρόλο, ήταν ένας θρίαμβος που θα τον έστελνε απευθείας στα μεγάλα βραβεία της υποκριτικής.

Τι είναι όμως η νέα αυτή ταινία, για την οποία μοιραία τόση συζήτηση έχει ξεκινήσει εδώ και λίγες μέρες που προβάλλεται σε κινηματογράφους;

Αυτή τη φορά, κάθε άλλο παρά περίπλοκα ήταν τα πράγματα. Η «Φάλαινα» εξιστορεί το αδιέξοδο στο οποίο έχει φτάσει ένας δραματικά υπέρβαρος καθηγητής αγγλικής φιλολογίας, ο Τσάρλι. Μέσα από αυτό χτίζει μια ιστορία αγάπης σε όλες τις παραμελημένες μορφές που μπορείς να τη συναντήσεις στον κόσμο, πέρα από το κλασικό ερωτικό πρότυπο για το οποίο έχουν γραφτεί τα μύρια όσα στο Χόλυγουντ. Θα δεις την αγάπη μεταξύ δυο φίλων, την αγάπη ενός ανθρώπου για τις δυνατότητες της ανθρωπότητας, την αγάπη ενός καθηγητή για την οικουμενική μόρφωση και την ειλικρίνεια. Την αγάπη που βρίσκει τα μονοπάτια για να εκφραστεί ακόμα και στις πιο αντίξοες συνθήκες.

Μια συνταγή με λιτά υλικά

Το “The Whale” διαφέρει από όσα μας έχει συνηθίσει ο σκηνοθέτης του. Σε προηγούμενες ταινίες του, ο Aronofsky κατακλύζει το θεατή με εικόνες, με σχέδια, με τοπία και συμβολισμούς, δίχως ποτέ να του δίνει μασημένες απαντήσεις, κι έπειτα συνήθως τον αφήνει να καταφύγει στη φαντασία του για να συμπληρώσει το παζλ του «τι θέλει να πει ο ποιητής». Αντίθετα εδώ παραδίδει μια ταινία δωματίου, η οποία διαδραματίζεται σε ένα και μόνο σκηνικό (στοιχείο το οποίο επιβίωσε από την προηγούμενη θεατρική μορφή του), το σαλόνι του Τσάρλι στο οποίο δουλεύει, συναντά τους λιγοστούς επισκέπτες του και εν γένει επιβιώνει, εκτός κι αν κάποια ζωτική του ανάγκη απαιτεί την δύσκολη μετακίνησή του. Συναφώς, η ιστορία υποστηρίζεται από λιγοστούς χαρακτήρες οι οποίοι διερευνώνται βαθύτερα στη διάρκεια της ταινίας, γεγονός λιγότερο παράταιρο με τα δεδομένα του σκηνοθέτη που έχει προϋπηρεσία στις ιστορίες λίγων χαρακτήρων, όπως στην ιστορία τριών εθισμένων “Requiem for a Dream”, ή στο αμφιλεγόμενο “mother!” που κατασκεύαζε μια οικουμενική αλληγορία μέσα από ένα ζευγάρι εραστών.

Brendan Fraser και Sadie Sink, στην ταινία πατέρας-κόρη. Πηγή εικόνας:avclub.com

Οι ξεχωριστές πινελιές

Ευθύς εξαρχής, ο σκηνοθέτης κάνει σαφές στον θεατή ότι δεν πρόκειται να βιώσει μια τυπική εμπειρία θέασης. Η ταινία προβάλλεται με λόγο διαστάσεων 4:3, προσδίδοντας μια «τετράγωνη» σχεδόν εικόνα, αντίστοιχη με αυτή που βλέπαμε στις παλιές τηλεοράσεις. Εμφανές αποτέλεσμα είναι ο διογκωμένος Fraser να καταλαμβάνει ανά πάσα στιγμή το μεγαλύτερο μέρος της οθόνης, κάνοντας την παρουσία του ασφυκτική για τους συμπρωταγωνιστές και το σαλόνι του και εντείνοντας την αγωνία ότι θα διαλύσει το σκηνικό με την παραμικρή του κίνηση. Το σημαντικότερο, όμως, μέσα από τα πλάνα του σε προκαλεί να κοιτάξεις κατάματα μια αλήθεια γυμνή και αντιαισθητική, που αφορμάται από τα ψυχολογικά αίτια της βουλιμίας και καταλήγει στο αδιέξοδο της υπερκοστολογημένης ασφάλισης υγείας στις Η.Π.Α. Σαν αποτέλεσμα, παίρνει αποστάσεις από την ωραιοποίηση της κινηματογραφικής εικόνας, τόσο υπό τη μορφή της φυσικής ομορφιάς, των χρωμάτων και των τοπίων, όσο και υπό τη μορφή της ψηφιακής επεξεργασίας (CGI) που κυριαρχεί στο Χόλιγουντ. Αλλού θέλει να εστιάσει.

Brendan Fraser, “The Whale”

Η μόνη ομορφιά που ο Aronofsky δείχνει να θέλει στο έργο του, είναι η ομορφιά των θεμάτων που πραγματεύεται. Ιδίως, σε αυτή την περίπτωση, της ειλικρίνειας.

Ο Τσάρλι πέρα από τις δοκιμασίες στις οποίες υποβάλλεται καθημερινά μετά το θάνατο του συντρόφου του, αγωνιά για ειλικρινή σύνδεση με την κόρη του, προσπαθεί να χτίσει μια ουσιώδη φιλία με τον ιεραπόστολο που προσπαθεί να τον προσηλυτίσει, ζητά από τους μαθητές του να γράφουν την αληθινή τους άποψη για τα έργα που διαβάζουν, μακριά από τις συμβάσεις και “τα πρέπει” του εκπαιδευτικού συστήματος. Θρηνεί, εργάζεται και ελπίζει στην ανθρωπότητα με πάθος και αγάπη, ακόμα και αν βλέπει τον εαυτό του ως απόβλητο από αυτήν. Είναι σε αυτό το πλαίσιο που λάμπει η ερμηνεία του Fraser, προσδίδοντας μεγαλοπρέπεια στο άμορφο σώμα που περιφέρει με δυσκολία. Έτσι η «Φάλαινα» δεν είναι μια ταινία που κουνάει το δάχτυλο σε όσους παραμελούν τον εαυτό τους, αλλά μια που τους δίνει ελπίδα και ομορφιά ακόμα και στην πιο δύσκολη ώρα τους.

Η ομορφιά της συζήτησης

Μετά τη θέαση της «Φάλαινας», επιβεβαιώθηκε μια άποψη που επί πολλά χρόνια είχα στο μυαλό μου, ανεξάρτητα από τη γνώμη μου για κάθε προηγούμενη ταινία του: Σε αυτό το σύγχρονο πεδίο της κινηματογραφικής παραγωγής, χρειάζεται ΚΑΙ το σινεμά του Aronofsky, ένα σινεμά που προβληματίζει. Η συζήτηση, πολλώ δε μάλλον η συζήτηση με αυτή την ένταση, δίνει ζωή στον κινηματογράφο. Φέρνει στην επιφάνεια πολλές οπτικές, ενώνει τους ανθρώπους, εμπνέει ίσως και τους αυριανούς δημιουργούς. Ανάγει την κινηματογραφική εμπειρία σε κοινωνικοποίηση με τον τρόπο που λίγες μορφές ψυχαγωγίας μπορούν να το κάνουν.

Για αυτό αξίζει να δει κάποιος τη «Φάλαινα», όπως και κάθε επόμενη ταινία του Aronofsky, δίχως την αγκύλωση της εντύπωσης που του δημιούργησε η προηγούμενη. Προκαλεί κάθε θεατή του να είναι αυθεντικός, ειλικρινής και να εμπλουτίσει τη συζήτηση με τις προσωπικές του σκέψεις. Έστω και αν το συμπέρασμα στο οποίο θα καταλήξει ο θεατής δεν πρόκειται να είναι κολακευτικό για εκείνον.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ