Ανθρωποθυσίες στον βωμό της Τέχνης

0
Photo by Content Pixie on Unsplash

“Ό,τι έκανα το έκανα γιατί είχα πάθος με την Τέχνη” δήλωσε ο 49χρονος δράστης της κλοπής ενός Πικάσο και ενός Μοντριάν από την Εθνική Πινακοθήκη. Εννέα χρόνια μετά την διαβόητη ληστεία, η εκ βαθέων αυτή ομολογία εγείρει το εξής ερώτημα: τι προτίθεται να κάνει ο άνθρωπος για την Τέχνη; Προπαντός, πού χαράσσεται το όριο μεταξύ της ευγενούς αφοσίωσης σε αυτήν, και της υπέρ το δέον εμμονής;

Σαφώς, η διαχωριστική γραμμή έχει χαραχθεί προ πολλού από νομικής άποψης, με τα εγκλήματα κατά της Τέχνης, και συγκεκριμένα των καλλιτεχνικών δημιουργημάτων, να τιμωρούνται αυστηρά. Επομένως, οι κατευθυντήριες γραμμές που προσανατολίζουν την κοινωνική δράση προς μία πρέπουσα -σχετικά με την Τέχνη- συμπεριφορά έχουν ήδη τεθεί. Ωστόσο, σε προσωπικό επίπεδο, το κυνήγι της Τέχνης, ως αναζήτηση του αυθεντικού κατοπτρισμού της ανθρώπινης ψυχής, εξωθεί πολλούς στα άκρα.

Η μέθοδος Στανισλάβσκι, παραδείγματος χάριν, στην υποκριτική έχει υποβάλλει εκατοντάδες ηθοποιούς σε ψυχοφθόρους πρακτικές που αποσκοπούν στην βέλτιστη ερμηνεία ενός ρόλου. Αντικοινωνικές συμπεριφορές (Heath Ledger για τον Σκοτεινό Ιππότη), ανθυγιεινές συνήθειες (Gary Oldman για την Πιο Σκοτεινή Ώρα), βιαιότητα και τραυματισμοί (Sylvester Stallone για το Rocky IV) τυγχάνουν ευρείας αποδοχής στον χώρο, ενώ το φιλοθεάμον κοινό επαινεί την μέθοδο αυτή ως κάτι το θεμιτό.

Ακόμη, διακεκριμένοι εικαστικοί καλλιτέχνες έχουν θυσιάσει την ψυχική τους υγεία προς όφελος της Τέχνης. O Edvard Munch, που φιλοτέχνησε την “Κραυγή”, όντας ψυχικά ασθενής, γράφει στο ημερολόγιό του: “Τα βάσανά μου είναι κομμάτι του εαυτού μου και της τέχνης μου. Είναι αδιαχώριστα από εμένα, και η καταστροφή τους θα κατέστρεφε την τέχνη μου. Θέλω να κρατήσω αυτά τα βάσανα.”

Το αρχέτυπο του “βασανισμένου καλλιτέχνη” είναι ένα σύμβολο που προσδίδει, αναμφίβολα, μια ρομαντική υπόσταση στο ανθρώπινο πάθος. Μετασχηματίζει την δυσειδή εικόνα μιας διαταραγμένης ψυχής σε μια πιο ευπρόσδεκτη, πιο προσιτή, για εμάς, αντανάκλαση του πόνου που την πλημμυρίζει. Είναι εύκολο, λοιπόν, να ενστερνιστούμε το αρχέτυπο αυτό, να ταυτίσουμε τον καλλιτέχνη με την ζωοδότειρα για το έργο του μελαγχολία. Να θεωρήσουμε πως ο άνθρωπος μπορεί, και πρέπει να κάνει τα πάντα για την Τέχνη.

Μήπως, όμως, η λογική αυτή αφαιρεί την έννοια του ανθρωπισμού από την Τέχνη; Μήπως το να θεωρήσουμε την Τέχνη ως μια αυτοτελή και, κυρίως, υπερβατική οντότητα που απολαμβάνει τις “ανθρωποθυσίες” στο όνομά της, πατάσσει το ανθρώπινο στοιχείο ; Σαφώς, η Τέχνη προϋποθέτει συναισθηματική (και σωματική) αφοσίωση, πηγαία και απογυμνωτική έκθεση της ψυχής μας. Και, σαφώς, η Τέχνη είναι η κινητήριος δύναμη της ανθρωπότητας, με την ευρεία, διιστορική έννοια. Πρωτίστως, όμως, είναι “για τον άνθρωπο”. Τον καθημερινό άνθρωπο. Πρωτού, λοιπόν, εναποθέσουμε την αξία -και το τίμημα- της Τέχνης στην διαχρονία της, στο τι μπορεί να προσφέρει στην ανθρωπότητα εις βάθος χρόνου, ας την εναποθέσουμε στην συχρονία της· στην επίδραση που ασκεί στον καθένα, ανά πάσα στιγμή.

Ο ποιητής Allen Ginsberg, εντεταγμένος στην χορεία της αμερικανικής “γενιάς beat”, γράφει: “Well, while I’m here I’ll do the work — and what’s the work? To ease the pain of living. Everything else, drunken dumbshow.” (μτφ. Λοιπόν, ενώ είμαι εδώ, θα εκτελέσω το έργο -και ποιο είναι το έργο; Το να απαλύνω τον πόνο του να ζεις. Όλα τα υπόλοιπα, μεθυσμένη παντομίμα.) Σε α’ ενικό, που προσδίδει προσωπικό τόνο, και ενεστώτα που αποπνέει μια έντονη χρονικότητα, ο Ginsberg περιγράφει επ’ ακριβώς το πρωταρχικό έργο της ποίησης, και, καταχρηστικά, της Τέχνης: Το να ανακουφίζει τον καθημερινό, ανθρώπινο πόνο.

Καταλήγοντας, η Τέχνη απαιτεί, πράγματι, προσήλωση και αφοσίωση. Όχι, όμως απομύζηση των συναισθηματικών και ψυχικών αποθεμάτων του ανθρώπου. Διότι εκείνη υπηρετεί εμάς, όχι το αντίστροφο. Και μάλιστα, όχι-απαραίτητα-εμάς ως ανθρώπινο γένος, αλλά ως μονάδες, ως πεπερασμένες υπάρξεις. Ας μην αφήσουμε το πάθος της δημιουργίας να μας εξοντώσει· ας ζήσουμε μέσα από αυτό.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ