Φορώντας τα ρούχα του άλλου ή η Μπλανς, που δεν φοβάται πια!

0

Μια βιβλιοκρισία του Στέφανου Δημητρίου, Αναπληρωτή Καθηγητή στο Πάντειο, για το βιβλίο Διάλογοι Καρμηλιτισσών* του George Bernanos.


Η Γαλλική Επανάσταση είναι το γεγονός που επέφερε την καθοριστικότερη, την πλέον κοσμογονική αλλαγή στον νεωτερικό κόσμο. Είναι το γεγονός που ανανοηματοδότησε την κοινωνική συνύπαρξη ως ισότιμη πολιτική συνύπαρξη, που αναδημιούργησε την πολιτική ιδιότητα επί τη βάσει της αδιάσπαστης ενότητας ίσων δικαιωμάτων και ίσων υποχρεώσεων, δηλαδή πολιτικού δικαιώματος και πολιτικής υποχρέωσης. Είναι το καθοριστικό γεγονός που εγκαινίασε πολλά ακόμη χειραφεσιακά εγχειρήματα, που συνέδεσε την ελεύθερη ατομικότητα, ως αυτεξούσια προσωπικότητα, με τη συλλογική πολιτική αυτονομία. Είναι το γεγονός που καθιερώνει τη δημοκρατική αρχή ως σύνθεση ελευθερίας και ισότητας. Η Γαλλική Επανάσταση αναδεικνύει την αρραγή ενότητα του πολιτικού σώματος, δηλαδή του πολιτικού έθνους ως φορέα της κυριαρχίας. Εκεί, όμως, για λόγους που δεν είναι της παρούσης να εξηγηθούν, αναδεικνύεται και το πώς αυτός ο συλλογικός – και αδιάσπαστης εσωτερικής ενότητας –  φορέας εναντιώνεται επιθετικά σε βάρος των μελών του, αντιμετωπίζοντας κάθε εσωτερική διαφοροποίηση ως υπονόμευση αυτής της ενότητας. Τα γεγονότα της περιόδου 1793-1794 συνδέονται με αυτό ακριβώς. Και έτσι, στις 17 Ιουλίου 1974, οι Καρμηλίτισσες μοναχές της Κομπιένης οδηγούνται στη λαιμητόμο. Οι Διάλογοι Καμηλιτισσών του Μπερνανός αφορούν αυτό ακριβώς το γεγονός. Τα πρόσωπα που διαλέγονται είναι η Ηγουμένη ντε Κρουασσύ, η Ηγουμένη Λιντουάν, η Μητέρα Μαρί της Ενσαρκώσεως, η αδελφή Κονστάνς και η μικρότερη, η αδελφή Μπλανς, η Μπλανς ντε λα Φορς.

Διαβάζοντας το βιβλίο, έχει κανείς την αίσθηση ότι ο Μπερνανός διαλέγεται με αυτήν ακριβώς την ύπαρξη, δηλαδή με την Μπλανς ντε λα Φορς, μιας που, όπως αναφέρει και ο Σταύρος Ζουμπουλάκης στο εξαιρετικό του – και πλήρως κατατοπιστικό, ως προς τη χρονολογική έκθεση των γεγονότων και τις συναφείς πληροφορίες –  επίμετρο του βιβλίου, «Η μυθοπλαστική Μπλανς κρατάει στα χέρια της την αλήθεια του έργου. Χωρίς αυτήν οι Διάλογοι Καρμηλιτισσών θα ήταν ένα συγκινητικό, ενδεχομένως, ιστορικό δράμα» (σ. 239). Τι άλλο, όμως, εκτός από ένα τέτοιο δράμα, είναι οι συγκεκριμένοι Διάλογοι; Δεν μπορούμε να προσεγγίσουμε την απάντηση σε αυτό το ερώτημα, εάν δεν καταλάβουμε τι, πρωτίστως, είναι η ίδια η Μπλανς. Και δεν μπορούμε να το καταλάβουμε ούτε αυτό, εάν δεν δούμε τι κάνει και γιατί. Με άλλα λόγια, εάν δεν αναρωτηθούμε ως προς την Μπλανς «Γιατί είναι όπως είναι;». Είναι ίσως το κρισιμότερο αναστοχαστικό, αυτοεξεταστικό ερώτημα για κάθε άνθρωπο που επιδιώκει την ωριμότητα. Τι πρόσωπο, όμως, είναι η Μπλανς ντε Λα Φορς; Όπως εξηγείται στο επίμετρο του βιβλίου, είναι μυθοπλαστική μορφή, την οποία πρώτη συνέλαβε και αποτύπωσε σε μυθιστόρημά της η Γερμανίδα Γερτρούρδη φον Λε Φορτ και το οποίο εν συνεχεία αποτέλεσε τη βάση για τη συγγραφή κινηματογραφικού σεναρίου, οπότε Οι Διάλογοι Καρμηλιτισσών ιστορούν το μαρτυρικό τέλος αγίων γυναικών, πραγματικών αγίων, όχι μυθοπλαστικών, με μία εξαίρεση, τη μικρή αριστοκράτισσα Μπλανς ντε Λα Φορς» (σ. 221). Ωστόσο, η μικρή αριστοκράτισσα Μπλανς ντε Λα Φορς δεν αποστατεί από την τάξη της. Δεν είναι αυτός ο λόγος που εξηγεί το γιατί επιλέγει τον δρόμο του μοναχισμού. Η Μπλανς επιλέγει τη μοναχική ζωή, γιατί φοβάται. Είναι η ίδια ένα πλάσμα του φόβου. Η Μπλανς είναι το πλάσμα που ομολογεί από τι είναι ένα πλασμένο: «Γεννήθηκα μέσα στο φόβο, έζησα κι ακόμα ζω μέσα στο φόβο, όλος ο κόσμος περιφρονεί το φόβο, οπότε είναι φυσικό να ζω μέσα στην περιφρόνηση» (σ. 183). Η Μπλανς, επιλέγοντας τη ζωή της μοναχής, επιλέγει μια ζωή που πιστεύει ότι θα την απαλλάξει από το να ζει μέσα στον φόβο. Το ερώτημα, όμως, παραμένει: και πού πηγαίνει ο φόβος; Τι γίνεται με τον φόβο; Ο Μπερνανός μάλλον δεν αντιλαμβάνεται τον φόβο ως απόλυτη έννοια. Ως εκ τούτου, τον συσχετίζει με κάτι άλλο. Αυτό το κάτι άλλο είναι η θυσία. Για την ακρίβεια, τη λύτρωση από τον φόβο συσχετίζει με τη θυσία. Αλλά ο Μπερνανός δεν συσχετίζει μόνο τις έννοιες. Κυρίως συσχετίζει τα πρόσωπα. Σχηματίζουν και συναποτελούν μια κοινότητα τα συσχετιζόμενα πρόσωπα; Ίσως εκεί να βρούμε το πού και πώς ζει η Μπλανς, που φοβάται. Ίσως η απάντηση να βρίσκεται σε μια κοινότητα. Εάν είναι έτσι, τότε μάλλον τα συναποτελούντα την κοινότητα μέλη της θα συνδέονται με κάποιον δεσμό αλληλεγγύης. Πριν, όμως, να εξετάσουμε τον δεσμό της αλληλεγγύης και το κοινοτικό του επίτευγμα, θα πρέπει να δούμε τα πρόσωπα αυτοτελώς. Να τα δούμε, όμως, αυτοτελώς, αλλά όχι και εντελώς ξέχωρα. Άλλωστε ο Μπερνανός σμιλεύει αυτές τις φιγούρες και, μετά, τους δίνει και αίμα στις φλέβες. Ο αναγνώστης διαβάζει ζωντανά πρόσωπα, με αποτέλεσμα να τα «ακούει» κιόλας. Αυτό το βιβλίο επιτρέπει στην όποια ευαισθησία του αναγνώστη να εκτιναχθεί και, σαν τανυζόμενη αντένα, να εκταθεί πέραν της αμιγούς διανοητικής πρόσληψης, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν απαιτείται προσεκτική και εστιασμένη ανάγνωση, ιδίως ως προς τη σκηνοθεσία των προσώπων. Αυτή, άλλωστε, η σκηνική οργάνωση είναι και η συντακτική αρχή όλης της προβληματικής. Αυτοί οι ομιλούντες χαρακτήρες του έργου δεν ομιλούν – και, άρα, δεν ακούγονται – το ίδιο δυνατά. Ένα από αυτά τα πρόσωπα «μιλάει» τη ζωή της Μπλανς. Για την ακρίβεια λέει την πρώτη ύλη της Μπλανς: τον φόβο. Το πρόσωπο αυτό είναι η Ηγουμένη ντε Κρουασσύ. Η Ηγουμένη βρίσκεται εν αναμονή του τέλους. Είναι εξοικειωμένη με την επέλευσή του, καθώς το γνωρίζει και είναι έτοιμη μέσα στην αδιατάρακτη ηρεμία της, μέσα στην εδραιωμένη, βαθύρριζη πίστη. Αυτό είναι το πρόσωπο που έχει ως άμεση αναφορά των όσων αισθάνεται, λέει και θα κάνει τη νεαρή μοναχή, πρώην αριστοκράτισσα, την αδύναμη και έμφοβη Μπαλνς ντε λα Φορς. Τι είναι, όμως, αυτό που οδηγεί την Μπλανς στην ηρεμία του μοναχικού βίου; Αυτό το ερώτημα υποβάλλει ευθέως η Ηγουμένη στην Μπλανς, λέγοντάς της «Τι σ’ έκανε να έλθεις στη Μονή μας;» (σ. 35). Και αφού η Μπλανς λάβει θετική απάντηση στο ερώτημά της για το αν μπορεί να μιλήσει με απόλυτη ειλικρίνεια, θα απαντήσει ως εξής: «Ε, λοιπόν, η έλξη μιας ηρωικής ζωής». Και όταν η Ηγουμένη θα ρωτήσει την Μπλανς αν «Το δέλεαρ μιας ηρωικής ζωής ή ενός τρόπου ζωής που νομίζεις – εντελώς λανθασμένα – ότι θα κάνει τον ηρωισμό πιο εύκολο, θα τον φέρει σαν να λέμε στα πόδια σου;», η Μπλανς θα δηλώσει κατηγορηματικά ότι ποτέ της δεν έχει κάνει τέτοιους υπολογισμούς. Η απάντηση της Ηγουμένης θα είναι μια διαπίστωση: «Οι πιο επικίνδυνοι υπολογισμοί μας είναι αυτοί που αποκαλούμε ψευδαισθήσεις». Η Μπλανς δεν θα αρνηθεί ότι μπορεί να έχει ψευδαισθήσεις και θα δηλώσει ότι αυτό που θέλει είναι να απαλλαχθεί από αυτές («Να με απαλλάξουν από αυτές…»). Ο λόγος της Ηγουμένης, που θα ακολουθήσει ως σχόλιο σε αυτήν την ομολογία της Μπλανς, είναι ο λόγος που συνέχει τις πέντε εικόνες, οι οποίες αποτελούν και τη σκηνική διάρθρωση του έργου: «Να σε απαλλάξουν… (Τονίζει τις τρεις λέξεις.) Εσύ μόνη σου, κόρη μου, πρέπει να το φροντίσεις αυτό. Καθεμία εδώ μέσα έχει να τα βγάλει πέρα με τις δικές της ψευδαισθήσεις»(σ.36). Είναι αυτή η φράση της Ηγουμένης μία άλλη εκδοχή της ελεύθερης ατομικότητας; Υπάρχει θέση για την αυτεξούσια προσωπικότητα μέσα στην απαρασάλευτη πίστη, που πληρώνει το όλον της υπάρξεως του ανθρώπου που πιστεύει; Η Μπλανς ξέρει πού να στηριχθεί: «Δεν πειράζει, αν ο Θεός μού δίνει δύναμη». Η Μπλανς, λοιπόν, πιστεύει ότι ως μοναχή θα δοκιμαστεί. Θα δοκιμαστεί η δύναμή της και ίσως αυτό την απαλλάξει από την τυραννία του φόβου. Ίσως αυτό την ώθησε στον μοναχικό βίο, δηλαδή το ότι θα δοκιμαστεί η δύναμή της ως προς το αν μπορεί να γλιτώσει από τον δεσπόζοντα φόβο που διαφεντεύει την ύπαρξή της. Ωστόσο, η Ηγουμένη κλείνει και αυτή τη δίοδο: «Ο Θεός δε θέλει να δοκιμάσει τη δύναμή σου, αλλά την αδυναμία σου…» (σ.37). Μένει, λοιπόν, ανοιχτό το ερώτημα ως προς το αν η Μπλανς θα απαλλαγεί από τον φόβο, τον παλιό γνώριμο της ζωής της, τον δεσποτικό συνακόλουθο της ζωής της. Η απάντηση, όπως μας δείχνει ο Μπερνανός, θα έλθει πάλι από την Ηγουμένη και η εξήγηση του «γιατί» και του «διότι» θα δοθεί η από την αδελφή Κονστάνς. Στο μεταξύ, η άρρωστη Ηγουμένη, η κυρία ντε Κρουασσύ, που ανέμενε με αδιαμφισβήτητη καρτερία το αναπόδραστο τέλος, μεταπίπτει, από την πλήρως αδιατάρακτη ηρεμία, στην αγωνία. Είναι η αγωνία του θανάτου και αυτή κάπως αποτυπώνεται στο πώς ονομάζεται η Μπλανς ντε λα Φορς ως μοναχή: αδελφή της Αγωνίας του Χριστού. Εκτός, όμως, από το ερώτημα σχετικά με τον φόβο της Μπλανς, μένει ανοιχτό και το ζήτημα ως προς το αν υπάρχει ελεύθερη ατομικότητα στον πιστό, δηλαδή αυτό που αφορά την αυτόβουλη απόφαση της Μπλανς να απαλλαγεί από τις ψευδαισθήσεις της. Η απαλλαγή από τις ψευδαισθήσεις, συνήθως, έχει απόληξή της την εύρεση κάποιας αλήθειας, μιας γνώσης. Οδηγούμαστε, όπως φαίνεται, στο να αναρωτηθούμε τι θα μάθει η Μπλανς. Αυτό το «τι θα μάθει» προοικονομεί το «τι θα κάνει». Το τι θα μάθει θα της το πει ο Κονστάνς: «Α! Μπορεί να είμαι νέα, αλλά έχω καταλάβει ότι η ευτυχία και η δυστυχία είναι πιο πολύ θέμα τύχης παρά λογικής. Όμως, αυτό που λέμε τύχη, μήπως δεν είναι παρά η λογική του Θεού; Πάρε, για παράδειγμα, το θάνατο της αγαπημένης μας Μητέρας, αδελφή Μπλανς! Ποιος θα το ‘λεγε πως θα ‘χε τόσο άσχημο τέλος, πως θα ψυχορραγούσε με τόση αγωνία; Λες και ο Θεός δεν της έδωσε τον σωστό θάνατο, όπως καμιά φορά στο βεστιάριο σου δίνουν ένα ξένο ρούχο. Ναι: πρέπει να ‘ταν ο θάνατος ενός άλλου, όχι κομμένος και ραμμένος για την Ηγουμένη μας, ένας θάνατος που της έπεφτε τόσο στενός, ώστε ούτε τα  χέρια της δεν μπόρεσε να βάλει στα μανίκια…» (σ. 74). Θα ήταν ανόητο να αναρωτηθούμε αν μπορεί κανείς να παραγγείλει τον θάνατό του, ώστε αυτός να είναι στα μέτρα του και να μην του πέφτει στενός. Για το αν, όμως, ένας θάνατος είναι ταιριαστός ή όχι δεν υπάρχει ζήτημα. Είναι ταιριαστός ή αταίριαστος ανάλογα με τη ζωή του θανόντος ανθρώπου. Εδώ, όμως, μάλλον πρόκειται για κάτι άλλο. Πρόκειται για κάτι που εμμέσως αφορά τη θανούσα Ηγουμένη και πάρα πολύ άμεσα την Μπλανς που φοβάται. Είναι περίεργο, βέβαια, ο θάνατος ενός ανθρώπου να μην αφορά άμεσα τον θανόντα. Τι είναι πιο άμεσο από τη γέννηση και τον θάνατο; Η Μπλανς, η Μπλανς που πάντα φοβάται, αυτό ακριβώς θα αναρωτηθεί: «Ο θάνατος ενός άλλου; Τι πάει να πει αυτό, αδελφή Κονστάνς;». Στην ουσία, το ερώτημα που θέτει η Μπλανς – και το οποίο  θα απαντήσει η Κονστάνς – είναι το αν μπορεί κανείς να πεθάνει αντί ενός άλλου. Αυτό δεν σημαίνει να τον αντικαταστήσει κάποιος, ή να μην δεχθεί να τον αντικαταστήσουν, στο εκτελεστικό απόσπασμα (η αξεθώριαστη μνήμη του Ναπολέοντα Σουκαντζίδη, που κάνει ζάπλουτο το μνημονικό μας), αλλά να «πεθάνει» τον θάνατο που δεν του ταιριάζει, για να δώσει σε έναν άλλον τη δυνατότητα να πεθάνει έναν θάνατο που θα του ταίριαζε. Θα το ξεμπερδέψει όλο αυτό η αδελφή Κονστάνς: «Πάει να πει πως αυτός ο άλλος, όταν έρθει η ώρα του θανάτου του, θα ξαφνιαστεί με το πόσο εύκολα τον φόρεσε και πόσο άνετος του πέφτει… Για να μη σου πω ότι μπορεί και να κοκορευτεί, να πει: ‘Κοιτάξτε πώς μου πάει, τι ωραίες πτυχές που κάνει αυτό το ρούχο…’.

Παύση

Ίσως δεν πεθαίνουμε καθένας για τον εαυτό του, αλλά ο ένας για τον άλλον ή, μάλλον, αντί του άλλου… Ποιος ξέρει…».

Όντως∙ ποιος ξέρει; Υπάρχει, όμως, κάποιος που θα μάθει. Η Μπλανς είναι αυτή που πλέον θα ξέρει ότι μπορεί κάποιος να πεθάνει τον θάνατο κάποιου άλλου, όπως η κυρία ντε Κρουασσύ πήρε επάνω της τον φόβο της Μπλανς «πεθαίνοντας» τον θάνατό της. Πολύ εύστοχα ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, στο επίμετρο που συνέγραψε, θα εξηγήσει ότι πρόκειται για υποκατάσταση με αναφορά στη Χάρη του Θεού (σς. 233 και 236-237). Δεν ξεφεύγουμε, όμως, από το πρόβλημα της ελεύθερης ατομικότητας, το οποίο – και σε ό,τι αφορά την απόφαση της κυρίας ντε Κρουασσύ, αλλά και σε ό,τι αφορά την Μπλανς, της οποίας ο φόβος, ο φόβος του θανάτου, ο πιο βαθύρριζος φόβος, ένας φόβος «που φωλιάζει πολύ βαθιά μέσα της, σαν τον παγετό στην καρδιά του δέντρου…» (σ. 18) – παραμένει. Αλλιώς πώς αποφασίζει κάποιος να «αλλάξει ρούχα» φορώντας έναν θάνατο τέτοιον που θα τον κάνει να ξαφνιαστεί «με το πόσο εύκολα τον φόρεσε και πόσο άνετος του πέφτει»; Ποια ελεύθερη, γρηγορούσα συνείδηση, ποια αυτεξούσια προσωπικότητα «παίρνει τα μέτρα», για να φορεθεί κάτι τόσο ταιριαστό; Αυτό είναι ένα ερώτημα έξω από το αυστηρό πεδίο του έργου, διότι αυτό το έργο είναι χριστιανικό: «Η Μπλανς λυτρώνεται από τον παθολογικό φόβο της, γιατί παραδίδεται με απόλυτη εμπιστοσύνη στα χέρια του Θεού, πέφτει στον Θεό» (σ.241). Εάν αυτό δεν το παραδεχτεί ο αναγνώστης, είναι σαν να αρνείται να καταλάβει. Είναι σαν να έχει προεπιλέξει να κάνει μια δογματική ανάγνωση και να προβάλλει τη δική του ερμηνεία στο κείμενο και να το καπελώσει κολλώντας την ερμηνεία του επάνω στο κείμενο, όπως κανείς κολλάει ένα χαρτόσημο επάνω σε ένα έγγραφο. Παραμένει, λοιπόν, το ερώτημα περί ελεύθερης ατομικότητας και αυτεξούσιας επιλογής και θα μείνει αναπάντητο. Δεν είναι κακό αυτό. Αντίθετα, διευρύνει τον αναγνωστικό ορίζοντα, εφόσον είναι σαφές ότι δεν απολήγει σε παρερμηνευτική στρέβλωση του έργου. Η Μπλανς ντε λα Φορς, βέβαια, κάνει επιλογές. Έτσι, θα επιλέξει να φύγει για το Παρίσι, επιστρέφοντας στο παλιό αριστοκρατικό της σπίτι, στο οποίο, όμως, πια θα είναι υπηρέτρια, αφού ο πατέρας της έχει καρατομηθεί. Η Μαρί της Ενσαρκώσεως θα φύγει από το μοναστήρι προς αναζήτηση της Μπλανς, ενώ οι μοναχές θα συλληφθούν και θα καταδικαστούν σε θάνατο. Η Μαρί της Ενσαρκώσεως θα βρει την Μπλανς στον πύργο της και θα την καλέσει να βιαστεί και να φύγει μαζί της, για να σωθεί. Να σωθεί από τι; Να σωθεί από το να αποφύγει τη θυσία. Η Μπλανς έχει πάλι επιλέξει. Επέλεξε να πει όχι και να μην ακολουθήσει τη Μαρί της Ενσαρκώσεως. Έκανε την επιλογή της, όπως την έκανε και η κυρία Λιντουάν, που κατέλαβε τη θέση της θανούσης Ηγουμένης, της κυρίας ντε Κρουασσύ, και είναι εκείνη που αντέστη στην επιμονή της Μαρί της Ενσαρκώσεως να δώσουν ομοφώνως οι μοναχές τον όρκο του μαρτυρίου. Η κυρία Λιντουάν αντέστη με επιχειρήματα και σθένος και με το ίδιο σθένος, αλλά χωρίς επιχειρήματα πια, γιατί δεν της χρειάζονται τη στιγμή που ανεβαίνει στο ικρίωμα, προσχωρεί στο εθελόθυτο τέλος. Γιατί, λοιπόν, η επιλογή που κάνει η Μπλανς να έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον;  Γιατί και εδώ κάποια άλλη «αλλάζει ρούχα μαζί της», όπως έκανε και η Ηγουμένη, λίγο πριν να πεθάνει, και «φορώντας τα ρούχα της», λέει ένα «Όχι», για να μπορέσει η Μπλανς να πει το «Ναι» που θα έλεγε εκείνη. Αυτή θα είναι και η τελευταία ελεύθερη επιλογή της Μπλανς ντε λα Φορς: να πει όχι στον φόβο λέγοντας ναι στο ικρίωμα. Δεν ξέρω αν η αίσθηση του τραγικού εξαντλείται εδώ. Ο Μπερνανσόν είναι όντως πολύ πειστικός. Αλλά αυτό προϋποθέτει να πειστεί αυτός που έχει ήδη πιστέψει. Η αίσθηση του τραγικού, που πλημμυρίζει και φωτίζει το κείμενο, αφήνει ανοικτούς και τους δύο δρόμους. Ίσως και να διασταυρώνονται. Αυτό θα το κρίνει ο αναγνώστης, εάν αποφασίσει να περπατήσει αδογμάτιστα. Στο μεταξύ, και εν επιγνώσει ότι δεν υπάρχει καμιά γραμματολογική – ούτε βεβαίως χριστιανική και θεολογική – συνάφεια, ας δούμε ένα απόσπασμα από ένα έργο με βαθιά θρησκευτικότητα, κατά τη γνώμη του γράφοντος, και κατάβαθη αίσθηση και ανάδειξη του τραγικού, ένα έργο επάνω στην κόψη της ύπαρξης και της τραγικής αυτεπίγνωσης: Στην έβδομη σκηνή της τέταρτης πράξης του «Βασιλιά Ληρ», εμφανίζεται η Κορδέλια:

«Κορδέλια: Πώς είναι ο καλός μου άρχοντας; Πώς είστε, Μεγαλειότατε;

Ληρ: Δεν ήτανε σωστό από τον τάφο να με βγάλετε. Εσύ είσαι ψυχή του παραδείσου, μα εγώ είμαι δεμένος σ’ έναν πύρινο τροχό και σαν μολύβι στάζουν πάνω μου λιωμένο τα δάκρυά μου.

Κορδέλια: Εμένα με γνωρίζετε;

Ληρ: Το ξέρω, είσαι πνεύμα. Πότε πέθανες;» (μετάφραση: Διονύσης Καψάλης, Άγρα, Αθήνα 2021, σ. 222).

Ίσως αυτό που ενώνει τα τραγικά πρόσωπα, σε μια κοινή αίσθηση του τραγικού, ανεξαρτήτως θρησκευτικής πίστης, αλλά όχι και χωρίς θρησκευτικότητα, γιατί, χωρίς αυτήν, μάλλον δεν υπάρχει το τραγικό, να είναι το ότι είναι δεμένα σε έναν τέτοιον «πύρινο τροχό», ό, τι και να σημαίνει αυτό κάθε φορά. Αλλιώς, προς τι το τραγικό; Προς τι η αίσθηση και η θρησκευτικότητά του; Ίσως, και η έννοια της ανθρωπότητας ως κοινότητας και η ανθρώπινη αλληλεγγύη ως μαγιά κάθε αλληλεγγύης, όπως την καταξιώνει και την διατρανώνει ο Μπερνανός, μέσα από την Μπλανς, που δεν φοβάται πια, να είναι η κοινότητα αυτού του δεσίματος. Εκεί επάνω κινείται και το ερώτημα για την ελεύθερη ατομικότητα, σε αυτό τουλάχιστον το πλαίσιο, εντός του οποίου η υποβολή του ερωτήματος προϋποθέτει να είναι ήδη γνωστό κάποιο ίχνος της απάντησής του. Γι’ αυτό και είναι οριακό ερώτημα. Αλλά και η επιλογή της Μπλανς, που δεν φοβάται πια, οριακή ήταν.


* George Bernanos, Διάλογοι Καρμηλιτισσών, μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης, επίμετρο: Σταύρος Ζουμπουλάκης, Πόλις, Αθήνα 2021, σελ. 248.

Ο Στέφανος Δημητρίου είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ