Γιατί ο ελληνικός κινηματογράφος παραμένει στάσιμος;

0

Η σύγχρονη ελληνική κινηματογραφική πραγματικότητα έχει έρθει αντιμέτωπη με σοβαρές προκλήσεις. Κάποιοι μιλούν για αργό θάνατο, ανάλογο της τηλεόρασης. Το ετερόκλητο ελληνικό κοινό δεν ξέρει τι να δει, τι να στηρίξει, ποιον να πιστέψει και να ακολουθήσει. Η βιομηχανία πάντως δεν είναι στα καλύτερά της. Εμπορικά σίγουρα. Γροθιά σε αυτή την ανία βέβαια έδωσε η “Ευτυχία” που αποτέλεσε μεγάλη εισπρακτική επιτυχία σε μία σκηνή αβεβαιότητας και πολλών ερωτηματικών. Απ’ ότι φαίνεται όμως δεν αρκεί μόνο αυτό…

Πολλοί επικεντρώνουν την κριτική τους στις παθογένειες της βιομηχανίας, οι οποίες οφείλονται στα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας που αναπόφευκτα επεκτείνονται και στην έβδομη τέχνη. Το βασικότερο είναι η δεδομένη έλλειψη πόρων προς χρηματοδότηση. Η βραβευμένη με Όσκαρ καλύτερης ταινίας το 1930 All Quiet on the Western Front») είχε προϋπολογισμό 1,2 εκατομμύρια δολάρια. Οι ελληνικές παραγωγές – 90 χρόνια μετά – ακόμα δεν αγγίζουν τέτοιους αριθμούς. Είμαστε αρκετά πίσω.

Η εγχώρια κινηματογραφική παραγωγή διαιρείται σε δύο “στρατόπεδα”. Ταινίες εμπορικές και μη. Μη εμπορικές σημαίνει άγνωστες για τους περισσότερους. Για παράδειγμα το 2019 κυκλοφόρησαν πάνω από 60 ελληνικές ταινίες. Και ζήτημα είναι να γνωρίζουμε 2-3. Και αυτό γιατί οι ταινίες συχνά έχουν φεστιβαλική καριέρα και μετά από λίγες εβδομάδες εξαφανίζονται από τις αίθουσες, χωρίς να έχουν αγγίξει πενταψήφιο αριθμό εισιτηρίων. Οι φεστιβαλικές παραγωγές δεν έχουν εισπρακτικές βλέψεις. Συνακόλουθα είναι καταδικασμένες στην αφάνεια. Όπως τα πανεπιστήμια στην Ελλάδα δεν είναι συνδεδεμένα με την αγορά εργασίας έτσι και τα φεστιβάλ δεν είναι συνδεδεμένα με την προώθηση των ταινιών, ενώ αυτά θα έπρεπε να είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Είναι κρίμα και για τους δημιουργούς και για το κοινό. Οι νεότεροι δε σκηνοθέτες περιορίζονται σε κοινωνική ή δραματική θεματολογία – κάνοντας “τέχνη για την τέχνη” – ενώ στις εμπορικές παραγωγές βλέπουμε μόνο κωμωδίες.

Ο “Θησαυρός” του 2017

Στις κωμωδίες αυτές όμως συνήθως δεν βλέπουμε κάτι ποιοτικό. Είναι ταινίες για θέαμα με φτηνό χιούμορ που βρίθουν ρατσιστικών και σεξιστικών αστείων (Χαλβάη 5-0, Θησαυρός, Μαζί τα Φάγαμε). Οι περισσότερες είναι πρόχειρες, βασίζονται σε κάποιον κωμικό πρωταγωνιστή, αφήνοντας όλα τα υπόλοιπα στην τύχη τους… Αφηγούνται πολύ διεκπεραιωτικά τα γεγονότα της πλοκής, με λογικές αυθαιρεσίες, και βασίζονται σε γραφικότητες που βάζουν τρικλοποδιές σε όποια καλή προσπάθεια. Και το μοτίβο συνεχίζεται ακάθεκτο εφόσον και το κοινό ανταποκρίνεται…

Τα remake παλιών ελληνικών ταινιών (Γαμπροί της Ευτυχίας, Ηλίας του 16ου, Ζητείται Ψεύτης) ή και ξένων επιτυχιών (Bachelor – Hangover) δεν πάνε πίσω. Μία μόδα που αστόχησε (αν όχι εμπορικά) σίγουρα καλλιτεχνικά καθώς οι πρόχειρες δουλειές θυμίζουν τηλεταινίες, με τηλεοπτικούς stars σε πρωταγωνιστικούς ρόλους (!) σεναριακές ευκολίες και ελάχιστες πραγματικά χιουμοριστικές στιγμές.

Οι πιο γνωστές από την άλλη ταινίες συνήθως είναι μία νοσταλγική επιστροφή στο παρελθόν. Το φάντασμα της ελληνικής ιστορίας “καταδιώκει” τους Έλληνες δημιουργούς. Χωρίς απαραίτητα να είναι κακό. Ίσα ίσα αυτές οι παραγωγές είναι προσεγμένες σε πολλά επίπεδα. Διηγούνται κάποια συγκινητική ανθρώπινη ιστορία σχετιζόμενη με την προσφυγιά, τον πόλεμο (Ρόζα της Σμύρνης, Ουζερί Τσιτσάνης) ή είναι βιογραφίες (Καζαντζάκης, Ευτυχία). Η μουσική επένδυση, τα παραδοσιακά και εθνικά στοιχεία, το ιστορικό εν γένει πλαίσιο θέλοντας και μη εκβιάζουν τη συγκίνησή μας. Η αγκίστρωση στο παρελθόν είναι κάτι που οι Έλληνες κάνουμε. Φυσικά δεν είναι κακό να αντλούνται θέματα από την ιστορία (αυτό δεν γίνεται μόνο στην Ελλάδα προφανώς) ούτε π.χ. να συγκινούμαστε με την εκτέλεση των 200 στην Καισαριανή. Πρόβλημα είναι καλές ιδέες και ιστορίες να έχουν ως φόντο μόνο το παρελθόν ενώ καμία σύγχρονη ιδέα να μην μπορεί να σταθεί στα πόδια της.

Η πιο πρόσφατη ταινία του Π.Βούλγαρη

Η νεοελληνική πραγματικότητα ίσως φαίνεται στα μάτια των δημιουργών άσχημη ή αδιάφορη για να χτίσουν την ιστορία τους. Η οικονομική (και ηθική) κρίση, τα σημερινά κοινωνικά προβλήματα (οικογενειακή κρίση, μεταναστευτικό, ακροδεξιά) δεν φαίνεται να έχουν μεγάλο αντίκτυπο στο κοινό (Το Μικρό Ψάρι, Πλατεία Αμερικής) παρ’ ότι αυτή η μοντέρνα, ρεαλιστική ματιά φαινόταν πολλά υποσχόμενη. Εξαίρεση σε αυτή την κατηγορία είναι οι ταινίες του Χ.Παπακαλιάτη και του Γ.Λάνθιμου που για πολλούς είναι αρκετά καλές προσελκύοντας κάτι παραπάνω από σεβαστό κοινό.

Σε αυτά τα εμπόδια έρχεται να προστεθεί ο μεγαλύτερος ανταγωνιστής των ανεξάρτητων παραγωγών. Τα blockbuster δεν είναι εξ ορισμού καλύτερα υπερτερούν εκ των πραγμάτων ποιοτικά, τεχνικά και ως προς το promotion μονοπωλώντας τις αίθουσες και τις ώρες προβολής χωρίς να αφήνουν περιθώρια στις εταιρείες διανομής και στους αιθουσάρχες. Έτσι οι ανεξάρτητες ελληνικές ταινίες να χάνονται από εβδομάδα σε εβδομάδα.

Στην Ελλάδα απουσιάζουν όμως και πολλά είδη σινεμά (αστυνομικό, φαντασίας, θρίλερ κ.ά.). Το ελληνικό κοινό όμως παρακολουθεί τις αντίστοιχες ξένες ταινίες και την απόπειρα του Σ.Τσαφούλια με το “Έτερος Εγώ” αγκάλιασε θερμά.

Αξιοπρεπείς προσπάθειες γίνονται και από τις δύο πλευρές (ποιότητας – εμπορικότητας). Δυστυχώς όμως στην Ελλάδα μιλάμε για δύο αντίπαλα στρατόπεδα όπου οτιδήποτε ποιοτικό δεν είναι εμπορικό και ό,τι εμπορικό στερείται ποιότητας. Λείπει ο συγκερασμός. Μην δαιμονοποιούμε τις καταστάσεις, τα genres ή το κοινό. Ο κάθε καλλιτέχνης μπορεί να κρατήσει την ποιότητά του και ταυτόχρονα να πουλήσει. Κανείς δεν είναι εχθρός κανενός. Οι κρατούσες αντιλήψεις όμως – και σε αυτό τον τομέα – μας δένουν τα χέρια σε αυτή τη χώρα.

Ο “Απόστρατος” του 2019

Όσο ρομαντικά και αν προσεγγίζουμε τον κινηματογράφο όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πρόκειται για μία βιομηχανία που δουλεύει με όρους επιχείρησης. Δεν είναι σωστό να συγχέεται η καλλιτεχνική έκφραση με την απήχηση στο κοινό. Μπορούν και τα δύο να επιτευχθούν σε ικανοποιητικό βαθμό χωρίς το ένα να αλλοιώνει το άλλο. Οι δημιουργοί μάλλον αδυνατούν να συλλάβουν τον παλμό μιας ποιοτικής και συνάμα εμπορικής ταινίας δίνοντάς του κινηματογραφική πνοή. Δεν είναι και ό,τι πιο εύκολο βέβαια. Αυτό που όλοι θέλουμε πάντως είναι να απολαμβάνουμε καλές ταινίες και να τις απολαμβάνουμε όλοι.

Καταλήγουμε – όταν κρίνουμε μία ελληνική ταινία – να χρησιμοποιούμε διαφορετικά κριτήρια (π.χ. “αυτή η ταινία είχε ωραία μουσική ή σκηνικά ή καλό πρωταγωνιστή) χωρίς να μπορούμε να δούμε στην ελληνική κινηματογραφία – πλην ορισμένων εξαιρέσεων φυσικά – ένα ολοκληρωμένο έργο και να το αξιολογήσουμε έτσι. Στην Ελλάδα έχουμε ξεχάσει ότι ο πυρήνας μιας ταινίας είναι η αφήγηση μιας ιστορίας. Το μέλλον όμως του ελληνικού κινηματογράφου είναι στα χέρια όλων μας. Το κοινό αποδέχεται, το κοινό βλέπει, το κοινό αξιολογεί. Ίσως μπορεί να σώσει το ελληνικό σινεμά από το «διαφαινόμενο» κύκνειο άσμα του … μπορεί και όχι …


Πηγή φωτογραφιών και εξωφύλλου: www.imdb.com

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ