Η Πάρος, η δική μου

Μια εγωκεντρική ιστορία πραγματικών γεγονότων

1

Του Scaramouche.

Το καράβι πιάνει λιμάνι. Η Α. (φίλη φίλης) με περιμένει στο λιμάνι. Αγκαλιές, φιλιά… ζεστό ζεστό καλωσόρισμα. «Έλα» μου λέει, «καθόμαστε εδώ στο λιμάνι και είπαμε να πιούμε μια σούμα για το αντάμωμα, θες να κάτσουμε λίγο και να πάμε μετά να τακτοποιηθείς;». «Ναι αμέ, τέλεια» απαντάω εγώ, γεμάτος ενθουσιασμό, όχι μόνο για τον επικείμενο γάμο που θα ακολουθούσε, αλλά για ολόκληρο το εγχείρημα της αναζήτησης εργασίας σ’ ένα καινούριο τόπο.

Καθόμαστε λοιπόν, ανάμεικτη παρέα, όλοι άγνωστοι σε μένα. Κάποιοι μόνιμοι κάτοικοι του νησιού, κάποιοι όχι. Έρχεται και ο Κ. (αγόρι φίλη φίλης), γνωριζόμαστε, συμπαθιόμαστε και δως του σούμες από δω, δως του σούμες από κει. Να μην τα πολυλογώ, γίναμε στουπί στη σούμα! Μετά από δυο, τρεις, τέσσερις ώρες κάνουμε να σηκωθούμε να φύγουμε και εκεί καταλαβαίνουμε ότι τα πράματα είναι λίγο δύσκολα. Στη διαδρομή για το σπίτι, διακρίνω μία ένταση ανάμεσα στο ζευγάρι. Μπαίνουμε σπίτι, μου δείχνουν που θα κοιμηθώ, πάνε πιο μέσα στο δωμάτιο τους κι όλα καλά σκέφτομαι. Δεν πρέπει να μου πήρε πάνω από δυο λεπτά για να «σβήσω»! Ξαφνικά, ακούω φωνές, βρισιές και μια πόρτα να κοπανάει (στο ένα μέτρο η πόρτα από κει που κοιμόμουν) και να κλειδώνει κιόλας, απ’ έξω! Ζαλισμένος και ανήσυχος, ανασηκώνομαι λίγο και πριν προλάβω να καταλάβω τι έχει γίνει, ξεπροβάλλει ο Κ. από μέσα, σε έξαλλη κατάσταση, φωνάζοντας και βρίζοντας. «Τι έγινε ρε φίλε;» του λέω. «Άντε ρε με την κ@ργιόλα, θα την σκοτώσω!»… και άλλα τέτοια καλούδια. «Όπα» λέω από μέσα μου, τα πράματα είναι σοβαρά. Σηκώνομαι άρον άρον και προσπαθώ να τον καλμάρω κάπως. Να σημειώσω ότι παραμένουμε στουπί, κλειδωμένοι μέσα και σχετικά άγνωστοι ακόμα μεταξύ μας. Επίσης, να τονίσω κάπου εδώ ότι ο Κ. είχε ασχοληθεί ενεργά με την πυγμαχία και συνδυαστικά με το αλκοόλ, όσο να ναι, του έβγαινε μια κάποια επιθετικότητα προς πάσα κατεύθυνση (δηλαδή σ’ εμένα, δεν ήταν και κανένας άλλος εκεί άλλωστε)! «Να σου φτιάξω ένα καφέ ρε φίλε να ισιώσεις λίγο;» τον ρωτάω. Μέσα στο μεθύσι μου και στην αγωνία μου για να τον ηρεμήσω, αρπάζω ένα μπρίκι (πλαστικό, από αυτά τα new age) και το βάζω πάνω στο μάτι. Είναι ξεκάθαρο πως παραμένω σουρωμένος φουλ. Μιλάμε ωστόσο, από αυτούς τους διαλόγους που θα έπρεπε με κάποιο τρόπο μαγικό να ηχογραφούνται μόνοι τους, για να μη χάνονται στο άπειρο τέτοια ντοκουμέντα. Λίγες στιγμές αργότερα, αρχίζει και μυρίζει καμένο. Σωστά μαντέψατε. Το πλαστικό μπρίκι, φυσικά, καίγεται πάνω στο αναμμένο μάτι! Τελικά, το ξενέρωμα δεν ήρθε από τον καφέ, αλλά από την εν εξελίξει φωτιά που μας απειλούσε. Κάπου εκεί σταματάει η ανάμνηση μου από εκείνο το βράδυ. Στην αμέσως επόμενη σκηνή που θυμάμαι, με βρίσκω να χαροπαλεύω να ανοίξω τα μάτια μου το πρωί, όπου διαπιστώνω με κάποια έκπληξη (δεν το κρύβω), ότι έχουμε αποκοιμηθεί σχεδόν αγκαλιά με τον Κ. σε μονό (!) κρεβάτι! Καλά πήγε αυτό σκέφτομαι, αφού δεν καήκαμε ή δεν πλακωθήκαμε (ή και οτιδήποτε άλλο τελοσπάντων…), ας είναι. Αν μη τι άλλο, δυναμική αρχή τριημέρου σκέφτομαι.

Η επόμενη μέρα είχε φτάσει λοιπόν, η μέρα του γάμου. Αποκαταστάθηκε η τάξη στο ζευγάρι. Ηρέμησα κι εγώ από την χθεσινοβραδινή επεισοδιακή αναμπουμπούλα. Ακολούθησε ήπιο πρωινό, μπάνιο στη θάλασσα με τα παιδιά, κι όλα καλά. Παρά το ανυποχώρητο χανγκόβερ που με είχε κυριεύσει. Τα παυσίπονα ένιωθαν άνετα μαζί μου, ανέκαθεν. Ντυσίματα, στολίσματα και να σου στην εκκλησία. Αφού συνάντησα τους φίλους μου, που είχαν έρθει για τον ίδιο λόγο, άρχισα να οικειοποιούμαι λίγο τον τόπο και να απομακρύνομαι από την αμηχανία που με προσέγγιζε ανά τακτά χρονικά διαστήματα όσο βρισκόμουν στο νησί. Πλέον, βρισκόμαστε στο χώρο που θα γιορτάζαμε και θα πίναμε. Κάπου στη μέση της διαδρομής Παροικιάς – Νάουσας δηλαδή. Έχει περάσει η ώρα. Παραμένω συνεπής για ακόμα μια φορά στην ακατάπαυστη κατανάλωση αλκοόλ και γύρω στις 3-4 τα ξημερώματα, μου τη βαράει να περιηγηθώ στο χώρο, πηγαίνοντας προς τα έξω. Δεν περνάει λίγη ώρα και συνειδητοποιώ ό,τι περπατώ στη μέση του κεντρικού δρόμου, μ’ ένα φεγγάρι ολόγιομο από πάνω μου (θαρρώ πως είχε και πανσέληνο… μαγική εικόνα) και συγχρόνως, βαθύ σκοτάδι τριγύρω μου παντού! Λες και φώτιζε μόνο εκεί που περπατούσα! Χτυπάει το τηλέφωνο «Που είσαι ρε;» με ρωτάει η Α. (φίλη απ’ το γάμο), «Εε, έφυγα.. και μάλλον πάω προς τα πίσω»! Έκπληκτη η Α., «Μα καλά πως πας; Με τα πόδια;»! «Ε ναι μωρέ, κοντά θα είναι, θα περπατήσω λέω… είναι ωραία! Άντε γεια» της λέω και κλείνω. Καθαρή περίπτωση όπου το ποτό παίρνει πρωτοβουλίες για σένα. Ήταν όντως ωραία, αλλά μάλλον δεν είχα αντιληφθεί που ήμουν και που έπρεπε να πάω, όπου παρεμπιπτόντως είχα και ελάχιστη ιδέα για το πως θα πάω, που θα στρίψω, αν τελικά φτάσω κάπου εκεί και διάφορες άλλες τέτοιες λεπτομέρειες μεν, απαραίτητες δε για να βρεθώ στο κρεβάτι που ήμουν και το προηγούμενο βράδυ (μόνος αυτή τη φορά ήλπιζα)! Ένας μακρινός θόρυβος μαζί μ’ ένα αμυδρό φως με πλησίαζε και με διακόπτει απ’ το eye contact που είχα με το φεγγάρι, σχηματίζοντας το γνωστό οχτάρι του μεθυσμένου. «Που πας ρε τρελέ μες στην νύχτα;» ένα ντόπιο παλικαράκι με παπί, με ρωτάει απορημένο. «Πάω προς Παροικιά» του λέω, «κοντά σ’ ένα σουπερμάρκετ». «Άντε, ανέβα να σε πάω» μου λέει «θα σε πατήσει κανένας εδώ» συνεχίζει. Δεν κατάλαβα ποτέ την ανησυχία του, ψυχή δεν πέρναγε. Άσε που πέρναγα ωραία εκείνη τη στιγμή. Είχα όμως κουραστεί ομολογώ. Και μολονότι φάνταζε απίστευτο να έφτανα στον προορισμό μου, πιο πιθανό φαινόταν να με έβρισκαν στην άκρη του δρόμου το πρωί, θαύμα εγένετο (το λες και θεόσταλτο το παλικαράκι)! Βρίσκουμε το σουπερμάρκετ, κατεβαίνω, τον ευχαριστώ και συνεχίζω το οχτάρι μου πλέον στο χωματόδρομο. Αφότου πέρασα και το σημείο, όπου το πρωί είχα παρατηρήσει ένα μεγάλο αγέρωχο άλογο (πελώριο μου είχε φανεί είν’ η αλήθεια), το οποίο κατάλαβα μόνο και μόνο επειδή ήταν ξύπνιο, ψέλλισα «δω είμαστε»!

Το επόμενο πρωί με βρίσκει εξίσου χάλι με το προηγούμενο (το λεγόμενο back to back). Ανασηκώνω το κεφάλι μου, σκέφτομαι (ή προσπαθώ να) πως ο συνδυασμός: νέα μέρη, πολλά πρόσωπα, διαφορετικές τοποθεσίες, λίγος χρόνος και πολύ αλκοόλ, φταίνε ξεκάθαρα για ό,τι μου συμβαίνει. Κάθομαι στο κρεβάτι. Καταλαβαίνω ό,τι είμαι μόνος μου. Η Α. και ο Κ. έχουν φύγει, για να με αφήσουν να κοιμηθώ με την ησυχία μου (πόσο καλοί;!!). Όχι και το γατί τους όμως, η Τ… (πολλές τελείες έβαλα) Σκάει μύτη από μέσα σινάμενη κουνάμενη. Νιαουρίζει, χαϊδεύω, ανοίγω πόρτα, βγαίνει έξω. Ξανακάθομαι στο κρεβάτι. Δεν περνάνε πέντε λεπτά, κι η Τ. ξαναμπαίνει μέσα, καμαρωτή, περήφανη, κρατώντας τι άλλο… (τι πιο φυσικό ΑΛΛΩΣΤΕ!)… ένα φίδι τυλιγμένο να κρέμεται απ’ το στόμα της. Το αφήνει στωικά πάνω στο χαλάκι του μπάνιου, που είναι περιέργως έξω απ’ το μπάνιο και ΔΙΠΛΑ ακριβώς στο κρεβάτι μου! ΣΟΚ! Σα να με χτύπησε ο καφές που δεν είχα πιει ακόμα. Το θετικό ήταν ό,τι έδειχνε να μη σαλεύει το φίδι. Που προς υπεράσπιση μου, μπορεί να ήταν ιδιαίτερα λεπτό στη διάμετρο του, αλλά κάνα μέτρο το έκανες σε μπόι! Σηκώνομαι, ντύνομαι και αρχίζει η επιχείρηση «Βγάλε αυτό το πράμα έξω»! Βρίσκω ένα σκουπόξυλο και προσπαθώ να φτιάξω ένα Σπρινγκ Ρολ με χαλάκι του μπάνιου και φίδι (σοτέ!..χαχα..α ρε μαστερ σεφ)! Αφού το τυλίγω, ευτυχώς παραμένει ακίνητο, το σπρώχνω έξω από την πόρτα με συνοπτικές διαδικασίες, κλείνω, κλειδώνω (τόσο θαρραλέος)! «Σώθηκα» λέω, κοιτώντας απειλητικά την Τ.! Ακολουθεί κάποιο διάστημα φυσιολογικής ροής των πραγμάτων, παραδόξως. Μέχρι που ακούω βήματα. Έρχονται τα παιδιά. «Κ» φωνάζω, «όπως κατεβαίνετε τα σκαλάκια, προσέχετε λίγο, η γάτα σας είχε κέφια»! Το βλέπει ο Κ., γυρίζει στην Α. που ακολουθούσε (ψύχραιμα μεν, αλλά και σε κατάσταση συγκεκαλυμμένου συναγερμού) «μωρό μου, μην κοιτάξεις δεξιά όπως κατεβαίνεις, πήγαινε κατευθείαν μέσα», ενόσω μου έκανε νόημα mayday mayday! Ε αυτό ήταν, η Α. όπως καταλαβαίνετε ουρλιαχτό και τρέξιμο σε τέλειο συγχρονισμό, κλείσιμο πόρτας, κλείδωμα (ταυτίστηκα)! Βγάζουμε κεφάλι στο παράθυρο κουζίνας/εισόδου (ήταν το ίδιο και το αυτό) και παρακολουθούμε τον Κ., που προσπαθεί με το σκουπόξυλο να σύρει το φίδι (ή φιδάκι… κρίνετε εσείς), πάνω από το τοιχίο, ώστε να μην έχουμε απευθείας σύνδεση και οπτική επαφή εμείς μ’ αυτό. Ψέματα, αυτό μ’ εμάς, ακούγεται πιο εύστοχο. Και εντελώς ξαφνικά, το γ@μώφιδο (συγχωρέστε με οι WWF και λοιποί, θυμήθηκα την τρομάρα μου) που έπαιζε τον ψόφιο κοριό για πάνω από μισή ώρα (δίπλα στο κρεβάτι μου θυμίζω!!), σηκώνεται παράλληλα με το τοιχίο και αρχίζει να κινείται , σαν άλλη κόμπρα που χορεύει στις Ινδίες (έτσι φάνταζε στα μάτια μου τουλάχιστον)! Βρισίδι εγώ, τσιρίδα η Α.! Ο Κ. ήταν ο ψύχραιμος της παρέας, ξεκάθαρα, κι αυτός που κατάφερε να το «απελάσει» στο χωράφι παραδίπλα. Λίγες στιγμές αργότερα, αναρωτιόμουν «μήπως είναι λιγάκι περίεργο», όντας μόλις στο δεύτερο μου πρωινό  στην Πάρο, «να έχουν ήδη συμβεί όλα αυτά» που περιγράφω παραπάνω.

Όπως και να ‘χει, η συνέχεια ήταν κάπως ανάλογη (λες και δε «φώναζε»), για όσο διάστημα έμεινα στο νησί. Γιατί εκείνο το πρωινό, βρήκα τελικά δουλειά! Έπειτα από μια σύντομη επιστροφή στην Αθήνα για τα απαραίτητα, φόρτωσα τον Ben (Ben=μηχανή), και πέρασα τους υπόλοιπους τέσσερις μήνες στην Πάρο. Γνώρισα κόσμο, ξε-φτώχυνα (προσωρινά), και για πρώτη φορά είδα και έζησα την Πάρο, τελείως διαφορετικά από όλες τις προηγούμενες φορές, αθροιστικά! Την αγάπησα και την μίσησα μαζί. Αγάπησα ανθρώπους, τους ήχους τα πρωινά, τα ηλιοβασιλέματα, τη θέα της θάλασσας όταν το φεγγάρι ήταν μεγάλο, τη σούμα, την Μάρπησσα. Μίσησα την ασταμάτητη ροή των Blue Star, την κίνηση (τι φάση;!), τις κατσαρίδες (και ανθρώπους, όπου οι κατσαρίδες μπροστά τους φαντάζουν πολύ πιο τίμιες), την αδυναμία να βρω ουσιαστικά σπίτι να μείνω (και φορτώθηκα σ’ ένα σωρό κόσμο που αν δεν ήταν αυτοί δε ξέρω τι θα γινόταν)!

Αυτή είναι η δική μου η Πάρος. Ένα συνονθύλευμα έντονων συναισθημάτων, εικόνων, στιγμών και εμπειριών. Που σε πολλά από αυτά μπορείς να δώσεις θετική ή αρνητική χροιά, σίγουρα όμως όχι αδιάφορη. Κι από τις τόσες φορές που έχω βρεθεί στην Πάρο (και είναι πολλές, όνεστλι), αυτή είναι η πιο δική μου!

1 ΣΧΟΛΙΟ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ