Πηγή εικόνας: www.imerodromos.gr

Της Δήμητρας Κουφωλιά

Άφησέ με νάρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε!

Είναι καλό το φεγγάρι, – δε θα φαίνεται

πού ασπρίσαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι

θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις.

Άφησέ με νάρθω μαζί σου.

[…]

Άφησέ με νάρθω μαζί σου

λίγο πιο κάτου, ως τη μάντρα του τουβλάδικου,

ως εκεί που στρίβει ο δρόμος και φαίνεται

η πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο,

τόσο αδιάφορη κι άυλη

τόσο θετική σαν μεταφυσική

που μπορείς επιτέλους να πιστέψεις πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις

πως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ο χρόνος κ’ η φθορά του.

Άφησέ με νάρθω μαζί σου.

[…]

δεν έχει σημασία αν φεύγεις ή αν γυρίζεις

κι ούτε έχει σημασία που ασπρίσαν τα μαλλιά μου,

(δεν είναι τούτο η λύπη μου – η λύπη μου

είναι που δεν ασπρίζει κ’ η καρδιά μου).

Άφησέ με νάρθω μαζί σου.

[…]

Τα χείλη του ποτηριού γυαλίζουν στο φεγγαρόφωτο

σαν κυκλικό ξυράφι – πώς να το φέρω στα χείλη μου;

όσο κι αν διψώ, – πώς να το φέρω; – Βλέπεις;

έχω ακόμη διάθεση για παρομοιώσεις, – αυτό μου απόμεινε,

αυτό με βεβαιώνει ακόμη πως δε λείπω.

Άφησέ με νάρθω μαζί σου.

Αυτές είναι μόνο κάποιες στροφές,  με τις οποίες ο Γ. Ρίτσος καταφέρνει να αποτυπώσει τη μελαγχολία, τις φωνές της μνήμης, τη φθορά, την ελλιπή βίωση της ζωής, τις επιπτώσεις του χρόνου στην ανθρώπινη ψυχή και το σώμα.

Η Νεότητα ανέκαθεν ταυτίζεται με την ενέργεια, τη ζωτικότητα και τις απολαύσεις της ζωής. Στον αντίποδα, το γήρας (“ασπρίσαν τα μαλλιά μου”) γίνεται συνώνυμο της φθοράς, του τέλους των απολαύσεων της ζωής, του πένθουςκαι της μοναξιάς. Την αντίθεση αυτή ο ποιητής φανερώνει με μεγάλη παραστατικότητα στους ανωτέρω στίχους έχοντας πλάσει έναν διάλογο-μονόλογο μιας ηλικιωμένης γυναίκας με έναν νεαρό, τον οποίο και παρακαλεί “να την αφήσει να έρθει μαζί του”.

Η ηλικιωμένη γυναίκα (“Γυναίκα με τα μαύρα”) κάτω απο το φως του φεγγαριού απολογείται και εξομολογείται στον νεαρό: η ίδια τονίζει πως αν και το σώμα της έχει φθαρεί από τον χρόνο, η καρδιά της, δηλαδήτα συναισθήματα, οι επιθυμίες της και κυρίως οι άλογες παρορμήσεις της ψυχής της-εν προκειμένω ο έρωτας-δεν κάμπτονται. Ενώ το σώμα της λοιπόν αλλοίωνεται, αυτό δεν είναι αρκετό ώστε η ίδια να μπορέσει να τιθασεύσει τα πάθηκαι τις επιθυμίες της. Η ηρωίδα αν και ξέρει καλα πως ” Καθένας μονάχος πορεύεται στον έρωτα, μονάχος στη δόξα και στο θάνατο”, δεν μπορεί να εκλογικέυσει τον πόθο της και την αναγκαιότητα που την περιβάλλει. Βλέπει και αντιλαμβάνεται τα όσα στερήθηκε και τα όσα άφησε να κυλήσουν μέσα από τα χέρια της εκουσίως. Διαπιστώνει στο παρόν ότι σε όλο το παρελθόν διάστημα της ζωής της ήταν εγκλωβισμένη στο κελί της άγονης λογικής, πως προκειμένου να διατηρήσει την αγνότητά της άφησε τη νιότη της να της φύγει, αντιλαμβάνεται πως αυτό δεν άξιζε, μελαγχολεί για αυτόν τον λόγο και προσπαθεί έστω και τώρα να εκπληρώσει το ανεκπλήρωτο, παρακινώντας τον νεαρό να την αφήσει να τον ακολουθήσει μέσα στη φεγγαρόλουστη νύχτα.

Η Γυναίκα με τα μαύρα δεν έχει απλώς την επιθυμία να ακολουθήσει τον νεαρό, αλλά θα έλεγε κανείς πως η παράκλησή της αυτή ομοιάζει με σπαραγμό: σε καμία περίπτωση δε θέλει να διασπαστεί η αμετάκλητη απόφασή της. Κι όμως, ο πανδαμάτωρ χρόνος  έρχεται και της την διασπάει, κάτι που φαίνεται με μεγάλη ενάργεια στο “Α, φεύγεις; Καληνύχτα. Όχι, δε θάρθω. Καληνύχτα”. Σε αυτές τις επτάλέξεις ο αναγνώστης ίσως νιώσει οίκτο για την ηρωίδα, ίσως όμως και όχι. Αυτό που εν τέλει έρχεται συνειρμικά ως αναγκαίο συμπέρασμα είναι ότι επρόκειτο για μια άχρηστη απολογία-εξομολόγηση. Ο νέος αποδεσμεύεται,φεύγει, συνεχίζει την πορεία του χωρίς την ηρωίδα, για την οποία δε γνωρίζουμε αν βγήκε ή όχι από το σπίτι που την πνίγει.

Ίσως λοιπόν, η αδιαφορία του νέου, ο οποίος δε μένει και δε συγκινείται από την εξομολόγηση της γυναίκας, αλλά επιλέγει τη ζωή, προχωρώντας παρακάτω, να προκαλεί οίκτο στον αναγνώστη για την γεμάτη ειλικρίνεια και βασανιστική εξομολόγηση. Αγέρωχος ο νέος και χωρίς σημάδια φθοράς σβήνει μια μια τις ελπίδες της γυναίκας με τα μαύρα: Από την άλλη, ο στίχος ““… Εγώ θα βγω σε λίγο. Ευχαριστώ. Γιατί επιτέλους, πρέπει να βγω από αυτό το τσακισμένο σπίτι…”παραπέμπει σε μια πιο αισιόδοξη οπτική, υποδηλώνοντας ότι η ηρωίδα δεν το βάζει κάτω, θεωρεί απλώς πως η εξομολόγηση ”ήταν σαν να μην έγινε”, επιστρέφοντας αξιοπρεπώς στον εαυτό της.

Το συγκεκριμένο ποίημα αποτελεί μία κατάθεση ψυχής για την καταλυτική δράση του χρόνου και τις συνέπειες στις ανθρώπινες ψυχές που δεν μπορούν να συμβιβαστούν με αυτόν και επομένως ούτε να τον ακολουθήσουν.

Έχει ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα, αφού ο άνθρωπος ως κοινωνική ύπαρξη συνιστά την όλη ουσία του μονολόγου-διαλόγου. Η λογική, το συναίσθημα, η φθορά, το απωθημένο και εν τέλει η όλη δυσαρέσκεια για τη συγκεκριμένη θέση -χρονική ή αξιολογική όλων αυτών των περιγραφικών και κοινότυπων εννοιών το καθιστούν μοναδικό από αποιαδήποτε πλευρά και αν το δει κανείς. Αξίζει να αφιερώσει κάποιος λίγο χρόνο να ακούσει την σπαρακτική ανάγνωση του ποιήματος από την Μ. Μερκούρη για να το αντιληφθεί.Η ψυχογνωσία του ποιήματος είναι ασύγκριτη και η ελληνική γλώσσα, όσο καμία άλλη γλώσσα παγκοσμίως δεν μπόρεσε, αποδίδει ακριβώς αυτό, καθιστώντας το αριστούργημα.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ