Της Ελένης Καραμαγκιώλη

Eχουμε πάρει όλοι θέση γύρω από την πισίνα, ένα αεράκι μαρτυράει ότι η άνοιξη φεύγει, αλλά αυτή είναι πολύ πεισματάρα για να το παραδεχθεί και φυσάει για να το χωνέψει. Και ο φίλος μου που κάθεται στο φερ φορζέ τραπεζάκι ξεφυσάει όπως τινάζει τις στάχτες από το τσιγάρο του στο πλαστικό τασάκι, η γυναίκα του έχει βγάλει έναν μικρό στρογγυλό καθρέφτη από την τσάντα της και βάζει πούδρα στη μύτη της. Έχω σύρει μια μπαμπού πολυθρόνα από ένα μπανγκαλόου και έχω βουλιάξει μέσα της αναπαυτικά. Απέναντί μου οι φίλοι μας , το ζευγάρι που ήρθε μαζί μας για το διήμερο, και η γυναίκα μου παραδίπλα, έχει σταυρώσει τα πόδια της στην ξαπλώστρα μπροστά, έχει ακουμπήσει πίσω την πλάτη της και έχει τραβηχτεί ψηλά στους γεμάτους μηρούς της το κιμονό που φοράει. Είναι κοκκινισμένη από τον ήλιο, της ταιριάζει πολύ το κιμονό, είναι από λευκό μετάξι και στο φόντο κάνει νερά σε μπλε βαθύ, στα μανίκια σχηματίζονται λαιμοί από κύκνους που μπλέκονται μεταξύ τους. Για αυτό το σύμπλεγμα της το είχα διαλέξει, της το είχα φέρει από την Ιαπωνία, είχα πάει με τη δουλειά για τρεις μήνες πριν από λίγα χρόνια.

Σουρουπώνει και ο ήλιος που δύει πέφτει πάνω στα ποτήρια μας και τα γεμίζει πορτοκαλιές αποχρώσεις. Έχω παραγγείλει το τρίτο μαρτίνι αλλά αργεί ο σερβιτόρος. Από ώρα στην πισίνα είμαστε μόνο εμείς και ο νέος άντρας του ξενοδοχείου με την ριγέ φανέλα και την μπεζ βερμούδα που προσπαθεί με μια απόχη να πιάσει τα φύλλα που έχουν κολλήσει στον πάτο της πισίνας. Έχει βγάλει τα παπούτσια του κι έχει μπει στο νερό ως τη μέση της γάμπας. Η γυναίκα μου αλλάζει θέση λίγο πιο πάνω στην ξαπλώστρα για να τον βλέπει καλύτερα, είναι γεροδεμένος και τα πόδια του μοιάζουν ποδοσφαιριστή. Η ιαπωνική ρόμπα της ανοίγει, δεν έχει κουμπιά , δένει μόνο στη μέση με μια ζώνη από το ίδιο ύφασμα, ο φίλος μου καρφώνεται στο γυμνό δέρμα, η γυναίκα μου τον βλέπει, κρύβεται πίσω από τις ξανθές τούφες στο πρόσωπό της, κλείνει τα πόδια σφιχτά, κουνάει το ποτήρι της με το γαλακτερό υγρό και την φέτα ανανά στο χείλος να πάει παντού ο πάγος και συγκεντρώνεται πάλι στον νεαρό με την απόχη.

Στο στέρνο της κρέμεται η αλυσίδα με το χρυσό άλογο στο τέλος της, τόσο μικροσκοπικό που χάνεται ανάμεσα στις ελιές της και στις γραμμές που διατρέχουν την επιφάνεια ως ανάμεσα στα στήθη σαν αρτηρίες στον χάρτη με τα δρομολόγια του μετρό. Αυτό το μενταγιόν ήταν το δώρο της για τα σαράντα της, είχε μελαγχολήσει για την ηλικία της κι είχα σπεύσει να της χαρίσω κάτι που είχε την αειθαλή χάρη και ταχύτητα του αλόγου.

Όλα πάνω της τώρα που το σκέφτομαι είναι από μένα πριν ή αφότου γυρίζω από τα συνηθισμένα επαγγελματικά μου ταξίδια. Εκείνη έχει καλή διάθεση όταν είναι να φύγω , πριν από το ταξίδι στην Αμερική πέρασε όλο το προηγούμενο απόγευμα για να μου ετοιμάσει το αγαπημένο μου φαγητό -κρέας στην κατσαρόλα με σέλινο και πουρέ-, σέρβιρε νωρίς το δείπνο, παίξαμε σκραμπλ και πόκερ, έχασε, βγήκε από το σπίτι μόνο για μιάμιση ώρα για την βόλτα της. Όταν επέστρεψε, είχα ετοιμάσει την βαλίτσα, παίξαμε άλλον έναν γύρο πόκερ, έχασε πάλι και ξαπλώσαμε ευχαριστημένοι κι οι δύο.

Η γυναίκα μου δεν έχει ιδέα από χαρτιά, ούτε από παιχνίδια, παίζει για να χάνει, είναι μέρος της γοητείας της η ήττα της, ζαρώνει το στόμα με μια ελαφριά κλίση προς τα δεξιά, ανασηκώνει τους ώμους και δέχεται με ανακούφιση την παρηγοριά αντιπάλων και συμπαικτών ότι όλα γίνονται για την χαρά του παιχνιδιού και ότι είναι μια γνήσια παίκτρια που ξέρει να χάνει με χάρη.

Ο φίλος μου δεν την ξέρει καλά. Προσπαθεί να της τραβήξει την προσοχή όλη αυτή την ώρα μιλώντας μας για μία συνάδελφό του , παντρεμένη με τρία παιδιά, που το έσκασε από το σπίτι για να ζήσει με έναν άντρα είκοσι χρόνια μικρότερό της στη Χίο. Εκεί ο άντρας είχε ένα σπίτι σε ένα χωριό, όπου μαζεύονταν τα σαββατοκύριακα επίδοξοι ή και φτασμένοι συγγραφείς για να αποτραβηχτούν από την φασαρία των πόλεων και να αφουγκραστούν τη φύση.

Τραντάζεται το φερ φορζέ τραπεζάκι από τα γέλια του, κάνω νόημα στον σερβιτόρο από μακριά, τι έχει γίνει με εκείνο το διαολεμένο μαρτίνι που ζήτησα, του φωνάζω, η γυναίκα του φίλου δυσανασχετεί, γυρνάει την καρέκλα της με πλάτη σε εκείνον κι αγναντεύει μπροστά της τη θάλασσα που σκάει κάτω από μια σειρά φουντωτά αλμυρίκια. Η γυναίκα μου δε δίνει καμία σημασία, αφότου έφυγε από την πισίνα ο νεαρός που καθάριζε με την απόχη πλήττει και χαϊδεύει μηχανικά το χρυσό άλογο στον λαιμό της.

Δεν είχαν μείνει πολλή ώρα μαζί χθες βράδυ στο δωμάτιο, είχαν κλείσει το τριακόσια επτά στον πάνω όροφο, χρονομέτρησα, στη μία ώρα η γυναίκα μου είχε βγει και κατευθυνόταν στον κήπο να κάνει τσιγάρο, σημάδι ότι δεν πέρασε καλά. Το περίμενα αυτό, ο φίλος μου έχει ένα χιούμορ πολύ θορυβώδες που σίγουρα η γυναίκα μου απεχθάνεται. Κι ο ίδιος κάνει πολύ θόρυβο, συνέχεια φυσάει τη μύτη του, ξεροβήχει ανά μικρά διαστήματα κι όταν πίνει ή τρώει ακουμπάει άγαρμπα τα ποτήρια και τα πιάτα στο τραπέζι.

Έχω μάθει να ανησυχώ στις δυόμιση ώρες και πάνω. Όταν είναι σε δωμάτια ξενοδοχείου. Εάν έχει κανονίσει εκδρομή εκτός είναι αλλιώς, δεν μετράω χρόνο, αλλά ψάχνω σημάδια. Όταν μπαίνει στο σπίτι, έρχεται να με βρει στο σαλόνι ή στην κρεβατοκάμαρα και μου δίνει ένα πεταχτό φιλί στο σβέρκο. Εάν βάλει τα χείλη της απαλά και τα τραβήξει γρήγορα δείχνει ότι ήταν ένα πολύ καλό διήμερο, αν πάλι τα κολλήσει στο δέρμα και δεν τα κινήσει για κάποια λεπτά, σημαίνει ότι δεν έβλεπε την ώρα να επιστρέψει σε μένα.

Έχω γίνει ο καλύτερος εργαζόμενος στην εταιρία. Δεν λέω ποτέ όχι σε ένα ταξίδι , όσο μακρινό κι αν είναι , όσες μέρες κι αν χρειαστεί να λείψω από το σπίτι. Είναι πολύ σημαντικό να έχεις μια σύζυγο που καταλαβαίνει και σε στηρίζει, μου λένε συχνά. Οι παντρεμένοι στη δουλειά δεν θέλουν καθόλου τις μετακινήσεις, έχουν υποχρεώσεις και γυναίκες με απαιτήσεις. Είμαι ο σωτήρας τους. Η αλήθεια είναι ότι δε δίνω δεκάρα για την καριέρα μου, θα μπορούσα να ζω με το ενοίκιο από το εξοχικό και να καλλιεργώ όλη μέρα θυμάρι και δεντρολίβανο στον κήπο. Η βαλίτσα μου όμως στην κάσα της εξώπορτας την κάνει να λάμπει, σηκώνεται η τέντα που σκεπάζει τα μάτια της και εκείνη τα ανοιγοκλείνει στο φως σαν βρέφος που αρχίζει να βλέπει.

Όταν είμαι μακριά δεν της τηλεφωνώ όλη μέρα, της ζητάω να με παίρνει εκείνη μόνο για καληνύχτα και για να μου πει εάν υπάρχει κάποιο πρόβλημα στο σπίτι. Στο τηλέφωνο, όταν λείπω, ακούγεται σαν ανέμελο κορίτσι, που το έχουν αφήσει να βγει έξω, να φορέσει εκείνο το τολμηρό σορτς και να φάει όσο παγωτό θέλει.

Η επιστροφή μου γιορτάζεται με πάρτι ή με έξοδο στο wine bar με την πέργκολα στην αυλή. Στα πάρτι καλεί τους φίλους που συμπαθώ και που ξέρω ότι την έχουν ακολουθήσει έστω μια φορά στο υπνοδωμάτιο πάνω όσο όλοι είμαστε κάτω ή στις τουαλέτες σε ένα εστιατόριο. Αποφεύγουμε τους χωρισμένους συναδέλφους που βρίζουν τις πρώην γυναίκες τους και τους αλκοολικούς. Η γυναίκα μου, εκτός από ωραία ηττημένη, θέλει απαιτητικούς αντιπάλους, όταν παίζει. Χωρίς αμφιβολία είναι υπερβολικά προβλέψιμοι οι άντρες που τους έχουν παρατήσει ή ποτίσει με οινόπνευμα.

Έχει πια νυχτώσει, έχουν ανάψει όλα τα φωτάκια στην πισίνα και τα φαναράκια πίσω από τις μαξιλάρες στο γκαζόν. Συζητάμε αν θα βγούμε για φαγητό ή θα μείνουμε εκεί που είμαστε να πιούμε κάτι ακόμα. Ο φίλος τώρα έχει γίνει σιωπηλός, μιλάει μόνο η γυναίκα του στη δική μου, λένε για μια κοινή γνωστή που έκανε μπότοξ κι έχει γίνει αγνώριστη, δηλαδή την βλέπετε στον δρόμο και δεν της μιλάτε γιατί δεν καταλαβαίνετε ότι είναι αυτή; ρωτάω, έχει έρθει στο μεταξύ το μαρτίνι και με μια ρουφηξιά το έχω φτάσει στη μέση.

Κι οι δυο τους δεν μου απαντούν, είναι εκπληκτικό πώς οι γυναίκες προσπερνούν σαν να μη τις άκουσαν ποτέ ερωτήσεις που έχουν κάποια πρακτική σημασία. Η γυναίκα μου πιάνει ανεπαίσθητα το μέτωπό της, μια ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια έχει σκάψει το αυλάκι της, όχι πολύ βαθιά ακόμη, εξαφανίζεται όταν είναι να βγει από το σπίτι για εκείνες τις μεγάλες βόλτες της, αλλά είναι εκεί όταν ξυπνάει δίπλα μου το πρωί.

Παραγγέλνουμε κι άλλα ποτά, δεν πεινάει κανείς, ο φίλος ζητάει ένα διπλό μπέρμπον χωρίς πάγο, η γυναίκα του ένα Κοσμοπόλιταν, εγώ άλλο ένα μαρτίνι κι η γυναίκα μου εκείνο που της έφτιαξαν πριν με την καρύδα και το ρούμι. Μας τα φέρνει πάνω σε έναν ξύλινο δίσκο ο νέος άντρας που το απόγευμα καθάριζε την πισίνα. Έχει αλλάξει ρούχα, φοράει ένα ξεβαμμένο τζιν, ένα μαύρο τι-σερτ με μια στάμπα που μοιάζει στην Μερίλιν Μονρόε με αλλοιωμένα χαρακτηριστικά. Τα μπράτσα του είναι μυώδη και στους καρπούς του πάλλονται δυνατές φλέβες.

Όσο ο άντρας της πισίνας σκύβει και τακτοποιεί τα ποτήρια και τους ξηρούς καρπούς στο τραπέζι, η γυναίκα μου έχει ανακαθίσει ολόκληρη στην ξαπλώστρα, έχει αφήσει να πέσει στον ώμο η μια πλευρά από το κιμονό της και τρίβει ένα σημείο πίσω από το αριστερό αυτί της, αφήνοντας ακάλυπτο τον λαιμό έτσι που έχει ρίξει τα μαλλιά της πίσω. Δεν διακρίνω ούτε τη ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια, ούτε τις λεπτές γραμμές, που έχουν θρονιαστεί στα πλαϊνά του στόματός της εδώ και λίγα χρόνια. Οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια της στο ημίφως δεν ξεχωρίζουν, ενώ τα κεριά από τα φαναράκια κάνουν το δέρμα της στα χέρια και στα πόδια να φαίνεται λείο και με μια ασυνήθιστη λάμψη.

Σηκώνεται λίγο μετά αφού έχει χαθεί στο βάθος με τα λουλούδια ο νεαρός με την Μέριλιν. Με κοιτάζει, μουρμουρίζει κάτι για το δωμάτιο και την ψύχρα τα βράδια στο νησί και, όπως απομακρύνεται κι εκείνη στο ίδιο βάθος με τις τριανταφυλλιές και τα γυαλιστερά αγκάθια τους, μετράω τα χρόνια που μας μένουν. Κάνω έναν πρόχειρο υπολογισμό, σε τρία χρόνια περίπου μπαίνει στην εμμηνόπαυση, θα πάρει λίγο βάρος στη μέση και στην περιφέρεια, το αυλάκι ανάμεσα στα φρύδια θα γίνει πιο βαθύ, οι λευκές ρίζες θα πυκνώσουν, οι αστράγαλοι θα πρήζονται με το παραμικρό. Θα αισθάνεται ολοένα και συχνότερα κουρασμένη και θα μένει περισσότερο στο σπίτι , ξαπλωμένη στον καναπέ να διαβάζει για τα ιερά σύμβολα αυτού του κόσμου.

Δεν θα δουλεύω τόσο πολύ και θα παίρνουμε μαζί όλα τα γεύματα. Θα φτιάξω κι ένα τραπέζι στον κήπο μας, κάτω από τη λεμονιά, και εκεί θα την σερβίρω τα απογεύματα παγωμένο τσάι και τσουρέκι, μια λεπτή φέτα, γιατί θα προσέχουμε τα γλυκά.

Δεν είναι πολύς ο χρόνος που απομένει για να αλλάξει η ζωή μας. Θα ανεβάσω την βαλίτσα στο πατάρι , θα κρατήσω μόνο το σακ βουαγιάζ για τις εξορμήσεις μας στην εξοχή. Θα φυτέψω δεντρολίβανο και θα το μυρίζει στις χούφτες μου , όταν τα βράδια θα της χαϊδεύω μία- μία τις ρυτίδες της, τις πανάδες της, τις μελανιές της απροσεξίας της με τα έπιπλα, τις αραιές βλεφαρίδες και τις τραχιές φτέρνες.

Έχει περάσει ήδη μισή ώρα. Ο φίλος με τη γυναίκα του έφυγαν για το δωμάτιο τους, η αλήθεια είναι ότι ήπιαμε πολύ απόψε. Μετακινώ την μπαμπού πολυθρόνα να βλέπω καλύτερα το μπαλκόνι του δικού μας δωματίου. Το εκατό έξι. Στο εκατό έξι είχαμε μείνει στη Βουδαπέστη, ήταν ο πρώτος καιρός μετά τον γάμο μας κι είχε έρθει μαζί μου στο ταξίδι με τη δουλειά. Εκατό έξι, πεντακόσια δύο και ογδόντα, οι αριθμοί των δωματίων που μείναμε εκείνη την χρονιά, ούτε στο σούπερ μάρκετ δεν πηγαίναμε ο ένας χωρίς τον άλλον.

Τους δίνω άλλη μισή ώρα. Όταν γυρίσει θα της πω να έρθει κοντά μου να την αγκαλιάσω. Έχω μια φοβερή επιθυμία να φιλήσω το χρυσό άλογο, που κρέμεται στον λαιμό της.


ΤΕΛΟΣ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ