Ποίηση: Η πηγή δύναμής μας

0

“Μας διώχνουνε τα πράγματα” είχε γράψει στο ποίημά του ο Κ. Καρυωτάκης νιώθοντας εξορισμένος από την ίδια την πραγματικότητα, ζώντας εκείνος, ένας ποιητής, παγιδευμένος σε μια εποχή αντι-ποιητική. Εξορισμένος. Εξορισμένος και εξοργισμένος. Αν και για πολλούς φαντάζει απαισιόδοξος, με τη φράση αυτή απλώς δηλώνει πόσο συνειδητοποιημένος ήταν σχετικά με τη νοσηρή κατάσταση στην οποία βρισκόταν. “Η ποίηση είναι το καταφύγιο που φθονούμε” συνεχίζει κλείνοντας το ποίημά του με έναν ελπιδοφόρο, κατ’ εμέ τρόπο, γιατί δεν είναι άλλωστε, τυχαίο, που αυτός ο στίχος, που ξεχειλίζει ελπίδα και αισιοδοξία – γραμμένος κατά τα άλλα από έναν απαισιόδοξο ποιητή – συνοδεύει την άλλη, την πρώτη. Κάποιος σε διώχνει, σε εξορίζει και σε ταπεινώνει, και εσύ σπεύδεις να βρεις καταφύγιο (το οποίο, φυσικά, δεν είναι άλλο από την ποίηση, αλλά, και, γιατί όχι, την ίδια την τέχνη γενικότερα). Οι τελευταίοι αυτοί στίχοι του ποιήματός “Είμαστε κάτι…” εκφράζουν τα δικά του παράπονα, τους δικούς του προβληματισμούς, όμως είναι εμφανές πως πολλοί θα μπορούσαν να ταυτιστούν μαζί του.

Αποφάσισα να γράψω αυτό το άρθρο, γιατί, πράγματι, αποτελεί για πολλούς ένα καταφύγιο: μας προσφέρει μια δύναμη. Μια δύναμη που πηγάζει από μέσα μας και η ποίηση δεν είναι παρά ένας δίαυλος, μια μικρή πύλη, μια χαραμάδα, μέσα από την οποία ξετρυπώνουν οι σκέψεις σαν σκιές και τα κρυμένα και άβγαλτα όνειρα μας. Με άλλα λόγια, είναι τρόπος έκφρασης. Μόνο μέσα από τους στίχους, άλλοι κατανεμημένοι σε μέτρα και άλλοι πιο απελευθερωμένοι και “επαναστατικοί”, μπορεί το συναίσθημα να ξεχυθεί σαν μέθη και να μας συντροφεύσει…

1. “Κανείς δεν είμαι, ποιος είσαι εσύ; Είσαι κανένας κι εσύ; Τότε είμαστε ζευγάρι!” – Έμιλυ Ντίκινσον.

https://www.klik.gr/uploads_image

Και τελικά τι είναι η ποίηση, λοιπόν; Μια διαφυγή από τη ρουτίνα; Μια καλή συντροφιά για ένα μοναχικό Σαββατόβραδο; Και ποιος λέει ότι η ποίηση ανήκει μονάχα στους δυστυχισμένους ανθρώπους; Ας το παρουμε αλλιώς…

Ας υποθέσουμε ότι εσύ, αναγνώστη, περπατάς έξω, στο δρόμο. Νιώθεις ελεύθερος. Ελεύθερος και μόνος, γιατί η διαδρομή προς τον τελικό προορισμό, λένε, είναι μοναχική, κι ας ήρθε κάποιος και σε έσπρωξε και εσύ έπεσες κάτω – μην τυχόν και σου πάρει τη σειρά! Ξανασηκώνεσαι. Γιατί έτσι γίνεται πάντα: Τα χτυπηματα και τα σημάδια από τις πληγές δεν ξεβάφουν ποτέ από πάνω σου, όμως εσύ πάντα σηκώνεσαι. Μένεις, εμμένεις, επιμένεις, υπομένεις. Ώσπου έρχεται μια στιγμή και βλέπεις κάποιον άλλο να πέφτει. Τι κάνεις τότε; Γελάς, τον αγνοείς ή τον βοηθάς; Αν έχεις πέσει πολλές φορές, τον βοηθάς να σηκωθεί. Συνεχίζετε να περπατάτε, εσύ και αυτός, ο συνοδοιπόρος σου, μέχρι που κάποια στιγμή ένα φως αχνοφαίνεται μέσα στο σκοτάδι… Πλησιάζετε… Εσύ και αυτός, αυτός κι εσύ, όμως το αυτός θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ένα αυτή, ένα αυτό, ακόμα κι ένα εγώ. Ας γίνουμε ένα εμείς λοιπόν. Δεν χάνουμε τις ελπίδες μας, γιατί τώρα δεν πέφτουμε, ούτε τρέχουμε, ούτε καν περπατάμε. Επιπλέουμε μόνο, μέσα από μερικά σύννεφα φωτός, καθώς μερικές ψιχάλες ελπίδας δροσίζουν τα φωτισμένα πια πρόσωπά μας. Ανεβαίνουμε πιο ψηλά, ορειβατούμε, ονειροβατούμε, σχοινοβατούμε – εγώ κι εσύ, εσύ κι εγώ. Μήπως τελικά εσύ είμαι εγώ; Και μήπως τελικά η ποίηση αποτελεί μια συνομιλία με ένα απροσδιόριστο Εσύ, που σιγά – σιγά αποκτά πνοή και μεταμορφώνεται σε ένα κρυστάλλινο, ατόφιο εγώ; Γιατί η ποίηση μπορεί να είναι ο καθρέπτης της ψυχής μας τελικά – έτσι θαρρώ εγώ, τουλάχιστον.

2. “Κάθε σταγόνα κι ἕνα ἐσύ,
ὅλη τή νύχτα
ὁ ἴδιος παρεξηγημένος ἦχος,
ἀξημέρωτος ἦχος”

Ωστόσο, ενώ με τα παραπάνω προσπάθησα να αποδείξω πως μέσα από την ποίηση ανακαλύπτουμε τον εαυτό μας, ποτέ δεν ανέφερα πως, μέσα απο τις λέξεις γεμάτο νόημα καταφέρνουμε να γράψουμε ή να διαβάσουμε όσα δεν αντέξαμε σε κάποιον να πούμε… Η Κική Δημουλά έκανε σε πολλά ποιήματά της νύξη για τον έρωτα, τον οποίο άλλωστε προσωποποίησε – γιατί ο έρωτας για εμένα δεν είναι ένας φτερωτός θεός με βέλη που στοχεύει τους ανθρώπους, ούτε, όπως διάβασα σε ένα βιβλίο, ένα τύραννος που θρονιάζεται στην ψυχή των ανθρώπων και τους κυβερνά καθ’ ολοκληρίαν! Ο έρωτας είναι πάντα ένα πρόσωπο, γιατί πάντα προσωποποιείται.

Γι’ αυτό άλλωστε, η ποίηση είναι και ένας διάλογος. Μια συνομιλία, που δεν υπήρξε ποτέ στ’αλήθεια και μόνο μέσω αυτής προσπαθούμε τόσο οι ποιητές, μα όσο και οι αναγνώστες να εγκλωβίσουμε στην αιωνιότητα της θνητότητάς μας λόγια που έμειναν βουβά και κραυγές και λυγμούς που εγκλώβισε μέσα της η σιωπή.

Και αφού λοιπόν, μιλάμε για τον έρωτα, θεωρώ πως, χωρίς μία – μικρή, έστω – δόση έρωτα δεν μπορεί να υπάρξει ποίηση. Γιατί κανείς ποτέ δεν έγραψε, δεν ζωγράφισε, δεν χόρεψε, δεν τραγούδησε και δεν έπλασε χωρίς πρώτα να αγαπήσει. Να ποθήσει. Όποιος φοβάται να τολμήσει, οι σελίδες του μένουν κενές, χρωματίζουν τη ζωή τους με τις μπογιές των άλλων, τραγουδούν χωρίς κάποιον σκοπό και χορεύουν χωρίς να νιώθουν την κάθε τους κίνηση…

3. “Γιατί άκουγα τα μάτια της μέσα στα σωθικά μου”– Διονύσιος Σολωμός.

Όπως καταλαβαίνετε λοιπόν, κανείς ποτέ δεν έγραψε χωρίς να αγαπήσει ειλικρινά, γιατί μόνο ένας άνθρωπος που ξέρει να αγαπά και να νιώθει μπορεί να καταλάβει τον παραπάνω στίχο. Αγάπη, είναι να αγαπάς με όλες σου τις αισθήσεις. Αγάπη, είναι να γεύεσαι τη μυρωδιά του άλλου με τα δάχτυλα των χεριών σου και να αγγίζεις με μια ματιά σου τις πιο ενδόμυχες πτυχές του εαυτού του.

Ίσως, πάλι, η ποίηση να αποτελεί απλώς ένα παιχνίδι για μεγάλους, αλλιώτικο από το μοναδικό άλλο παιχνίδι που εξακολουθούμε ακόμη να παίζουμε εμείς οι ενήλικες: το κρυφτό. Κρυβόμαστε πίσω από τη σκιά μας, επιδιώκουμε να κρύβουμε όσα θέλαμε να δείξουμε και στιγμές που θα μπορούσαμε να έχουμε ζήσει, στιγμές που θα μπορούσαν να έχουν ζήσει. Που θάφτηκαν για πάντα στο νεκροταφείο των λουλουδιών μας, ανάμεσα στους δείκτες του ρολογιού της απέραντης θνητότητας μας.

Όμως, όχι. Τα ποιήματα συνιστούν ένα άλλος είδος παιχνιδιού. Ένα παιχνίδι για δύο: Για τον ποιητή και τον αναγνώστη. Γιατί, ενώ μερικές φορές συνομιλείς με κάποιον τρίτο πρόσωπο, η βασική σχέση παραμένει αυτή του ποιητή και του αναγνώστη. Ποιος θα κερδίσει; Αυτός που ποιεί, πλάθει εικόνες και σχέδια και τοπία και ανθρώπους ή αυτός που “ποιείται”, αυτός που τον δημιουργεί το μικρό αυτό κειμενάκι με τους στίχους που γεννούν νέες αισθήσεις και αισθήματα; Ίσως πάλι να κερδίζουν και οι δύο, γιατί και οι δύο δημιουργούνται. Τόσο αυθαίρετη είναι η ποίηση. Γεννιέσαι μέσα από τις λέξεις. Ο ένας τις καλλωπίζει και τι μακιγιάρει, ο άλλος τις διάβαζει και τις ερμηνεύει. Αυτές, εντωμεταξύ αποτελούν τον αγγελιοφόρο ανάμεσά τους, όμως το τελικό αποτέλεσμα είναι λες και φτιάχτηκε από μόνο του, λες και έχει τη δική του πνοή…

Κάποτε διάβασα σε ένα άρθρο “Τα σπίτια ματώνουν” πως “τα σπίτια έχουν σάρκα. Ματώνουν μαζί με τους ανθρώπους τους” με αφορμή τον σεισμό που είχε γίνει στη Σάμο. Πώς σχετίζεται με το θέμα μας; Σχετίζονται, διότι μέσα από τα ποιήματα οι λέξεις αποκτούν ζωή, βρίσκουν ξανά το χαμένο νόημά τους, όλα τα οράματα ορθώνονται, τα όνειρά μας δεν πεθαίνουν ποτέ, οι ελπίδες που θάφτηκαν με τα δάκρυά μας ξαναγεννιούνται και τα προβλήματά μας κουρνιάζουν στην αγκαλιά των γεμάτων νόημα λέξεων. Μαθαίνουμε να τα κουβαλάμε και να ζούμε με αυτά, αποδεχόμενοι την ύπαρξή τους. Τα ποιήματα προσωποποιούν τα συναισθήματα, τις καταστάσεις, την απελπισία, τον έρωτα. Η ποίηση είναι αυθαίρετη και ζωντανή. Μας αλλάζει, μας εξελίσσει. Αλλάζούμε λοιπόν; Ας παίξουμε το παιχνίδι της ζωής κρατώντας την (την ποίηση πάντα) σκυτάλη στα χέρια μας…

(Φτου και βγήκα!)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ