Της Φ


«Μαμά, γιατί μου έλεγες πως υπάρχει Αϊ Βασίλης; Γιατί με κορόιδευες; Πες μου γιατί», ρωτάει ο Άγγελος τη μάνα του. Στέκεται στην πόρτα της κουζίνας του πατρικού του σπιτιού και την κοιτάζει προκλητικά. Εκείνη όρθια κάτι παλεύει στο νεροχύτη. «Πότε σου έλεγα πως υπάρχει Αϊ- Βασίλης»; τον ρωτάει, χωρίς να διακόψει τη δουλειά της. «Τέτοιες μέρες όταν ήμουνα μικρός». «Έτσι λέμε σε όλα τα μικρά παιδιά. Υποτίθεται ότι ο Αϊ Βασίλης τους φέρνει τα δώρα την Πρωτοχρονιά. Εκείνα χαίρονται περιμένοντας τον. Είναι κακό αυτό»; «Και βέβαια είναι. Γιατί είναι ψέμα. Γιατί δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα. Αλλά εσύ, πάντα το ίδιο έκανες. Καλύτερα απ’ ό,τι είναι μας τα παρουσίαζες τα πράγματα. Και να σου πω γιατί το έκανες; Για να μας παραστήσεις τον κόσμο όμορφο. Και προσγειωθήκαμε ανώμαλα». «Δεν ξέρω τι λες εσύ, Άγγελε, αλλά εγώ το βρίσκω καλό να ζουν τα παιδιά τα πρώτα τους χρόνια σε ένα όμορφο κόσμο, έστω και λίγο φανταστικό. Τον χρειάζονται. Και θα τα καταφέρουν ευκολότερα με τον πραγματικό, αν έχουν και κάποια εφόδια από ευτυχισμένες στιγμές…»

«Άλλο πάλι και τούτο. Αυξάνεται επικίνδυνα ο κατάλογος των αμαρτημάτων μου» σκέφτηκε η γυναίκα, καθώς παράτησε τη δουλειά της, πήγε προς το μέρος του Άγγελου και τον κοίταξε σοβαρά. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο γιος της τα έβαζε μαζί της. Εδώ και καιρό επιδίδεται στο σπορ με ιδιαίτερη συχνότητα. Και όχι μόνο όταν βρίσκεται στο σπίτι. Και από την επαρχία, όπου λείπει τα τελευταία χρόνια για σπουδές, ασκείται σε αυτό τηλεφωνικώς, όταν το κρίνει αναγκαίο. Αυτές όμως οι «εκ του μακρόθεν» επιθέσεις του, παραμένουν ευτυχώς στα πλαίσια μιας ελεγχόμενης αντιπαράθεσης. Το τηλέφωνο παίρνει έξαλλους θυμούς, σκληρές ερωτήσεις, βαριές κατηγορίες και οργισμένες απαντήσεις και τις πηγαινοφέρνει από τον ένα στον άλλο, ανακατεμένες με ένα στεναγμό, ένα τσάκισμα της φωνής, μια γεμάτη αγωνία σιωπή, μια τρυφερή κουβέντα, μια ευχή, που βγαίνει άσχετη και κατευθύνεται στο πουθενά, αλλ΄ όμως βρίσκει αλάθητα το στόχο της. Έπειτα, τόσο δρόμο κάνουν οι λέξεις ώσπου να φτάσουν, προλαβαίνουν να μαλακώσουν, να στρογγυλέψουν, να πλατύνουν, να χωρέσουν όσα δεν είπε ο ένας, όσα θέλει να ακούσει ο άλλος. Όταν όμως ο Άγγελος είναι στο σπίτι, οι όποιες ευαισθησίες χάνονται. Τη στριμώχνει τη μάνα του στην κουζίνα και της επιτίθεται χωρίς έλεος. Είναι μια απαράδεκτα ύπουλη επίθεση. Η γυναίκα έχει τα χέρια, τα μάτια, το μυαλό της αλλού απασχολημένα, πλένει πιάτα, μαγειρεύει, σιδερώνει. Αυτός έρχεται τέλεια προετοιμασμένος.

Πλήθος επιχειρήματα υποστηρίζουν κάθε φορά την καινούργια κατηγορία του και σφυροκοπούν απ’ όλες τις μεριές το σκυμμένο κεφάλι της. Άντε να βρει τρόπο να τα αντικρούσει και να απολογηθεί. «Να δούμε τι άλλο έκανα λάθος» ψιθυρίζει, όταν τον βλέπει ακάθεκτο να ορμά στο χώρο της. «Οι επισημάνσεις του θα με βοηθήσουν να βελτιώσω την παιδαγωγική μου κατόπιν εορτής».

Η γυναίκα, όλα τα έχει ακούσει και τα έχει ανεχτεί. Αμέτρητα λάθη στην διαπαιδαγώγησή του γιου της έχει κάνει, λάθη φοβερά, που το κυνηγούν το καημένο το παιδί, του κάνουν ανυπόφορη την τωρινή ζωή του και δεν το αφήνουν να βρει το δρόμο του. Λάθη που τα θυμάται αναδρομικά και με την πρώτη ευκαιρία της τα καταμαρτυρεί.

Σήμερα όμως το κακό έχει παρατραβήξει. «Για σοβαρέψου, Άγγελε. Τρελά πράγματα ακούω», τον μάλωσε αυστηρά. «Γιατί, μαμά, να μου επαναλαμβάνεις για χρόνια αυτή την ηλίθια ιστορία», συνέχισε αυτός το τροπάρι του. «Εσύ όφειλες να μου πεις την αλήθεια. Εμείς σου παίρνουμε το δώρο την Πρωτοχρονιά», θα έλεγες «και εγώ θα ήξερα πως αν δεν είχατε εσείς χρήματα, κανένας Αϊ Βασίλης δεν θα βρισκόταν να μου δωρίσει κάτι». «Μα τι λες αγόρι μου. Εδώ βάζουν τα παιδάκια να γράφουν γράμματα στον Αϊ Βασίλη και «εκείνος» τους στέλνει με το ταχυδρομείο τα δώρα που επιθυμούν. Είναι κακό να παίρνουν δώρα και να είναι ευτυχισμένα τα παιδιά και ο κόσμος μας να φαίνεται καλλίτερος για λίγο». «Τα ίδια και τα ίδια λες. Και κάνεις από πάνω ότι δεν καταλαβαίνεις. Το κακό είναι πως αναθέτεις σε κάποιον, που δεν μπορείς να δεις και να προσδιορίσεις με ακρίβεια, να χαρίσει στο παιδί σου την ευτυχία. Αυτό είναι πέρα από τη λογική, ανήκει στο χώρο του υπερβατικού.. Είναι κοροϊδία». «Και τι βλάπτει μια τόσο αθώα κοροϊδία, που επιπλέον προσφέρει και χαρά»; «Βλάπτει γιατί σε τρέφει με ψεύτικες ελπίδες. Γιατί δείχνει τον κόσμο διαφορετικό, απαλύνοντας τις ανισότητές του, τις κακίες του. Και σε αφήνει απροετοίμαστο στις δυσκολίες που αργότερα θα έλθουν. Αν δεν περιμένεις δώρο από κανένα, θα βάλεις πείσμα να δουλέψεις για να το αποκτήσεις ή θα μισήσεις τον κόσμο που σε αποκλείει και θα κάνεις επανάσταση. Το να περιμένεις βοήθεια από το υπερπέραν σε εκμαυλίζει, σε κάνει μαλθακό». «Πολύ μακριά την πήγες μια όμορφη ιστορία για παιδιά, Άγγελε. Εγώ στην είπα όταν την χρειαζόσουν, την έζησες και τη χάρηκες. Αν τώρα δεν την εγκρίνεις, διάγραψέ τη από τη μνήμη σου και τελείωσες με αυτή».

«Μα επειδή ήταν όμορφη και την πίστεψα κάποτε, δεν μπορώ να τη διαγράψω. Καλό ήταν να μην τη μάθω. Γι’ αυτό και εγώ τα παιδιά μου δεν θα τα μεγαλώσω με τέτοιες χίμαιρες. Την πρώτη Πρωτοχρονιά που θα καταλάβουν, θα το ξεκαθαρίσω το θέμα. Ξέρετε, παιδάκια μου, θα τους πω, Άι Βασίλης δεν υπάρχει. Και θα γλυτώσουν από τα ψυχικά τραύματα. Φαντάζεσαι την απογοήτευσή τους να ανακαλύψουν αργότερα πως ο συμπαθής άγιος είναι ψεύτικος»; «Ο Άι Βασίλης να έφταιγε μόνο για τα ψυχικά τραύματα των ανθρώπων και τι καλό στον κόσμο, Άγγελε. Και συ τι έπαθες με τη φοβερή ανακάλυψη, παιδάκι μου»; «Υποφέρω. Γιατί ακόμα και τώρα, όταν επιθυμώ κάτι πάρα πολύ, που σε φυσιολογικές συνθήκες είναι αδύνατο να γίνει, πιστεύω ότι κάποιος πέρα από μένα, θα βάλει το χέρι του να πραγματοποιηθεί. Αυτή την ψευδαίσθηση δεν μπορώ να σβήσω. Αυτή την ελπίδα. Αλλά πρέπει. Για να μην είμαι απροσάρμοστος και διχασμένος, μαμά, με καταλαβαίνεις»;

«Και τώρα , τι αδύνατο θέλεις και δεν πραγματοποιείται και στενοχωριέσαι, αγόρι μου», ρώτησε η μάνα ανήσυχη και σκεφτική.

Ο Άγγελος δεν απάντησε. Έφυγε και κατά το συνήθειό του κλείστηκε στο δωμάτιό του. Μετά από ώρα ξαναφάνηκε ντυμένος, στολισμένος και ήρεμος. Ενημέρωσε τη μάνα του ότι θα κατέβαινε στο κέντρο. Θα επισκεπτόταν τον θείο Α να τον συμβουλευτεί για κάτι επαγγελματικό.

Το βράδυ γύρισε χαρούμενος και ομιλητικός. Ανάμεσα στα άλλα της είπε δήθεν αδιάφορα, πως ο θείος του έδωσε μαζί με τις συμβουλές του, «λόγω των ημερών» και ένα σεβαστό χρηματικό ποσό. «Δώρο εξ ουρανού», το χαρακτήρισε ο Άγγελος, συμπλήρωσε μάλιστα πως «με τόσα χρήματα να ξοδέψω, θα περάσω καλύτερα απ’ ό,τι είχα ονειρευτεί».

Μέχρι την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, τον έβλεπε η μάνα του τον γιο της να πηγαινοέρχεται στο σπίτι, χωρίς να προκαλεί εντάσεις και προβλήματα και ήταν πολύ ευχαριστημένη. Αναρωτήθηκε φυσικά για την θεαματική αλλαγή του, αλλά οι πολλές δουλειές της δεν της άφησαν περιθώρια συστηματικής παρακολούθησής της και ερμηνείας της. Το καλό πάντως ήταν ότι έκανε τις γιορτινές ετοιμασίες χωρίς κατηγορίες και ενοχές.

Όλα κύλησαν ομαλά και κατά πώς είθισται την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Αλλά ανήμερα του Άι Βασίλη μια έκπληξη περίμενε την οικογένεια. Ο άγιος τους είχε θυμηθεί όλους ανεξαιρέτως, ακόμα και τον παππού και τη γιαγιά. Μπροστά στο τζάκι, πάνω στο χαλί, είχε αφήσει πλούσια δώρα. Όμορφα κουτιά, τυλιγμένα στα γυαλιστερά χαρτιά τους, με τις κορδέλες και τους φιόγκους τους. Είχε ακόμα φροντίσει να αφήσει και την κάρτα του, αδιάψευστη μαρτυρία της επίσκεψής του. «Χρόνια Πολλά, Καλή Χρονιά, ο Άι Βασίλης», ευχόταν στον καθένα ξεχωριστά.

Η γυναίκα ανοίγοντας το δώρο της, ένα ακριβό σίδερο ατμού, είπε ενθουσιασμένη.

«Μπράβο ο Άι Βασίλης. Πώς και το ‘ξερε ότι μου χάλασε το παλιό» και αμέσως κοιτάζοντας με απέραντη τρυφερότητα τον Άγγελο,

«Είναι τραχύς ο δρόμος για την ενηλικίωση γιε μου», ψιθύρισε συγκινημένη. «Αλλά βοηθάει να συντηρείς κάποιες μέρες το όνειρο».

Πηγή φωτογραφίας: homesteadmuseum.wordpress.com

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ